Συνεχίζοντας με την παρουσίαση εκδόσεων που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821 και φωτίζουν διάφορες πτυχές της, σήμερα συζητάμε με την πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου για το νέο της βιβλίο με τον τίτλο «Φουστανέλες και χλαμύδες – Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια).
Πρόκειται για μια πολυσέλιδη μελέτη που αγκαλιάζει πολλές πτυχές της αναπαράστασης της Επανάστασης του 1821, ήδη από τα χρόνια εκείνα και φθάνοντας λίγο πριν από την εποχή της δικτατορίας Μεταξά.
Πιστεύω πως θα γίνει ένα βιβλίο αναφοράς καθώς μας χαρίζει μια ματιά πανοραμική (μιλάει και για τα περίφημα… Πανοράματα) και συνεκτική πάνω στον τρόπο που οικοδομήθηκαν οι εθνικοί μας μύθοι και η αντίληψη για τα όσα έγιναν κατά την Επανάσταση, για τους ήρωές της, τα αίτιά της, τα σημαντικά γεγονότα, τις διαμάχες… Νομίζω μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάτι ανάλογο στην ελληνική βιβλιογραφία που να ξεκινά από τη ζωγραφική, το θέατρο, τον Καραγκιόζη, τα διάφορα δρώμενα, την ενδυμασία κ.ά.
Μας παρουσιάζεται μάλιστα και η ανάγνωση –κάθε φορά– του παρελθόντος, που αλλάζει ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν.
Από την αρχική απαξίωση του Βυζαντίου, μέχρι την ένταξή του στην ελληνική ιστορική συνέχεια, από τους μύθους που θεωρούνται πραγματικότητα από τη συλλογική μνήμη, από τον τρόπο που αρχικά οικοδομήθηκαν τα μνημεία και το πώς η λειτουργία και ο συμβολισμός τους διαμορφώθηκε εκ νέου τον 20ό αιώνα.
Στις αρετές του βιβλίου το γεγονός ότι παρά την επιστημονική τεκμηρίωση, είναι και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, με πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ένα μεγάλο φάσμα της καθημερινότητας μιας ολόκληρης εποχής. Στην πραγματικότητα είναι ένα βιβλίο, όπου για το κάθε κεφάλαιο θα χρειαζόταν να γίνει μια διαφορετική συνέντευξη.
Ας θεωρήσουμε τη σημερινή κουβέντα ως πρόλογο…
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Τι απηχεί ο τίτλος του βιβλίου σας; Γιατί «φουστανέλες και χλαμύδες»;
Ο τίτλος αναφέρεται στον τρόπο που αναπαριστάνεται η εθνική μας ταυτότητα. Μια βόλτα στο Μοναστηράκι και σε μαγαζιά τουριστικών ειδών ανά την Ελλάδα επιβεβαιώνει την εικόνα μιας ταυτότητας που φοράει είτε φουστανέλα είτε χλαμύδα. Όπως φαίνεται από την ανάλυση που κάνω για τα πρώτα 110 χρόνια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η αντίληψη των Ελλήνων για τον εαυτό τους, η οποία οικοδομείται σταδιακά, περιστρέφεται γύρω από δύο πόλους: την Αρχαιότητα και την Επανάσταση του 1821. Μάλιστα αυτή η αντίληψη περνάει και μέσα από το βλέμμα των ξένων, της Ευρώπης, ήδη από την εποχή της Επανάστασης, με τη φιλελληνική τέχνη που απαθανάτισε τους αγωνιστές. Το αδιαμφισβήτητο κύρος της Αρχαιότητας οδηγούσε τους Νεοέλληνες απογόνους σε προσπάθειες «αναβίωσής» της μέσω της γλώσσας (καθαρεύουσα), αθλητικών θεσμών (Ολυμπιακοί αγώνες) και του αρχαίου δράματος (παραστάσεις με χλαμύδες στα αρχαία ελληνικά). Αντίστοιχα, η φουστανέλα, ένδυμα ποιμενικών πληθυσμών της Βαλκανικής και μέρους των αγωνιστών του Εικοσιένα, μετασχηματίστηκε σε μετωνυμία της Επανάστασης και σε σύμβολο ταυτότητας, ώστε να είναι επίσημο ένδυμα σε παρελάσεις και την προεδρική φρουρά αλλά και τουριστικό είδος προς κατανάλωση.
Η αναπαράσταση της ιστορίας, με τον τρόπο που έγινε, τελικά οδήγησε στη διαστρέβλωσή της;
Ο τρόπος αναπαράστασης δεν στόχευε στη διαστρέβλωση, δηλαδή δεν υπήρχε αρχικός σχεδιασμός, αλλά εν τέλει πράγματι υπήρξε διαστρέβλωση σε δύο επίπεδα: αφενός στον τρόπο με τον οποίο απεικονίστηκαν οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης και αφετέρου στη διάδοση μέσω της ζωγραφικής «επεισοδίων» της Επανάστασης που (ανα)παράγουν μύθους και δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά γεγονότα. Ως προς το πρώτο, η σύγκριση των πρώτων πορτρέτων των αγωνιστών από ξένους ζωγράφους με την εικόνα που έχουμε σήμερα για προσωπικότητες όπως π.χ. ο Κολοκοτρώνης, δείχνει ότι τελικά επιβίωσε η εξωραϊστική και εξιδανικευτική απεικόνιση, η οποία υπηρετούσε καλύτερα την αντίληψη ως προς το πώς θα έπρεπε να μοιάζει ένας «ήρωας». Από όλες τις απεικονίσεις του Κολοκοτρώνη, που οι περισσότερες τον δείχνουν μάλλον δύσμορφο, επικράτησε το πορτρέτο με την περικεφαλαία και τα αδρά χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν, σύμφωνα με την κοινή αντίληψη, στον «Γέρο του Μοριά». Ως προς το δεύτερο, δύο κυρίαρχοι μύθοι, εκείνος για την ευλογία των αγωνιστών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα και εκείνος για το Κρυφό Σχολειό, εμπεδώθηκαν στη συλλογική συνείδηση λόγω της ζωγραφικής τους αναπαράστασης και όχι από την ιστοριογραφία, η οποία σταθερά ήδη από τον 19ο αιώνα τους διαψεύδει.
Παρά τους προγραμματισμούς και τους σχεδιασμούς που εκπονήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, η μεγάλη υγειονομική, οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνουμε, αναπόφευκτα επηρεάζει τους εορτασμούς. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουν παγιωθεί δεν πρόκειται να αμφισβητηθούν
Ποια θεωρείτε ως σημεία καμπής;
Υπάρχουν διαφορετικά σημεία καμπής για διαφορετικά φαινόμενα. Σε ό,τι αφορά την ιστορική μνήμη του Εικοσιένα, σημείο καμπής είναι το 1860, όταν έχουν ολοκληρώσει τον βιολογικό τους κύκλο οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της Επανάστασης που είχαν επιβιώσει κι επομένως παύουν να υπάρχουν οι ζωντανοί μάρτυρες των ιστορικών γεγονότων. Σημεία καμπής είναι επίσης οι επέτειοι, τα ιωβηλαία της Επανάστασης: η πεντηκονταετηρίδα το 1871 και η εκατονταετηρίδα το 1930, γιατί δίνουν την ευκαιρία για αναστοχασμό και για σειρά αναμνηστήριων πράξεων (τελετές, ανέγερση μνημείων, εκδόσεις κ.λπ.), οι οποίες κανονικοποιούν την ιστορική μνήμη. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε εξάλλου τα σημεία καμπής που ορίζονται από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου που προσθέτουν νέες συλλογικές μνήμες και αναδιαμορφώνουν τις παλαιότερες: η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η ήττα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και εν τέλει η Μικρασιατική Καταστροφή.
Τα στοιχεία που περιγράφετε πιστεύετε πως θα κυριαρχήσουν και στους επερχόμενους εορτασμούς των 200 ετών;
Ο τρόπος που γιορτάζεται μια επέτειος αντανακλά περισσότερο το εκάστοτε παρόν παρά το παρελθόν. Παρά τους προγραμματισμούς και τους σχεδιασμούς που εκπονήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, η μεγάλη υγειονομική, οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνουμε, αναπόφευκτα επηρεάζει τους εορτασμούς. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουν παγιωθεί δεν πρόκειται να αμφισβητηθούν. Αντίθετα, θα αναπαραχθούν και θα επιβεβαιώσουν την κυρίαρχη εικόνα για την Ελληνική Επανάσταση, η οποία βρίθει στερεοτύπων. Υπάρχει μάλιστα ο κίνδυνος, ακριβώς λόγω της κρίσης, να μην υπάρξει αμφισβήτηση και κριτική σκέψη αλλά η ελληνική κοινωνία να αναζητήσει, όπως συνήθως συμβαίνει σε κρίσιμες περιόδους, καταφύγιο και ανακούφιση στο οικείο και μυθικό. Τα μέχρι τώρα δείγματα παραπέμπουν στην ψυχαγωγική εκλαΐκευση και όχι στη σοβαρή αναστοχαστική ματιά.
Σκεφτόσαστε να συνεχίσετε την έρευνά σας και για τα όσα έγιναν μετά το 1930;
Για την ώρα όχι. Η περίοδος μετά το 1930 δεν έχει την ενότητα που έχει η περίοδος 1821-1930 ως προς την ιστορική μνήμη. Στα πρώτα εκατό χρόνια η ελληνική κοινωνία συσπειρώνεται γύρω από την οικοδόμηση του κράτους και τη Μεγάλη Ιδέα και, παρά τις συγκρούσεις, τα ρήγματα μέχρι τον Εθνικό Διχασμό δεν είναι μεγάλα. Από τη δεκαετία του 1920 όμως κυοφορούνται βαθιές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις που κορυφώνονται μετά το 1930. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος –που στην ελληνική περίπτωση ακολουθείται από τον Εμφύλιο– και η ιστορική αλλαγή του 1989 αποτελούν μείζονες τομές που αναδιατάσσουν εθνικές και πολιτικές ταυτότητες. Η έρευνα λοιπόν για την περίοδο μέχρι σήμερα απαιτεί στην πραγματικότητα ερευνητική ομάδα και δεν μπορεί να είναι ατομική.