Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο. Ένα μυθιστόρημα για την κρητική βεντέτα… Το θέμα μοιάζει με πρώτη ματιά ανεπίκαιρο…

Είχα αφήσει τις Ιφιγένειες του Χρήστου Φλουρή στην άκρη, μέχρι που αποφάσισα να τους δώσω λίγο μεγαλύτερη προσοχή με την προτροπή ενός φίλου που εμπιστεύομαι τη γνώμη του. Για άλλη μια φορά είχε δίκιο. Διάβαζα για πρώτη φορά ένα βιβλίο που να έχει σχέση με τη βεντέτα, το οποίο -αν και γραμμένο από άντρα- υιοθετεί μια γυναικεία οπτική στα πράγματα. Μια οπτική που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα. Κορίτσια που θυσιάζονται σε γάμους για να κλείσει ο φαύλος κύκλος του αίματος. Γυναίκες καταδικασμένες στη σιωπή που υπόκεινται κάθε είδους βία, σωπαίνοντας. Πραγματική ασφυξία…
Όμως, από την άλλη μια δύναμη πρωτοφανέρωτη. Δύναμη ψυχής, που καταφέρνει αν πάει κόντρα σε όλους τους δυνατούς. Δεν νικάνε οι καλοί στο τέλος, όπως εύχεσαι διαβάζοντας τις σελίδες του μυθιστορήματος. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει λύτρωση. Κι όλο αυτό το «αντριλίκι», η «παλικαριά» μοιάζουν φούσκες. Αέρας κοπανιστός.
Ριψοκίνδυνο κατά κάποιον τρόπο το εγχείρημα του συγγραφέα, έχει όλα τα συστατικά της λογοτεχνίας που θα ήθελα να διαβάζω. Στέρεος μύθος, πλοκή, ματιά έξω από τα στερεότυπα, σκέψεις που γεννάνε άλλες σκέψεις. Διότι, ο συγγραφέας καταφέρνει να δει, εκεί που οι άλλοι είναι τυφλοί.
Στα ερωτήματα που μου γεννήθηκα αναζήτησα απαντήσεις από τον ίδιο το συγγραφέα:

Γιατί να γράψει σήμερα κάποιος για μια κρητική βεντέτα; Συνεχίζει να υπάρχει το φαινόμενο αυτό στη Κρήτη;
Η βεντέτα στην Κρήτη, μπορεί να μη συνεχίζεται με την ίδια ένταση και την ίδια συχνότητα σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο εξακολουθεί να υπάρχει. Δεν είναι επομένως παράξενο ούτε αναχρονιστικό να ασχολείται και σήμερα κάποιος με το συγκεκριμένο φαινόμενο, ιδίως όταν έχει κρητική καταγωγή. Για μένα όμως υπήρχε και ένας πρόσθετος λόγος: Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ιστορία αφορούσε κατά κάποιο τρόπο την οικογένειά μου και επομένως μου ήταν πολύ οικεία και την κουβαλούσα μέσα μου για χρόνια.
Ωστόσο, θεωρώ ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν θα πρέπει να διαβαστεί στο στενό πλαίσιο του χώρου και του χρόνου, ούτε σε συνάρτηση μόνο του φαινομένου της βεντέτας. Ευρύτερα αφορά όλες εκείνες τις γυναίκες ή όλους εκείνους τους ανθρώπους γενικότερα, που κλήθηκαν κάποια στιγμή να διορθώσουν λάθη που δεν έκαναν και να πληρώσουν για επιλογές που δεν ήταν δικές τους.

Ιφιγένειες: Πιστεύετε πως οι γυναίκες είναι τελικά τα μεγαλύτερα θύματα μιας βεντέτας;
Στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου θεωρώ πως ναι, οι γυναίκες συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στα μεγαλύτερα θύματα της ιστορίας χωρίς να ισχυρίζομαι πως αυτό ήταν ο κανόνας. Ίσως μάλιστα να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην βάρος που δίδεται στις γυναίκες το γεγονός ότι άκουσα αυτή την ιστορία από γυναίκα. Ένα συγκλονιστικό γεγονός, όπως είναι ο φόνος, δεν μπορεί παρά να έχει και παράπλευρες απώλειες πέρα από τους άμεσα εμπλεκόμενους, τον θύτη και το θύμα. Και πολλές φορές οι παράπλευρες αυτές απώλειες είναι βαρύτερες καθώς συνοδεύονται από τον στιγματισμό και τα μικρά, τα ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης που επιβάλλουν το φύλο, ο χρόνος και ο τόπος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Οι άντρες ίσως να είχαν το περιθώριο να αντιδράσουν διαφορετικά, πιο δυναμικά, πιο εκτονωτικά όσο κι αν αυτό είναι κατακριτέο. Εκείνες όμως έπρεπε να σταθούν στο ύψος τους, να καλύψουν καταστάσεις, να υπομείνουν… και το να ζεις μιαν ανώφελη σχεδόν ζωή, το να υπομένεις μια αφόρητη κατάσταση, νομίζω πως είναι ύψιστη πράξη ηρωισμού, από αυτές που δυστυχώς δεν τις καταγράφει η Ιστορία.

Το βιβλίο σας σκύβει με περισσότερη συμπάθεια στις γυναίκες. Δεν φαίνεται να τρέφετε και μεγάλη εκτίμηση για το «αντριλίκι»…
Δεν τρέφω καμιά απολύτως εκτίμηση για το αντριλίκι εντός εισαγωγικών και θεωρώ πως έτσι, μέσα σε εισαγωγικά, η λέξη είναι συνώνυμη της θρασυδειλίας. Αντίθετα, σκύβω με σεβασμό σε όλες εκείνες τις πράξεις αληθινής ανδρείας και ηρωισμού που μπορεί να μην είναι μόνο ανδρικό προνόμιο. Θα σας πω μια φράση από το βιβλίο, που λέει ο θύτης Σήφης στον γιο του Μιχάλη, αμέσως μετά το φόνο και λίγο πριν παραδοθεί στις αρχές, που νομίζω πως αποτελεί τον ορισμό της πλασματικής και της πραγματικής ανδρείας: «Άντρας, Μιχάλη, δεν είναι αυτός που ξέρει να κουλαντρίζει τα όπλα, μα κι εκείνος που ξέρει και μπορεί, όποια κι αν είναι η προσωπική του ταλαιπωρία, να σηκώνει στις πλάτες του το βάρος των πράξεών του».

Είσαστε από την Κρήτη αλλά μένετε στη Σπάρτη. Πιστεύετε ότι αυτή η απόσταση σας βοήθησε να δείτε καθαρότερα τα πράγματα;
Το γεγονός ότι μένω εδώ και περίπου μια εικοσαετία στη Σπάρτη νομίζω πως με έχει επηρεάσει σε πολλά πράγματα. Κυρίως ως προς την νοσταλγία που δεν έχω πάψει ποτέ να αισθάνομαι για τον τόπο μου και τους ανθρώπους του και από αυτή την άποψη ίσως να έπαιξε καθοριστικό ρόλο ως προς την επιλογή του θέματος του βιβλίου που αποτέλεσε για μένα αφορμή να επιστρέψω έστω και νοερά, έστω και με τη βοήθεια της φαντασίας στον γενέθλιο τόπο.
Πάντα η απόσταση παίζει σημαντικό ρόλο στο να δει κανείς καθαρότερα τα πράγματα ωστόσο δεν πιστεύω πως αυτό το γεγονός μου άλλαξε την άποψη για το τι θεωρώ σωστό και τι λάθος. Νομίζω πως ακόμη κι  είχα την ίδια γνώμη σχετικά με τα θέματα που διαπραγματεύομαι στο βιβλίο, θα έτρεφα την ίδια οργή για τα κακώς κείμενα, τον ίδιο σεβασμό για τον άνθρωπο που καλείται να διαχειριστεί τη μοίρα του, τα ίδια συναισθήματα απέναντι σε εκείνους που εγώ θεωρώ ήρωες της ζωής. Το ότι ζω μακριά από την Κρήτη πρόσθεσε ίσως μεγαλύτερη ένταση σ’ αυτά τα συναισθήματα.

Σε μια σύγχρονη ιστορία με ποιο ζήτημα θα θέλατε να καταπιαστείτε;
Η εποχή που ζούμε είναι, ομολογουμένως, δύσκολη. Επομένως, με όποιο σύγχρονο θέμα κι αν καταπιανόμουν, φοβάμαι πως θα ήταν στενόχωρο.
Θα ήθελα να γράψω κάποια στιγμή ένα βιβλίο γεμάτο αισιοδοξία, που να δίνει δύναμη σε όσους το διαβάσουν. Να μη μιλάει για αυτό που συμβαίνει μα γι’ αυτό που θα ήθελα να συμβαίνει, γι’ αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει, για το ιδανικό που όμως δεν θα είναι ουτοπικό αλλά εφικτό απ’ όλους τους ανθρώπους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!