Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Ο ασυμβίβαστος Έλληνοαιθιοπιανός σκηνοθέτης, Νίκος Παπατάκης (1918-2010) ξεσκεπάζει με ειλικρίνεια την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής απέναντι στον καθωσπρεπισμό και τη δουλοπρέπεια.
Στο πρόσφατο αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, για τα τέσσερα χρόνια από το θάνατό του, είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το σύνολο των ταινιών του.
Γεννημένος στην Αιθιοπία, από Έλληνα πατέρα και Aβησσυνή μητέρα, εγκαταστάθηκε το 1939 στο Παρίσι, αρχικά ως ηθοποιός. Μιγάς και άπατρις, σημαδεμένος ανεξίτηλα από την αποικιοκρατία, ήταν αλληλέγγυος με κάθε μετανάστη και περιθωριακό. Με βίο συναρπαστικό, μεταξύ κοσμοπολιτισμού και περιθωρίου, διηύθυνε ένα καλλιτεχνικό καμπαρέ, άντρο υπαρξιστών στο Παρίσι του ’50. Η διορατική ματιά και οι τολμηρές επιλογές του, ως παραγωγού ταινιών ανεξάρτητων σκηνοθετών, όπως ο Κασσαβέτης, άφησαν το στίγμα μιας αυθεντικής προσωπικότητας, υπέρ της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας, σε μια εποχή που η βίαιη αντίσταση δίχασε τη γαλλική διανόηση.
Οι εμμονές στις πέντε ταινίες του δεν οφείλονται σε αυτάρεσκη ηδονή και χιτσκοκικό φετιχισμό, αλλά στην ανάγκη διερεύνησης των εξουσιαστικών μηχανισμών της πάλης ανάμεσα σε αφέντη/ δούλο. Ανάμεσα στα βίτσια και το σαδισμό, το πολιτικό σινεμά του Νίκου Παπατάκη δεν διεκδικεί συγκεκριμένο σκηνοθετικό ύφος, αποτελεί ωστόσο σπουδή στην ανθρώπινη φύση, ανάγοντας τη σεξουαλικότητα σε συνιστώσα ενός πολιτικού γίγνεσθαι, στη μεταπολεμική αποικιοκρατική Γαλλία.
Μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, λούμπεν και κάθε λογής απροσάρμοστοι αποτελούν τους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες των ταινιών του, που συνθλίβονται, οδηγημένοι στο φονικό (Οι άβυσσοι, 1963 / Η φωτογραφία, 1986) ή στην αυτοχειρία (Οι βοσκοί, 1967 / Οι ισορροπιστές, 1991). Η προδιαγεγραμμένη μοίρα εμπεριέχει υπερβολή, γκροτέσκο και κωμικοτραγικό στοιχείο. Ο κλαυσίγελος παρουσιάζεται ως άμυνα απέναντι στη βία, στη σκηνή του Gloria Mundi (1975), όπου η όμορφη ηθοποιός ξεγυμνώνεται μπροστά στον σαδιστή παραγωγό, αλλά και ως δημόσια ταπείνωση, στους Βοσκούς, στην παραληρηματική σκηνή της Ανάστασης, όπου ο φτωχός τσοπάνος ικετεύει γονατιστός τον κολίγο, ξεσπώντας σε υστερικά κλάματα. Αντίστοιχα, οι κυκλοθυμικές μεταπτώσεις από υστερικά τρανταχτά γέλια σε κλάματα των δύο αδερφάδων στις Αβύσσους μαρτυρούν τη δυσβάσταχτη ένταση ενός ταξικού εξευτελισμού.
Οι ταινίες του Παπατάκη επικεντρώνονται στους χαρακτήρες και στα πρωτότυπα σενάρια, που αντανακλούν τους πολιτικούς προβληματισμούς του, καθώς και στις ιδιαίτερες ερμηνευτικές, οριακές σχεδόν, προσεγγίσεις των ηθοποιών, που σωματοποιούν αληθινές βιωματικές εμπειρίες, μεταφέροντας την απόγνωση μιας λυτρωτικής εξεγερσιακής ορμής των χαρακτήρων, μέσα από υστερίες, ουρλιαχτά και νευρώσεις, που βρίσκονται στο ερευνητικό πεδίο των αναπαραστατικών προσεγγίσεων της εποχής.
Το σεναριακό σχήμα ταινία μέσα στην ταινία στο Gloria Mundi διερευνά τη ρεαλιστική αναπαράσταση στο θέατρο και στο σινεμά. Η πρωταγωνίστρια (Όλγα Καρλάτου), που υποδύεται μια ηθοποιό η οποία ενσαρκώνει μια Αλγερινή αγωνίστρια, δέχεται να υποβληθεί στα αντίστοιχα βασανιστήρια, όπως υποδεικνύει μέσα στο σενάριο ο σκηνοθέτης, πράγμα που συμπίπτει και με την πραγματικότητα, αφού η Καρλάτου είναι σύζυγος του Παπατάκη.
Με ερωτηματικά για τη ειλικρίνεια στη δήλωση αλληλεγγύης απέναντι στους βασανιζόμενους, αφού η φρικαλεότητα δεν βιώνεται νοερά, στην ταινία διερευνάται και το ταμπού της σεξουαλικής διέγερσης των βασανιστηρίων. Η πρωτοποριακή μουσική υπόκρουση συνδυάζει τη χρήση συνθεσάιζερ με ηχογραφημένες κραυγές από κασέτα, που πολλαπλασιάζουν την ηχητική ένταση, δημιουργώντας έναν νεωτεριστικό ρυθμό, στο γεμάτο ηχητικό πεδίο.
Τα εξαιρετικά κάδρα του παλιού αρχοντικού στη γαλλική επαρχία, στην ασπρόμαυρη Οι άβυσσοι, με την τελική χαοτική τροπή, που θυμίζει Βιριδιάνα, συνδυάζονται με ατονικά έγχορδα που προσδίδουν μια διάσταση απόκοσμη, προετοιμάζοντας το φονικό. Αντίστοιχα λειτουργούν και στη Φωτογραφία οι πρωτότυπες υπερβατικές συνθέσεις εγχόρδων του Χριστόδουλου Χάλαρη.
Στην επίσης ασπρόμαυρη ταινία Βοσκοί, με επιρροές από Παζολίνι, το ελληνικό βουνίσιο τοπίο της άγνωστης μέχρι τότε πατρίδας του Παπατάκη, συνδυάζεται με κλαρίνο και ηπειρώτικο μοιρολόι, προσδίδοντας νοσταλγική διάσταση στην ξενιτιά και στη μετανάστευση, πριν τον Αγγελόπουλο. Η εικόνα στην εναρκτήρια σκηνή με τα τυμπανισμένα εντόσθια ενός ψόφιου κατσικιού που σκάνε, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, αντανακλά την απελπισία των φτωχών τσοπάνων. Σε μια διερεύνηση των σχέσεων εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, αντίστοιχα με τους Μπονιουέλ και Φασμπίντερ, η ερωτικής έντασης χορογραφία στη σκηνή, όπου βοσκός και πλουσιοκόριτσο σέρνονται στο χώμα, αναδεικνύει τη σεξουαλική ορμή μέσα από τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια της πάλης των τάξεων, που μόνο ο έρωτας θα μπορούσε να ανατρέψει.
Σε διαφορετική προσέγγιση κυμαίνεται η τελευταία ταινία του Παπατάκη, Οι ισορροπιστές όπου ο κόσμος του τσίρκου, με έντονες φελινικές εκλάμψεις, μεταφέρεται μέσα απ’ τις μουσικές φανφάρες του Μπρουνό Κουλέ (Τα παιδιά της χορωδίας). Ο πρωταγωνιστής, Άραβας σχοινοβάτης με μητέρα Γερμανίδα παλαίστρια, υποφέρει απ’ τον έρωτά του για έναν σκληρό διανοούμενο συγγραφέα που τον απαρνείται και στρέφεται στην αυτοκτονία. Εξαιρετικά εμπνευσμένο το μελαγχολικό τέλος, όπου ο ήρωας ξαπλώνει δίπλα στην εύσωμη νεκρή μητέρα του, φορώντας μάσκα αερίων, πριν από την έκρηξη. Η μακάβρια σκηνή υπογραμμίζεται τελετουργικά από τη θλιμμένη μελωδία Παβάν σε Φα Δίεση, για ορχήστρα εγχόρδων με ξύλινα πνευστά, του υστερο-ρομαντικού συνθέτη Γκαμπριέλ Φορέ, σφραγίζοντας τη διάθεση ενός βαθιά ρομαντικού αναρχικού σκηνοθέτη.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός/θεωρητικός κινηματογράφου ([email protected])