Δεκαπέντε άνθρωποι στοιβαγμένοι στον τοίχο, καθιστοί, δεκαπέντε κυνηγημένοι στην πατρίδα τους από βόμβες και σφαγές, δεκαπέντε «παράνομοι» στις χώρες διέλευσης, δεκαπέντε «λαθραίοι» στη χώρα εγκλωβισμού τους, χωρίς δικαιώματα, χωρίς υπόσταση, «μη άνθρωποι»! Εύκολος στόχος κάθε δημάρχου στείρου από ανθρωπιστικά αισθήματα, κάθε μικροαστού φοβισμένου και μίζερου, κάθε αστυφύλακα εκούσιου υπηρέτη της εξουσίας!
Με απείλησαν με προσαγωγή, για εξακρίβωση στοιχείων, επειδή τους φωτογράφισα· με αποδοκίμασε και η περαστική που αγαλλίαζε η ψυχή της βλέποντας δεκαπέντε ανθρώπους πεταμένους στο πεζοδρόμιο, σαν τσουβάλια.
Αθώοι άνθρωποι, που τους μαζεύει ο «μπόγιας» μόνο και μόνο επειδή στέκονται σε μια πλατεία και συζητάνε, ή επειδή βγήκαν να πάρουν ψωμί κι έτυχε να πέσουν στο «περίπολο», στη φάκα. Ένοχοι από τη μοίρα τους σε καθεστώτα απάνθρωπα, στο Αφγανιστάν ή στην Ελλάδα, που ο άνθρωπος είναι αναλώσιμος αν δεν έχει εξουσία και πλούτη. Ωμά, χωρίς προσχήματα στο ένα, με το νόμο στο άλλο. Η νοοτροπία ίδια.
Άδειασαν την πλατεία Βικτωρίας από τους ανθρώπους, με κριτήριο το χρώμα και την εθνικότητα. Διώχνουν καθημερινά ακόμα και τα γυναικόπαιδα. Δεν ζητάνε ούτε χαρτιά, ούτε διαβατήρια, ούτε άδειες παραμονής, ούτε στοιχεία. Δεν είσαι Έλληνας. Γι’ αυτό, δεν έχεις ούτε το δικαίωμα να σταθείς κάτω από τον ήλιο! Είσαι από κάπου αλλού, φτωχός και ανυπεράσπιστος. Mε τα χέρια στον τοίχο! Σαν εγκληματίας. Ο Δήμαρχος και ο Υπουργός Προστασίας του πολίτη, συνεπικουρούμενοι από τους ακροδεξιούς νεοφασίστες υπουργούς, και όχι μόνο, «καθαρίζουνε» την πόλη από τις ανθρώπινες υπάρξεις που ψάχνουν για μια θέση στη γη. Για να ικανοποιήσουν το δημόσιο αίσθημα. Μέρες γιορτών. Γεμίζουν κλούβες, κάθε μέρα, αδιακρίτως. Όπως έκαναν με τα αδέσποτα σκυλιά στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Να δείξουν πόσο δραστήριοι και ικανοί είναι οι άρχοντες που κυβερνούν, πόσο νοιάζονται για το πόπολο. Ότι δεν φταίνε οι κομπίνες, οι ρεμούλες, οι τοκογλύφοι και το μνημόνιο, για το χάλι της πόλης, για τις αναδουλειές και τη φτώχεια, αλλά οι ξένοι. Χιλιάδες αστυνομικοί που δεν ασχολούνται με τους κακοποιούς που οργιάζουν, ληστές, σωματέμπορους και εμπόρους ναρκωτικών, αλλά με τους άκακους μετανάστες που κυνηγούν το μεροκάματο.
Αθώοι άνθρωποι, που τους μαζεύει ο «μπόγιας» μόνο και μόνο επειδή στέκονται σε μια πλατεία και συζητάνε, ή επειδή βγήκαν να πάρουν ψωμί κι έτυχε να πέσουν στο «περίπολο», στη φάκα. Ένοχοι από τη μοίρα τους σε καθεστώτα απάνθρωπα, στο Αφγανιστάν ή στην Ελλάδα, που ο άνθρωπος είναι αναλώσιμος αν δεν έχει εξουσία και πλούτη. Ωμά, χωρίς προσχήματα στο ένα, με το νόμο στο άλλο. Η νοοτροπία ίδια.
Άδειασαν την πλατεία Βικτωρίας από τους ανθρώπους, με κριτήριο το χρώμα και την εθνικότητα. Διώχνουν καθημερινά ακόμα και τα γυναικόπαιδα. Δεν ζητάνε ούτε χαρτιά, ούτε διαβατήρια, ούτε άδειες παραμονής, ούτε στοιχεία. Δεν είσαι Έλληνας. Γι’ αυτό, δεν έχεις ούτε το δικαίωμα να σταθείς κάτω από τον ήλιο! Είσαι από κάπου αλλού, φτωχός και ανυπεράσπιστος. Mε τα χέρια στον τοίχο! Σαν εγκληματίας. Ο Δήμαρχος και ο Υπουργός Προστασίας του πολίτη, συνεπικουρούμενοι από τους ακροδεξιούς νεοφασίστες υπουργούς, και όχι μόνο, «καθαρίζουνε» την πόλη από τις ανθρώπινες υπάρξεις που ψάχνουν για μια θέση στη γη. Για να ικανοποιήσουν το δημόσιο αίσθημα. Μέρες γιορτών. Γεμίζουν κλούβες, κάθε μέρα, αδιακρίτως. Όπως έκαναν με τα αδέσποτα σκυλιά στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Να δείξουν πόσο δραστήριοι και ικανοί είναι οι άρχοντες που κυβερνούν, πόσο νοιάζονται για το πόπολο. Ότι δεν φταίνε οι κομπίνες, οι ρεμούλες, οι τοκογλύφοι και το μνημόνιο, για το χάλι της πόλης, για τις αναδουλειές και τη φτώχεια, αλλά οι ξένοι. Χιλιάδες αστυνομικοί που δεν ασχολούνται με τους κακοποιούς που οργιάζουν, ληστές, σωματέμπορους και εμπόρους ναρκωτικών, αλλά με τους άκακους μετανάστες που κυνηγούν το μεροκάματο.
Υπερφωτισμένος Δήμαρχος
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, είδαμε στην τηλεόραση τον Δήμαρχο μπροστά στο Δημαρχείο να εκφωνεί το φτωχό του λόγο, με κούφια λόγια. Μιλούσε σε ένα πλήθος που σάλευε από κάτω, αλλά οι άνθρωποι της τηλεόρασης δεν φώτιζαν το ακροατήριο του στην πλατεία. Μόνο κάτι κινούμενες σκιές φαίνονταν. Οι κάμερες έδειχναν φωτισμένο το κτήριο του Δημαρχείου και άσπρο-κάτασπρο από άπλετο φως τον Δήμαρχο, αλλά μέχρις εκεί! Ούτε ένας προβολέας δεν φώτιζε το πλήθος, για να μη φανεί ότι είναι όλοι ξένοι, μετανάστες, που δεν έχουν πού αλλού να πάνε, που δεν τους κάλεσε κανένας σε κάποιο τραπέζι με γαλοπούλα γεμιστή ή με αρνάκι και πατάτες στο φούρνο. Άνθρωποι που δεν θα τους πέσει ποτέ η λίρα στη βασιλόπιτα.
Ο Δήμαρχος, εκείνη την ώρα, τους χρησιμοποιούσε για ντεκόρ απευθυνόμενος στο τηλεοπτικό του ακροατήριο, που ήταν στρωμένο στα τραπέζια, ή ήταν αραχτό σε ένα καναπέ ή κάτω από μια ζεστή κουβέρτα! Ένας Δήμαρχος υπερφωτισμένος, με ανθρώπους αληθινούς μπροστά του, αλλά αφανείς, που κρύωναν με τα ελαφρά ρουχαλάκια που φορούσαν, αποζητώντας έστω μία μικρή συμμετοχή στην πρόσκαιρη αισιοδοξία που δημιουργεί το γύρισμα του χρόνου. Ειδικά, για την περίσταση, η αστυνομία είχε εντολές να μη ζητάει χαρτιά και να μην κάνει συλλήψεις, για να μη χαλάσει η φιέστα. Μέχρι το επόμενο πρωί που ξαναβγήκαν οι κλούβες!
Ένας Δήμαρχος, που δεν μπορεί να καθαρίσει την πόλη, να φτιάξει τα σπασμένα πεζοδρόμια και να ασχοληθεί σοβαρά με τις καρκινογόνες ουσίες που αναπνέουμε, αλλά μπορεί να «καθαρίσει» τις πλατείες από τους φτωχούς, τους ασθενικούς, τους ξεριζωμένους, τους ξένους, που δεν είναι σαν τους ελεγκτές της τρόικα που μένουν στις σουίτες του Χίλτον και της Μεγάλης Βρετανίας με τους πατέρες του έθνους στα πόδια τους.
Δήμαρχος που αποζητάει στηρίγματα στα πιο εξαθλιωμένα πνευματικά στρώματα της πόλης. Ξεπεσμένους μικροαστούς, που δεν πήραν χαμπάρι ότι η υποβάθμιση της πόλης έχει ξεκινήσει πριν από δεκαετίες, κι ότι εφεξής, εκτός από τα υψηλά δημοτικά τέλη, θα πληρώνουν και ενοίκιο στο κράτος για τις μικρές ιδιοκτησίες τους, τα διαμερίσματά τους στις πολυκατοικίες. Ξεπεσμένους μικροαστούς που έχουν την τύφλα τους και θα ξαναψηφίσουν αυτούς που κατακλέψανε και ρημάξανε τον τόπο. Που φοβούνται τους μετανάστες, αλλά όχι τον Καρατζαφέρη που ψήφισε το μνημόνιο.
Έξω οι φτωχοί
Είναι, όμως, και κάτι άλλοι, προοδευτικοί, που αγόρασαν φτηνά σπίτια, αποθήκες και συνεργεία στις περιοχές που έμεναν οι πιο φτωχοί, κι έφτιαξαν πολυτελή διαμερίσματα και μονοκατοικίες, λοφτ και μεζονέτες. Και τώρα, ενοχλούνται από τους φτωχούς που απέμειναν γιατί δεν έχουν που αλλού να πάνε. Εντάξει, αγαπητοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, εσείς κάνατε τις αγορές σας. Αλλά οι φτωχοί πού θα ζήσουν; Θα εξατμιστούνε; Στην Εκάλη και τη Δροσιά θα μετακομίσουν αυτοί που έμεναν στον Κεραμεικό, το Γκάζι και το Μεταξουργείο;
Δηλαδή, οι φτωχοί δεν έχουν δικαίωμα να έχουν κι αυτοί μια περιοχή κατοικίας, μια γειτονιά για να παίζουν τα παιδιά τους, ένα χώρο για να ακουμπάνε τα καρότσια που μαζεύουν τα παλιοσίδερα; Μήπως ήρθαν αυτοί στη Φιλοθέη και το Ψυχικό, να ενοχλήσουν ή να διεκδικήσουν σπίτια; Τι δουλειά, λοιπόν, έχετε εσείς, οι εύποροι, στις φτωχογειτονιές; Δεν σας έκανε η Νέα Σμύρνη ή το Μαρούσι;
Αλλοτριωμένοι πολίτες
«Δεν είσαι Ελληνίδα!» φώναζαν οι «περίεργοι» στην Ολυμπία, που ρωτούσε τους μπάτσους γιατί κακομεταχειρίζονται τους μετανάστες. Αλλά η επονίτισσα δεν κόλωσε και τους την είπε: Εγώ πολέμησα τους Γερμανούς γ’ αυτό τον τόπο και για να μην ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους από το χρώμα και τη φυλή τους! Για ρωτήστε και τους πατεράδες σας, τι κάνανε για την πατρίδα;!
Και μια άλλη έξαλλη, έλεγε στην Ελισάβετ ότι «οι Αλβανοί βρωμάνε γιατί δεν βαφτίστηκαν!». Κάπως καθυστερημένα, βέβαια, αφού πλέον οι μαύροι αντικατέστησαν τους Αλβανούς στην κορυφή του ρατσιστικού στόχου και, μάλιστα, κάποιοι από τους Αλβανούς που βολεύτηκαν, περιφρονούν κι αυτοί τους μαύρους, όπως μου επισήμανε ο Χρήστος που έχει αρκετούς στη δούλεψή του. Γιατί ο μικροαστισμός είναι υπεράνω φυλής, θρησκείας και φύλου. Μόλις μπεις στο καλούπι του, γίνεσαι αντίγραφο του διώκτη σου.
Με όλες αυτές τις εμπειρίες, αναρωτιέμαι πώς μπορεί να συνομιλήσει κανείς μ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους βλαμμένους και τους απαλλοτριωμένους. Και από την άλλη, σκέφτομαι ότι αν δεν εξηγήσουμε υπομονετικά και δεν πείσουμε με επιχειρήματα και αλήθειες τουλάχιστον τους πιο διαλλακτικούς, δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την ακροδεξιά δημαγωγία που βρίσκει εύφορο έδαφος να αναπτυχθεί στις πολιτικές χειραγώγησης και αμορφωσιάς που εφαρμόζουν συστηματικά οι οικονομικές, πολιτικές και μιντιακές ολιγαρχίες στην κοινωνία<
Φανατισμένοι ρατσιστές
Πού τον πας, ρε παλικάρι;! του λέω. Χριστούγεννα είναι! Μπορεί να τον περιμένει στο υπόγειο μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά που χρειάζεται λίγο γάλα για να επιζήσει. Πού τον πας, ρε παλικάρι, ρώτησα και ξαναρώτησα ξέροντας ότι δεν θα πάρω άλλη απάντηση, στην καλύτερη περίπτωση, από τη στερεότυπη «εντολές εκτελώ». Κι έχει δίκιο. Με εντολές του Δημάρχου, του Υπουργού, της κυβέρνησης, του διοικητή του τμήματος, αλλά και του ρατσιστή μικροαστού, οι ένστολοι αντικατέστησαν τους χρυσαυγίτες στην τρομοκρατία.
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, κλειστήκανε οι φουκαράδες στα ανήλιαγα υπόγεια, να γλιτώσουν από το πογκρόμ. Τρομαγμένοι. Να μην τους πιάσει στο δρόμο ή στην πλατεία ο μπόγιας των ανθρώπων. Και τι να λένε, άραγε, αυτοί οι φτωχοί μετανάστες, οι γονείς, στα μικρά παιδιά τους, που τα κλειδώσανε μέσα, χριστουγεννιάτικα; Ότι ο Χριστός αυτού του κόσμου δεν γεννιέται για όλους, παρά μόνο για όσους έχουν χαρτιά; Για όσους έχουνε σπίτια και αυτοκίνητα; Για όσους είναι άσπροι, ξέξασπροι κι από τον ήλιο ξεξασπρότεροι; Τι να πούνε στο αγοράκι που κάθε μέρα κλωτσάει μια χάρτινη μπάλα στην πλατεία; Τι να πούνε στο κοριτσάκι που λάμπει από χαρά όταν αγοράζει μια τσίχλα με ένα εικοσάλεπτο στο περίπτερο; Πώς να εξηγήσουν στα παιδιά ότι οι γονείς τους δεν έχουνε ούτε κλέψει, ούτε σκοτώσει, αλλά η κοινωνία τούς θεωρεί κατώτερους, σκουπίδια, χωρίς στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα; Ότι το κράτος, οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι αστυνομικοί, ο δήμαρχος και οι ψηφοφόροι του, τους απαγορεύουν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά έστω παίζοντας στα κρύα πλακάκια μιας πλατείας; Τι να πούνε στα παιδάκια; Ότι οι χριστιανοί πατριωταράδες είναι σαν τους φανατικούς μουσουλμάνους που βάζουν βόμβες στα παζάρια κι όποιον πάρει ο χάρος; Και σαν τους φανατισμένους σιωνιστές που με τουφέκια τελευταίας τεχνολογίας και σκόπευτρα ακτίνων λέιζερ, σημαδεύουν τα μέτωπα των μικρών παιδιών της Παλαιστίνης που παίζουν στους χωματόδρομους απέναντι από τους περιφραγμένους οικισμούς των εβραίων μέσα στην καταπατημένη Δυτική Όχθη; Φανατισμένοι χριστιανοί, φανατισμένοι μουσουλμάνοι, φανατισμένοι εβραίοι σκοτώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του τον ανθρωπισμό, σαν τον Ηρώδη που έσφαζε τα νήπια, σαν τον Χίτλερ που τα εξολόθρευε στους θαλάμους αερίων!
Αυτός είναι ο πολιτισμός μας! Αυτή είναι η κατάληξη του θριάμβου της καπιταλιστικής κουλτούρας!
Ευσεβείς πολίτες
Δεκαπέντε νέοι ζαρωμένοι στα πλακάκια, θέαμα στην κοινωνία που σαπίζει και δεν βλέπει τα χάλια της. Βορά στους δημότες που έτσι γιορτάζουν ευχαριστημένοι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Κι έτσι θα γιορτάσουν και τα Φώτα. Οι ευσεβείς πολίτες που ανάβουν κεριά στις εκκλησίες, στολίζουν δέντρα και στήνουν φάτνες στα σαλόνια τους, για την έλευση του Χριστού που γεννήθηκε για να φροντίσει τους αδικημένους, τους αδύνατους, τους ανέστιους και τους πάσχοντες. Αυτοί, οι χαλασμένοι από το μίσος και την υποκρισία συμπολίτες μας. Ουαί!
Στέλιος Ελληνιάδης
(Σχόλιο που συνδιαμορφώθηκε από ακροατές κατά τη διάρκεια της ραδιοφωνικής μου εκπομπής, την Κυριακή, πρώτη Γενάρη, Στο Κόκκινο 105,5.)
Σχόλια