Λίγα λόγια στο Θέατρο Βράχων για τη μικρασιατική τραγωδία.

Λέγομαι Στέλιος Ελληνιάδης. Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσα στην Αθήνα. Το επώνυμό μου δεν είναι μεταγενέστερο, ούτε καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Είναι των παππούδων μου, μαρτυρία της ανθηρής ελληνικής παρουσίας στην Ανατολή.
Είναι αδύνατο να ξεχάσω, ούτε θέλω να ξεχάσω, πώς ανεβήκαμε στο πλοίο Άνκαρα, έχοντας μέσα σε μερικές βαλίτσες όλο μας το νοικοκυριό. Είχε φροντίσει η μητέρα μας, με μεγάλη μεθοδικότητα, να πάρουμε τα αναγκαία, όπως τα ρουχαλάκια τα δικά μου που ήμουνα οκτώ χρονώ και της αδερφής μου που ήτανε έξι, όλα ραμμένα απ’ τα χέρια της. Αλλά να πάρουμε και μια μεγάλη ποικιλία πραγμάτων που θα αντιπροσώπευαν ό,τι αφήναμε πίσω, σε ένα μεγάλο τριώροφο σπίτι στα Ταταύλα, ώστε στη νέα μας εγκατάσταση, σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα 49 τ.μ., στην πλατεία Αμερικής, να θυμίζουν τη γενέτειρά μας και να βοηθούν την προσαρμογή μας, στη νέα πατρίδα.
Ένα χαλί διπλωμένο στα τέσσερα, για να χωρέσει σε μια μεγάλη βαλίτσα… μερικά κουρδιστά μεταλλικά παιχνίδια, οικογενειακές φωτογραφίες από ευτυχισμένες στιγμές, δύο πουπουλένια μαξιλάρια κεντημένα με τα αρχικά μας, μια κολώνια λεμονιού, σχολικά βιβλία και τετράδια, μία κουβέρτα, ένα καλάθι με σύνεργα ραπτικής, μία άδεια κοσμηματοθήκη, λίγες χρυσές λίρες σε μια κρύπτη στο σακάκι μου για τον πρώτο καιρό… ένα πλήρες σερβίτσιο, μερικά μπιμπελό από πορσελάνη, ένα χυτό τσιγαροπιατάκι σε σχήμα ψαριού έργο του θείου Βασίλη που απελάθηκε αργότερα… δύο τραπεζομάντηλα με δαντέλες, ένα επιτραπέζιο ρολόι, ένας πίνακας ζωγραφικής που απεικονίζει τον μπεχτσίμπαμπα, το φύλακα που γύριζε τις νύχτες στους δρόμους για να ξυπνάει τους κατοίκους, χτυπώντας τη μαγκούρα του στο καλντερίμι, σε περίπτωση που έπιανε φωτιά κάποιο από τα περίτεχνα ξύλινα σπίτια… Τέτοια πράγματα, χρήσιμα ή συμβολικά. Όλα τα υπόλοιπα, εικονίσματα, ρούχα, κουβέρτες, έπιπλα, χαλιά, κουζινικά, κουρτίνες, βιβλία, κοσμήματα, διακοσμητικά, βάζα και πολυέλαιοι, όλα έμειναν για πάντα πίσω.
Ούτε την ελληνική σημαία, που είχε ράψει η μητέρα μας και την απλώναμε στο σαλόνι, με κλειστές κουρτίνες, ακούγοντας τον εθνικό ύμνο με τον οποίο έκλεινε το πρόγραμμα του ελληνικού ραδιοφώνου τα μεσάνυχτα, μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας. Το πέρασμα από το τελωνείο στο λιμάνι ήταν απαγορευτικό. Αφήσαμε πίσω για πάντα το ωραίο μας σχολείο στα Ταταύλα, αφήσαμε το εργαστήρι ζαχαροπλαστικής του πατέρα μας στο Εμίνονου, αφήσαμε τον Άγιο Δημήτριο που πηγαίναμε κάθε Κυριακή φορώντας τα καλά μας και το καφενείο Αραράτ που κάναμε ποδήλατο στην αυλή του.
Η Κύπρος αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της. οι Εγγλέζοι κρεμούσαν ή έκαιγαν με φλογοβόλα, παλικάρια σαν τον Καραολή και τον Δημητρίου, και έφερναν την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα πολέμου για να διατηρήσουν την κυριαρχία και τις βάσεις τους στο νησί. Όπως τότε, που παρότρυναν την Ελλάδα να εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία και μετά, την άφησαν, μόνη της, σε ένα αχανές πεδίο να καταρρεύσει. Αυτοί, τα βρήκανε με τους Τούρκους και δεν άφηναν ούτε να ανεβούν στα πολεμικά τους πλοία οι αλλόφρονες Ρωμιοί, που έπεφταν στη θάλλασα για να σωθούν. Οι σύμμαχοί μας… τη δεκαετία του ’20, του ’40, του ’50, του σήμερα.
Μείναμε στο προσφυγικό της θείας Χριστίνας, στην Κοκκινιά. Δούλευε στην καπνοβιομηχανία το πρωί και το απόγευμα έφτιαχνε κουρελούδες στον αργαλιό, μικρά έργα τέχνης από πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος… στο πάτωμα για χαλί, στο κρεβάτι και τον καναπέ για κάλυμμα, στον τοίχο για ζεστασιά και ντεκόρ. Είχε πολεμήσει τους Γερμανούς και έκανε την προσευχή της κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, παρακαλώντας για τους συνανθρώπους της. Χριστιανή και κομμουνίστρια, από το Παντείχι της Μικράς Ασίας, μας φιλοξένησε για λίγους μήνες στο μικρό πλίθινο σπιτάκι. Από προσφυγιά σε προσφυγιά ο Ελληνισμός, και από μετανάστευση σε μετανάστευση, ανέκαθεν.
Το 40% των κατοίκων της Αθήνας, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, τον Πόντο και την Καππαδοκία. Πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες εκδιώχτηκαν από την άλλη μεριά του Αιγαίου και της Θράκης σαν σκουπίδια. Σχεδόν άλλοι τόσοι πέθαναν. Και πάρα πολλοί πέρασαν βόρεια και ανατολικά στη Μαύρη Θάλασσα, στη Ρωσία και τη Γεωργία, και κάποιοι έφτασαν ως την Αμερική. Στη Θεσσαλονίκη, μέχρι το 1912, μόνο το 20-25% ήταν Έλληνες. Μετά, πλημμύρισαν τη Μακεδονία οι πρόσφυγες, από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, και άλλαξαν τις αναλογίες.
Δεν χωρούσαν πολλά πράγματα στους μπόγους που κουβαλούσαν όσοι τυχεροί επέζησαν και βρήκαν μέσο για να φτάσουν στην Ελλάδα. Ολόκληρος ο υλικός πολιτισμός τους εγκαταλείφθηκε.
Σχολεία, σχολεία, σχολεία! Μεγαλοπρεπή, όχι σαν αυτά που φτιάχνουν τώρα, σκέτο τσιμέντο και κάγκελα, που περισσότερο θυμίζουν φυλακές ανηλίκων παρά αίθουσες διδασκαλίας. Βιβλιοθήκες, νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, εκκλησίες, θέατρα, κινηματογράφοι, εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια χρυσοχοΐας, φαρμακεία, ζαχαροπλαστεία, κέντρα διασκέδασης, αρχοντικά σπίτια και απέραντες και ποικίλες καλλιέργειες, όλα έμειναν πίσω, από τη Σμύρνη ως την Τραπεζούντα και από τη Σινασό ως την Κωνσταντινούπολη.
Φίλες και φίλοι, όσοι πηγαίνετε στην Πόλη, να μην ξοδεύετε όλο το χρόνο σας στα παζάρια  με τα δερμάτινα και τα φαγάδικα με τα ιμάμ και τους μπακλαβάδες, για να περνάτε και από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, από το Ζωγράφειο και το Ζάπειο… να δείτε πώς ήτανε τα σχολεία μας και να πάρετε μια καλύτερη ιδέα για την κουλτούρα των Ελλήνων της Ανατολής.

 

Με λύρες, σαντούρια, βιολιά και ντέφια…
Αλλά, οι Ρωμιοί που έχασαν τη γη τους, τις περιουσίες και τα μνημεία τους, ύστερα από χιλιάδες χρόνια παρουσίας εκεί, έφεραν μαζί τους τις μουσικές και τα τραγούδια τους, μέσα στα οποία είναι ενσωματωμένη όλη η ζωή, η ιστορία και ο πολιτισμός της Ανατολής.
Με λύρες, σαντούρια, κανονάκια, βιολιά, μπουζούκια, λαούτα, τουμπελέκια, ντέφια και κιθάρες, εκφράζονται όχι μόνο τα συναισθήματά μας, αλλά και οι διαδρομές μας μέσα στην ιστορία, οι περιπέτειες και οι σχέσεις μας με πολλούς λαούς, με τους οποίους άλλοτε ήμασταν σε πόλεμο και άλλοτε σε ειρήνη, αλλά πάντοτε τους επηρεάζαμε και μας επηρέαζαν πολιτιστικά. Γι’ αυτό, υπάρχει τεράστιος και ανεκτίμητος πλούτος στις μουσικές από την Ιωνία, την Καππαδοκία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Μια εκπληκτική ποικιλία! Και μάλιστα, με ένα χαρακτήρα υπερτοπικό, αφού μπορούν να μεταφερθούν και να συγκινήσουν όλους τους Έλληνες απανταχού και διαχρονικά.
Τα τραγούδια αυτά, μέχρι σήμερα, δεν έχουν χάσει ούτε ίχνος από τη φρεσκάδα τους, είναι παραδοσιακά και σύγχρονα, υπερσύγχρονα θα έλεγα, γι’ αυτό παίζονται και τραγουδιούνται με τόση αγάπη από τους νέους, σε όλη την Ελλάδα.
Η Αρετή Κετιμέ είναι ακριβώς αυτό. Εκπροσωπεί το δημιουργικό κομμάτι της νεολαίας… ελληνικό, οικουμενικό, παραδοσιακό και μοντέρνο, ταυτόχρονα. Η Ντιλέκ Κοτς εκπροσωπεί τη φιλία των λαών στα Βαλκάνια, που όταν οι ξένοι δεν τους εξωθούν σε συγκρούσεις, αγαπιούνται και συζούν ειρηνικά. Ο Δημήτρης Τυπάλδος περνάει τα μηνύματα με τα παιδιά της χορωδίας, ενώνει γενιές και προβάλλει τις αρετές της συλλογικότητας. Τα παιδιά της χορευτικής ομάδας από την Ελευσίνα δίνουν ζωή στις εικόνες από τη Μικρά Ασία. Ο τιμώμενος της βραδιάς, ο μέγας μουσικός, Λάζαρος Κουλαξίζης, κοντά στα ογδόντα, μέρος της σπονδυλικής στήλης γύρω από την οποία αγκιστρώθηκε το ελληνικό τραγούδι και μεταφέρθηκαν αυτούσια ως τις μέρες μας τα χάδια και τα αρώματα του σπουδαίου πολιτισμού της Ανατολής. Η Γλυκερία, όπως και ο Στέλιος Φωτιάδης που είναι πίσω απ’ όλο αυτό το πανόραμα, εκπροσωπεί εμένα, κι εσάς, που αγαπάμε την Ελλάδα, τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας, δεν θέλουμε πολέμους και αγαπάμε τις τέχνες, τα γράμματα και τη δημοκρατία, που είναι η μεγάλη αξεπέραστη προσφορά του ελληνικού πολιτισμού στην ανθρωπότητα. Ενός πολιτισμού που πλημμυρίζει από αισθήματα, δημιουργία, ελευθερία, αλληλεγγύη και φως.
Επιβιώσαμε με πίστη σ’ αυτό τον πολιτισμό, και με την ίδια πίστη μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, ενωμένοι, και τη σημερινή κατοχή, τη σημερινή καταστροφή της Ελλάδας. Θα ανεβούμε ψηλότερα και δεν θα πέσουμε χαμηλά. Δεν θα επιτρέψουμε με σιδερογροθιές, λοστούς, μαχαίρια και αγκυλωτούς σταυρούς, σφάζοντας και λιντσάροντας, να ξαναφέρουν στη ζωή τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι που αιματοκύλισαν την ανθρωπότητα ή τον Παπαδόπουλο και τον Ιωαννίδη που επέβαλαν τη δικτατορία και ξεπούλησαν τη μισή Κύπρο.
Έχουμε αμέτρητους ήρωες. Τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τη Σαπφώ, τον Μακρυγιάννη, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Σκαλκώτα, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Τσαρούχη, τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Πικιώνη, τη Διδώ Σωτηρίου, την Έλλη Παπαδημητρίου, την Ευτυχία Παπαγιαννοποπούλου, τον Βίρβο, τον Καζαντζίδη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Νίκο Παπάζογλου και, παραλείποντας λόγω χρόνου και χώρου, αμέτρητους άλλους, τον Μανώλη Γλέζο, αυτόν τον ακόμα ενεργό πολίτη που κατέβασε, μαζί με τον αείμνηστο Λάκη Σάντα, τη ναζιστική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό από την Ακρόπολη… μ’ αυτούς συνδέουμε τα σύμβολα και με ιστό τα περίλαμπρά τους έργα τα ανυψώνουμε. Ούτε για να τυλίξουμε φονικά ρόπαλα χρησιμοποιούμε τη σημαία ούτε για να υμνήσουμε τις αλλεπάλληλες προδοσίες που ενδύονται τη στολή του πατριώτη.
Ελληνισμός σημαίνει άπλετο φως, από τον Παρθενώνα και τους Δελφούς, από την Αφροδίτη της Μήλου και τον Ερμή του Πραξιτέλη, από  την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, από τους αγωνιστές που θυσιάστηκαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας… φως και από τα υπέροχα τραγούδια της Σμύρνης, του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Κωνσταντινούπολης, που θα απολαύσετε απόψε. Σας ευχαριστώ.

Στέλιος Ελληνιάδης

(Με αυτόν, περίπου, τον «πρόλογο», μπροστά σε τρεις χιλιάδες θεατές, άνοιξε η συναυλία της Γλυκερίας και των συνεργατών της στο Θέατρο Βράχων, στο Βύρωνα, τη Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου, με αφορμή τα 90 χρόνια από τη μικρασιατική τραγωδία.)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!