Σκηνοθέτης νεανικών ταινιών και αισθηματικών κωμωδιών, ο 61χρονος Σεντρίκ Κλαπίς, στη νέα του μυθοπλασία «Τελευταίος χορός», δημιουργεί μια ταινία κόντρα στα στερεότυπα, υποστηρίζοντας πως το σώμα θεραπεύεται παράλληλα με την ψυχή, με αφορμή το σοβαρό τραυματισμό μιας μπαλαρίνας.
Η 26χρονη Ελίζ Γκωτιέ (Μαριόν Μπαρμπό), αναγνωρισμένη μπαλαρίνα στην Όπερα του Παρισιού, τη μέρα της πρεμιέρας του μπαλέτου «Μπαγιαντέρα» διαπιστώνει πως ο παρτενέρ της, με τον οποίο είχαν ερωτική σχέση, την απατά. Σε ψυχική αναστάτωση, τραυματίζεται επί σκηνής σοβαρά στον αστράγαλο. Όλα αλλάζουν μόλις συναντήσει την εκρηκτική Σαμπρινά (Σουχεϊλά Γιακούμπ), που σταμάτησε το μπαλέτο μετά από τραυματισμό στα 18 και της προτείνει να πιάσει δουλειά ως βοηθός του μάγειρα φίλου της Λοΐκ (Πίο Μαρμάι). Οι τρεις τους αναλαμβάνουν μάγειρες σε ένα πανδοχείο στη Βρετάνη, που φιλοξενεί καλλιτεχνικές ομάδες. Εκεί η Ελίζ συναντά τον προικισμένο χορευτή Μεντί (Μεντί Μπακί), μέλος της ομάδας σύγχρονου χορού, του φημισμένου χορογράφου Χοφές Σεχτέρ. Ανήμπορη ακόμα να χορέψει, η Ελίζ νιώθει μειονεκτικά στην κουζίνα, ενώ οι χορευτές κάνουν πρόβα. Η εξηντάρα ιδιοκτήτρια του πανδοχείου Ζοσιάν (Μυριέλ Ρομπέν), που κινείται με μπαστούνι, επηρεάζει τις αποφάσεις της Ελίζ για το χορό και τη σχέση με τον δικηγόρο πατέρα της (Ντενίς Πονταλιντές). Ενδεικτική η αναφορά της Ζοσιάν στη φράση της πρώτης γυναίκας που ανέβηκε στα Ιμαλάια «Επειδή είχα πέσει τόσο χαμηλά, κατάφερα να ανέβω πολύ ψηλά». Στη βελτίωση της Ελίζ συμβάλλει και το ερωτικό ενδιαφέρον ενός χορευτή που την περιτριγυρίζει, η παρουσία του φυσιοθεραπευτή Γιαν (Φρανσουά Σιβίλ), που την διεκδικεί, καθώς και το γεγονός πως αρχίζει να χορεύει ξανά με τον Μεντί. Στο μεταίχμιο σωματικής ανάρρωσης, η Ελίζ διερωτάται αν πρέπει να ακολουθήσει το πάθος της για τον χορό. Ενδιάμεσα προκύπτει ένας έρωτας, αλλά και μια καταλυτική κουβέντα με τον χορογράφο Χοφές, ο οποίος προτείνει ως εναλλακτική το σύγχρονο χορό, προκειμένου να καταφέρει να ανακτήσει τη χαμένη της χορευτική έκφραση, με διαφορετικό ωστόσο τρόπο απ’ το κλασικό μπαλέτο.
Ο Κλαπίς δημιουργεί τη δική του μυθοπλαστική προσέγγιση για μια αισθηματική κωμωδία βασισμένη στο χορό, εμπνευσμένος από την παράδοση των μιούζικαλ χορευτικών ταινιών, που ανέδειξαν την κουλτούρα του χιπ-χοπ, αρχές της νέας χιλιετίας, ξεκινώντας από το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Rize» (2005/Ντέιβιντ Λα Σαπέλ), που κατέγραψε τη χορευτική υποκουλτούρα στις φτωχογειτονιές του Νότιου Λος Άντζελες, τη σειρά νεανικών ταινιών «Step up στα βήματα του πάθους» (2006/Αν Φλέτσερ), που ανέδειξαν τον χορευτή στρίπερ Τσάινινγκ Τέιτουμ, σε μια εξευγενισμένη, θεαματική εκδοχή του χιπ-χοπ, καθώς και τον «Μαύρο κύκνο» (2010/Ντάρεν Αρονόφσκι), ψυχολογικό θρίλερ για τον άγριο ανταγωνισμό ανάμεσα σε δυο μπαλαρίνες, που διεκδικούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Λίμνη των Κύκνων». Μακριά από καλοσυγχρονισμένες χορευτικές φιγούρες, ο Κλαπίς εστιάζει στην ψυχοσωματική διάσταση του χορού, όπου συνδυάζεται ένα ψυχικό τραύμα με ένα σώμα-εργαλείο, που φθείρεται, γηράσκει, τραυματίζεται και πονάει, ενώ μέσα από την επούλωση ψυχικού-σωματικού τραύματος αποδομεί όλα τα κλισέ του κλασικού μπαλέτου, δίνοντας χώρο στην ελευθερία της χορευτικής κίνησης, που αγγίζει πρωτίστως την ανθρώπινη ψυχή.
Η ευαισθησία του χαρακτήρα της νεαρής πρωταγωνίστριας και η σχέση της με το μπαλέτο αναδεικνύονται μέσα από το τραύμα της απώλειας της μητέρας της σε παιδική ηλικία και την ψυχρότητα της σχέση με τον πατέρα της. Ο τραυματισμός της πρωταγωνίστριας εξαρχής απεικονίζεται ως απόρροια του ψυχικού τραύματος που βιώνει, στην εντυπωσιακή εισαγωγή σεκάνς, ανάμεσα σε κόκκινους και μπλε φωτισμούς στα παρασκήνια της παράστασης, όπου η Ελίζ, που την ενσαρκώνει η καταξιωμένη μπαλαρίνα της Όπερας του Παρισιού Μαριόν Μπαρμπό, στον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, ανακαλύπτει την απιστία του παρτενέρ της ενώ η ίδια ερμηνεύει την προδομένη Ινδή ιέρεια Μπαγιαντέρα, στο ομώνυμο κλασικό μπαλέτο του Μαριούς Πετιπά, σε μουσική Λούντβιγκ Μίνκους.
Ο χαρακτήρας του φυσιοθεραπευτή, που υποστηρίζει την επιστήμη και την ιατρική πρόοδο, δίνοντας έμφαση στο μυστήριο του σώματος, επιμένει πως ο τραυματισμός της συνδέεται άμεσα με έναν χωρισμό που τον ένιωσε «ως το κόκαλο» και βρίσκεται σε αναζήτηση της νέας συμμετρίας της.
Στη σύγκριση κλασικού μπαλέτου-σύγχρονου χορού, κατά τη συζήτηση της Ελίζ με μια φίλης της μπαλαρίνα, επισημαίνονται μερικές βασικές διαφορές. Η μπαλαρίνα χαρακτηρίζει το μπαλέτο πιο αέρινο και ονειρικό, καθώς ο χορευτής ατενίζει τον ουρανό, σε αντίθεση με τον σύγχρονο χορό, όπου δεν υπάρχει ελαφρότητα, αλλά προσκόλληση στο έδαφος, ενώ σύμφωνα με την Ελίζ, αυτή η σύνδεση με τη γη συσχετίζεται με την πραγματικότητα.
Ο αναγνωρισμένος 48χρονος Ισραηλινός χορογράφος Χοφές Σεχτέρ, χορευτής και συνθέτης με έδρα το Λονδίνο, που εδώ ερμηνεύει τον εαυτό του, έχει συνθέσει και τη μουσική, ενώ οι εντυπωσιακές χορογραφίες στις πρόβες αποτελούν στιγμιότυπα της παράστασής του «Political Mother» (2010). Για τον Χοφές, ο χορός εκφράζει ανθρώπινες αδυναμίες, αμφιβολίες και φόβους και προτρέπει την πρωταγωνίστρια να χορέψει με διαφορετικό τρόπο. Πεπεισμένος πως «η αδυναμία είναι η νέα υπερδύναμη, όταν κανείς δεν είναι τέλειος», ο Χοφές επιμένει: «Όπως στα αμάξια αρέσει ο δρόμος και στα σώματα αρέσει η κίνηση, γιατί το σώμα υπάρχει για να ζήσει».
Εντυπωσιακές είναι και οι σκηνές, όπου οι χορευτές καταφέρνουν να υπερνικήσουν τη βαρύτητα, όπως ο Μεντί, που ξεδιπλώνει τη δική του απίστευτη χορογραφία ξυπόλυτος, σε μια μείξη καποέιρα, μπρέικντανς και χιπ-χοπ, στο ρυθμό του σαϊκεντέλικ φανκ «Vitamin C» (Can/1972).
Εξαιρετική είναι η τοποθέτηση στο πίσω πλάνο του πατέρα της Ελίζ, που παρακολουθεί την πρόβα, ενώ μπροστά του ξεχύνονται τρέχοντας οι χορευτές, στην κομβική στιγμή που η αναστάτωση διαπερνά την άτρωτη ως τότε αμυντική πανοπλία του. Εκείνη τη στιγμή, το στοίχημα των δυνατών αισθημάτων που προκαλεί το χορευτικό θέαμα, έχει κερδηθεί. Μετά από αυτό, βλέπει την κόρη του διαφορετικά.
Ο Κλαπίς καταφέρνει να ζωντανέψει τη χορευτική έκφραση συχνά με τη βοήθεια του μοντάζ, εναλλάσσοντας πλάνα από τις πρόβες, με κοντινά πλάνα μαγειρικής. Αντίστοιχα, παράλληλα πλάνα από τη διάγνωση της γιατρού με εικόνες της Ελίζ που τρέχει εντείνουν την αγωνία, με το ενδεχόμενο ενός ξαφνικού στραβοπατήματος.
Στο πετυχημένο σκηνοθετικό αποτέλεσμα συμβάλλουν και τα εύστοχα φλασμπάκ, όπου παρουσιάζεται αποσπασματικά η παιδική ηλικία της Ελίζ, μέσα από την ανάγνωση μιας επιστολής στην πεθαμένη μητέρα της, αποκαλύπτοντας πως αυτή επέμενε να την γράψει από έξι ετών στο μπαλέτο.
Στερεοτυπικές απόψεις διακωμωδούνται σε κωμικά στιγμιότυπα, όπως στη
φωτογράφηση με τα νυφικά, όπου η Σαμπρινά διαμαρτύρεται με τη διαιώνιση της «κλασικής πόζας» της γονατισμένης νύφης, υπό το περιφρονητικό βλέμμα του όρθιου γαμπρού.
Σε μια εποχή επαναπροσδιορισμού της δημόσιας εικόνας του γυναικείου σώματος, ο Κλαπίς εναντιώνεται στα κυρίαρχα κλισέ για νευρωτικές μπαλαρίνες και παρουσιάζει μια μπαλαρίνα που δεν είναι ανορεξική και ανοργασμική, ούτε παθαίνει κατάθλιψη μετά από σοβαρό τραυματισμό, αλλά επαναπροσδιορίζει την οπτική της στο χορό, μέσα από το μαγείρεμα και τον ερωτισμό, κάτι που δεν συναντάμε συχνά στο σινεμά. Η συνειδητοποίηση της Ελίζ πως οι ηρωίδες στο κλασικό μπαλέτο παρουσιάζονται μονίμως με τραγική μοίρα ενεργοποιεί τη δική της επιθυμία να αντιδράσει, θέτοντας τα πάντα σε αμφισβήτηση. Στον αντίποδα, αναδεικνύεται η συλλογική διάσταση στο συντονισμό μιας ομάδας σύγχρονου χορού, που την βοηθάει να ανακτήσει τη χαμένη πίστη στον εαυτό της, μέσα από το βλέμμα των άλλων. Η αξία της συνεργασίας αποτυπώνεται στις βόλτες στην παραλία με όλη την ομάδα χορού, με ενδεικτική την έμπνευση για χορογραφικές κινήσεις, τη σκηνή αντίστασης στη δύναμη του ανέμου που τους παρασέρνει.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO
Το «7o Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας–FeCHA» (25-31/5/2023), με 22 ταινίες, αφιέρωμα στο σύγχρονο βασκικό κινηματογράφο, μάστερκλας σεναρίου με τον Φέλιξ Βισκαρέτ και προβολές σε συνεργασία με τα φεστιβάλ Animasyros και Athens Pride, θα διεξαχθεί στους θερινούς κινηματογράφους Ελληνίς και Αελλώ, ενώ παράλληλες προβολές και δράσεις θα φιλοξενηθούν στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, την Ελληνοαμερικανική Ένωση, το Exile Room και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.