Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

People are strange when you’re a stranger
Faces look ugly when you’re alone
Women seem wicked when you’re unwanted
Streets are uneven when you’re down

When you’re strange
Faces come out of the rain
When you’re strange
No one remembers your name

«…Ο Γιούρι (ο πρωταγωνιστής της ιστορίας) έχει στοιχεία από εμένα, από ανθρώπους που εκτιμώ, από ανθρώπους που εύχομαι κάποια στιγμή να συναντήσω. Είναι ένας γενναίος, ευαίσθητος, καθαρός χαρακτήρας, ένας νεαρός άντρας με γοητευτικές αντιφάσεις…»
Αυτό είναι το μότο του μυθιστορήματος Ζοή με Όμικρον της Χριστίνας Χρυσανθοπούλου που κυκλοφόρησε, πρόσφατα, από τις εκδόσεις Πάπυρος. Θα μπορούσε, παράλληλα, να είναι η περίληψή του… Ο Γιούρι και η Ιρίνα είναι δυο «ξένοι» που οι τροχιές τους θα συναντηθούν σε σκοτεινά μονοπάτια. Μη φανταστείτε κανένα γλυκανάλατο love story. Η συγγραφέας όχι μόνον αποφεύγει τα εύκολα, αλλά αποφασίζει να μας παρουσιάσει την πραγματικότητα χωρίς ωραιοποιήσεις…
Σε εποχές έξαρσης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, φωνές σαν αυτή της Χριστίνας Χρυσανθοπούλου είναι εξαιρετικά πολύτιμες. Διαλέγοντας έναν «αντιδημοφιλή» ήρωα, ένα Ρωσοπόντιο, ήδη κάνει ένα σημαντικό βήμα που μας βοηθά να γνωρίσουμε τον «άλλο», τον «ξένο», χωρίς ταμπέλες και στερεότυπα. Αν δεν ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα θα ήταν ένα σημαντικό ρεπορτάζ, από αυτά που οι σημερινές εφημερίδες έχουν εξαφανίσει ποντάροντας περισσότερο στο φόβο…

Φαίνεται ότι έχεις κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία για το ζήτημα των Ελλήνων του Πόντου που «επαναπατρίστηκαν» από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Τι σε έκανε να διαλέξεις ως ήρωα του μυθιστορήματος τον Γιούρι, ένα «Ρωσοπόντιο»;
Ο ξεριζωμός, με την ευρύτερη έννοια, είναι κάτι που με απασχολεί πολύ. Το παιδί-θύμα εμπορίας οργάνων ή παράνομης υιοθεσίας. Η απαχθείσα γυναίκα που εκδίδεται με συχνότητα, τρόπο και διάρκεια που επιλέγουν οι νταβατζήδες της. Ο γεράκος από το απομακρυσμένο χωριό που σκοτώνει το χρόνο του στο ασφυκτικό μπαλκόνι της πρωτεύουσας. Ο κάποτε γεμάτος όνειρα νέος που καταλήγει άστεγος αλλά ευγνώμων που βρήκε απάγκιο στην γωνιά κάποιου εγκαταλλειμμένου κτιρίου και ας είναι κατουρημένη. Το ίδιο και ο μετανάστης που αφήνει την εξαθλιωμένη χώρα του για να διεκδικήσει κάπου αλλού τα αυτονόητα. Όπου και να στραφείς στην Αθήνα βλέπεις τέτοιους ανθρώπους ξεριζωμένους, όπου και να εστιάσεις την ακοή σου ακούς το παράπονό τους. Δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς πώς είναι να χάνεις την ασφάλεια του τόπου σου και ξαφνικά να βρίσκεσαι κάπου αλλού, χωρίς χαρτιά, πόρους, ελπίδα; Οι Πόντιοι της Αμπχαζίας, όπως ο βασικός ήρωάς μου, έχουν ακόμη μια ιδιαιτερότητα. Μετά από 70 περίπου χρόνια διωγμών, επιστρέφουν επιτέλους στην Ελλάδα με τον ενθουσιασμό του επαναπατρισμού. Η πραγματικότητα, όμως, τους διαψεύδει και μάλιστα με πολύ βίαιο τρόπο. Ο Γιούρι, συγκεκριμένα, «γεννήθηκε» μάλλον από ένστικτο. Δεν μπορώ να ανακαλέσω τη στιγμή που άρχισε να σχηματίζεται. Έχει στοιχεία από εμένα, ανθρώπους που εκτιμώ, ανθρώπους που εύχομαι κάποια στιγμή να συναντήσω. Είναι ένας γενναίος, ευαίσθητος, καθαρός χαρακτήρας, ένας νεαρός άντρας με γοητευτικές αντιφάσεις.

Είναι η Ελλάδα μια «Μητριά Πατρίδα», όπως την έχει ονομάσει ο Μιχάλης Γκανάς;
Η Ελλάδα είμαστε εμείς. Δεν είναι κάτι άλλο, ξέχωρο από τους κατοίκους της. Μάλλον εμείς μεγαλώσαμε αντιμετωπίζοντάς την ως την υπομονετική μάνα που δεν θα μας χαλάσει χατίρι ό,τι και να κάνουμε, όπως και να συμπεριφερθούμε. Αξιώναμε την απόλυτη ανοχή της σαν κακομαθημένα παιδιά. Δεν μας εκδικείται τώρα, δεν μας τιμωρεί. Απλώς, δεν έχει άλλες αντοχές.

Περιγράφεις με πολλές λεπτομέρειες την καθημερινότητα των μεταναστών. Σε βοήθησε η δημοσιογραφική σου ιδιότητα στην προσέγγιση του θέματος;
Η δημοσιογραφία μού έδωσε το πλεονέκτημα της έρευνας. Αναζήτησα και βρήκα τις πηγές και τους ανθρώπους εκείνους που θα με βοηθούσαν να χτίσω τους κεντρικούς μου ήρωες, τον Γιούρι-νεοπρόσφυγα από την Αμπχαζία και την Ιρίνα-θύμα trafficking από την Ουκρανία. Μιλώντας με άτομα που έχουν ζήσει τις δυο αυτές καταστάσεις, μπόρεσα να πλάσω τους πρωταγωνιστές με αρκετό ρεαλισμό. Αυτή, μάλιστα, ήταν και η αγωνία μου σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής του μυθιστορήματος: αν κάποιος σαν την Ιρίνα ή τον Γιούρι το διαβάσει, θα μπορέσει να ταυτιστεί; Πέτυχα τη συνέπεια χαρακτήρα, λόγων και πράξεων ή όχι;

Μήπως η κατάσταση που περιγράφεις στο μυθιστόρημά σου, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των μεταναστών, έχει χειροτερέψει σήμερα; Πώς θα μπορούσαμε, άραγε, να βγούμε από το φαύλο κύκλο ρατσισμού και εγκληματικότητας;
Η λύση είναι θέμα των εκλεγμένων πολιτικών και των αρμόδιων φορέων. Το βέβαιο είναι ότι δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό για να την πετύχουμε. Υπάρχουν μοντέλα κοινωνιών που μπορούμε να αντιγράψουμε και δοκιμασμένες φόρμουλες μεταναστευτικής πολιτικής που μπορούμε να εφαρμόσουμε. Αρκεί να υπάρξει το ενδιαφέρον. Η προσωπική ευαισθησία της μονάδας που θα αναγνωρίσει το δικαίωμα της ύπαρξης στο μετανάστη (ουσιαστικά και όχι επειδή τον εξυπηρετεί για να του καθαρίζει το σπίτι ή να του καλλιεργεί, για πενταροδεκάρες, το χωράφι) δεν αρκεί για     να αλλάξει η κατάσταση. Τα πάντα ξεκινούν από την παιδεία. Εκεί πρέπει να δοθεί η έμφαση. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι υπεύθυνο να αλλάξει τη νοοτροπία απέναντι στο ξένο, το διαφορετικό και ταυτόχρονα η μόνη ελπίδα.

Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που περιγράφεις το πώς μπορούν οι καταστάσεις να σε πάρουν από κάτω και να σε μετατρέψουν ακόμη και σε κάτι που απεχθάνεσαι… Διάλεξες, ωστόσο, να δώσεις μια θετική διέξοδο. Μπορεί, λοιπόν, να είναι νικητής η ανθρωπιά;
Όσο έπλαθα το βασικό ήρωα του μυθιστορήματός μου, τον ανακάλυπτα και εγώ η ίδια. Έβλεπα, λοιπόν, ότι είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος, με αρχές, αντιστάσεις, αλλά και αδυναμίες. Καθώς παρέκλινε της πορείας που είχε φανταστεί για τον εαυτό του, συνειδητοποίησα πως αυτή η εκτροπή είναι κάτι που μας αφορά όλους. Ο Γιούρι ξέφυγε και επανέρχεται, όπως μπορεί να συμβεί και συμβαίνει σε όλους μας. Η ανθρωπιά μόνο νικήτρια μπορεί να είναι, όμως δεν είναι μόνο αυτή που τον καλεί να επανορθώσει. Επιπλέον, είναι η ανάγκη του να πιστέψει ότι το όμικρον της ζοής του μπορεί να γίνει ωμέγα. Πίσω από τον αγώνα του να λυτρώσει την Ιρίνα, κρύβεται ο δικός του αγώνας να ψηλαφίσει την ελπίδα.

«Η Ελλάδα που μας τάζανε δεν υπάρχει. Ποτέ δεν υπήρχε για μας. Ένα κατασκεύασμα για να ελπίζουμε ήταν, που το ‘δινε σκυτάλη η μια γενιά στην άλλη», γράφει μια από τις ηρωίδες σου… Μήπως αυτά τα λόγια ισχύουν, πια, για όλους μας;
Η Ελλάδα σήμαινε διαφορετικά πράγματα για τον καθένα. Για κάποιους έμοιαζε με ένα διαρκές, ασύδοτο πάρτι. Ήταν το δικαίωμα -ή η απαίτηση- για μια θέση στο Δημόσιο, που κληροδοτούνταν από τη μια γενιά στην άλλη, το δικαίωμα -ή η απαίτηση- στην αυθαιρεσία, την παρανομία, το χρηματισμό, τη λαμογιά, που περνούσε από γενιά σε γενιά, σαν κάτι αυτονόητο και απολύτως θεμιτό. Οτιδήποτε διαφορετικό άγγιζε τα όρια του γραφικού, του ρομαντικού ή του αφελούς. Για άλλους η Ελλάδα ήταν η χώρα του πολιτισμού, της δημοκρατίας, της σκληρής δουλειάς, του σεβασμού και της προόδου. Υπήρχαν, λοιπόν, δυο διαφορετικές, παράλληλες σκυταλοδρομίες. Ελπίζω η ακραία φάση που περνάμε αυτή την περίοδο να αναδείξει τον πραγματικό νικητή, αυτόν που θα κερδίσει βάσει δυνατοτήτων, όχι επειδή έχει… κονέ ή είναι ντοπαρισμένος.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!