Διορία μέχρι τον Δεκέμβριο διαμηνύει η Ε.Ε., υπό εσωτερικές πιέσεις η Τερέζα Μέι

Γράφει ο Ηλίας Σταθάτος

 

Μόλις 8 συνεδρίες έχει στη διάθεσή του το βρετανικό Κοινοβούλιο για την τελική διαβούλευση του νομοσχεδίου αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο θα τερματίσει την ισχύ των ευρωπαϊκών νόμων στη χώρα. Οι σχετικά λίγες, 66 σελίδες του, και οι 188 σελίδες τροπολογιών που προτάθηκαν πριν καν επανεκκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία, αποτελούν πεδίο μάχης για τους όρους εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. Μια μάχη η οποία στις σελίδες του Τύπου περιγράφεται με πληθώρα αριθμών και γραφημάτων. Σίγουρα απαραίτητα αλλά, παρακολουθώντας τις τελευταίες εξελίξεις, καθίσταται φανερό ότι τον τελευταίο λόγο για τις όποιες αποφάσεις θα καθορίσει η πολιτική ανάγκη.

Το κύριο αδιέξοδο στην παρούσα φάση μεταξύ Γηραιάς Αλβιώνας και ευρωπαϊκής «οικογένειας» είναι το ύψος της πληρωμής που πρέπει να καταβληθεί στην Ε.Ε. για την τακτοποίηση των υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, ώστε να εκκινήσουν άμεσα οι διαπραγματεύσεις για μια εμπορική συμφωνία και τη μεταβατική κατάσταση μετά το 2019. Κάτι που η βρετανική πλευρά φαίνεται πως επιθυμεί ιδιαίτερα, ενώ η Ε.Ε. διατρανώνει πως δεν θα συμβεί, εάν πρώτα δεν διευθετηθεί το οικονομικό θέμα. Κυρίως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται να επιζητά περισσότερα από τα περίπου 20 δισεκατομμύρια ευρώ που η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι υπεσχέθη.

 

Ο χρόνος πιέζει τη Βρετανία

Φυσικά, η οικονομική διάσταση είναι αν όχι σημαντικότερη, τουλάχιστον εξίσου σημαντική με την πολιτική. Το ποσό πληρωμής και η μορφή των διαπραγματευτικών σταδίων αποτελεί πεδίο κυριαρχίας. Και η κάθε πλευρά απαντά στα ακροατήριά της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μεσοπρόθεσμα βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση. Πολιτικά, το θέμα δεν έχει πολιτικό κόστος ώστε να επηρεάσει σημαντικά την εσωτερική πολιτική των κρατών μελών, με εξαίρεση την Ιρλανδία. Οικονομικά, η συνολική έκθεση των αγορών της Ε.Ε. στο ρίσκο μιας βρετανικής άτακτης φυγής είναι μεν αξιόλογη, αλλά, όπως τονίζουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες, διαχειρίσιμη, μιας και «είμαστε 27».

Ξανά, το πολιτικό στοιχείο δείχνει να κυριαρχεί. Όταν υπάρχει πολιτική βούληση, όπως έδειξε η διάσωση των γαλλο-γερμανικών τραπεζών και η συνακόλουθη επιβολή του μνημονιακού καθεστώτος στη χώρα μας, οι συνέπειες, όσο και βαριές και να είναι, δεν είναι απαγορευτικές. Η δημιουργία αρνητικού παραδείγματος και ο τιμωρητισμός αποτελούν αδιαμφισβήτητα πολιτικά εργαλεία. Αλλά με μικρό χρόνο ζωής. Το θετικό πρόσημο απουσιάζει, χωρίς κάποιο σύνολο αξιών, πολιτική συνταγή ή αναμενόμενο. Έστω κι έτσι όμως, ο χρόνος πιέζει κυρίως τη βρετανική πλευρά.

 

Σε αναζήτηση στρατηγικής

«Ανοίξαμε και σας περιμένουμε» είναι μια ταμπέλα πολύ συνηθισμένη στην είσοδο εμπορικών επιχειρήσεων. Εδώ το βρετανικό περιοδικό Prospect την αναποδογυρίζει νοηματικά, σε ένα αφιέρωμα υπό τον χαρακτηριστικό γενικό τίτλο «Η εμπορική αυταπάτη της Βρετανίας του Brexit». Αναφέρεται σ’ αυτό που απασχολεί ιδίως τη βρετανική πλευρά: μια νέα εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. – κάτι που Βερολίνο και Βρυξέλλες αρνούνται εάν το Λονδίνο δεν καταβάλει προηγουμένως υψηλό τίμημα για την αποχώρηση.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι παρουσιάζεται εσωτερικά διαιρεμένη, και ήδη μετρά δύο παραιτήσεις υπουργών: της πρώην υπουργού Διεθνούς Ανάπτυξης Πρίτι Πατέλ, για κρυφές συναντήσεις με ισραηλινούς αξιωματούχους, και του πρώην υπουργού Άμυνας Μίκαελ Φάλον, για σεξουαλική παρενόχληση. Η ίδια η πρωθυπουργός αμφισβητείται, και το περιθώριο πρωτοβουλιών της δεν είναι μεγάλο όσο προσπαθεί να συμβιβάσει την ανάγκη για συμφωνία, τις φράξιες του κόμματός της, αλλά και την άσκηση μιας πολιτικής που θα ικανοποιεί την εκλογική της βάση. Κάτι που δεν μπορούσε να καταστεί πιο εμφανές, όταν, κατά την πρόσφατη συνάντησή της με σημαντικούς επιχειρηματίες, τους παρακάλεσε να μεσολαβήσουν στις κυβερνήσεις τους, ώστε αυτές να «μαλακώσουν». Έλαβε ένα ηχηρό όχι, αλλά και την προειδοποίηση πως αν δεν υπάρξει πρόοδος μέχρι τη σύνοδο του Δεκεμβρίου, θα αρχίσουν να προετοιμάζονται για το «χειρότερο σενάριο» (την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς συμφωνία) και θα μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους από το νησί.

Ο δε διαπραγματευτής της Ε.Ε. Μισέλ Μπαρνιέ προειδοποίησε πως, αν η βρετανική πλευρά επιθυμεί να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις, τότε πρέπει να βελτιώσει τη προσφορά της μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες. Κάτι που θα επιφέρει πολιτικό κόστος. Ακόμη, το διαφαινόμενο «δώρο της» προς τους βουλευτές που τίθενται ενάντια σε ένα σκληρό Brexit χωρίς συμφωνία εξόδου, δηλαδή η πρόβλεψη τελικής ψηφοφορίας όταν η συμφωνία, ή μη, οριστικοποιηθεί, απορρίφθηκε – μιας και οι βουλευτές σωστά απόρησαν για το τι σημασία έχει μια αρνητική ψήφος σε μια κακή συμφωνία, αφού δεν προβλέπεται εναλλακτική πρόταση.

 

Το Brexit ως πολιτικό όπλο

Ένας από τους καίριους λόγους για τη διαφαινόμενη πολιτική ένδεια των Συντηρητικών είναι η απονομιμοποίηση του νεοφιλελεύθερου, κοσμοπολίτικου μοντέλου έπειτα από χρόνια σκληρής λιτότητας, και η απουσία διάδοχης πολιτικής συνταγής για το βρετανικό κατεστημένο. Ο Ντέιβιντ Κάμερον παραιτήθηκε πριν 16 μόλις μήνες. Η διάδοχός του, στον πολιτικό λόγο της αλλά και στο τελευταίο εκλογικό μανιφέστο της, που πέρασε εν πολλοίς στα «ψιλά», διέφερε ριζικά από το Συντηρητικό Κόμμα των τελευταίων 4 δεκαετιών. Λόγος ενάντια στις ελίτ και στις «άπληστες επιχειρήσεις», σεβασμός στην εργασία και άλλα, που σηματοδοτούν την προσπάθεια να επιστρέψουν στο κόμμα τα εκατομμύρια πολιτών που «απλά τα βγάζουν πέρα». Δεν είναι όμως αρκετά, ιδιαίτερα τη στιγμή που πρέπει να διασφαλίσει μια διαπραγμάτευση και τα συμφέροντα της τάξης πραγμάτων που τη στηρίζει. Άλλωστε, το «αντι-ελίτ» μήνυμα ανήκει στους Εργατικούς του Τζέρεμι Κόρμπιν, που ξέρουν να το κάνουν καλύτερα.

Αυτό το γεγονός η «ευρωσκεπτιστική» πτέρυγα δείχνει να το καταλαβαίνει. Διαβάζοντας την πλειονότητα των ελληνικών ρεπορτάζ για το θέμα, θα νομίζει κανείς ότι… γενετικά, ορισμένοι Συντηρητικοί δεν βλέπουν με καλό μάτι την Ε.Ε. Σίγουρα, η στάση μερίδων του κόμματος απέναντι στην Ένωση επηρεάζεται από την ιστορικά ιδιαίτερη σχέση του νησιού με την Ευρώπη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ο βρετανικός Συντηρητισμός απέκτησε μέσα σε αυτή τη σχέση. Ξανά όμως, η πολιτική διάσταση αποδεικνύεται κύρια. Το Brexit αποτελεί ίσως το μόνο πρόταγμα το οποίο μπορεί να συγκινήσει, να κινητοποιήσει, να παρουσιαστεί με θετικό πρόσημο, και να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό όπλο. Και χρησιμοποιείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πως οι περισσότεροι Συντηρητικοί με ηγετικές βλέψεις τοποθετούνται σκληροπυρηνικά υπέρ ενός «σκληρού» Brexit. Ακόμα και μη-χαρισματικές μορφές, όπως ο Τζέικομπ Ριζ-Μογκ, απολαμβάνουν όλο και μεγαλύτερη δημοσιότητα χάρη στην υποστήριξη μιας «δυναμικής» εξόδου από την Ε.Ε.

 

Καθοριστικά πεδία: Ιρλανδία και οικονομία

Το Brexit, και τα χαρακτηριστικά της βρετανικής πολιτικής οντότητας και οικονομίας, καθίστανται όλο και πιο πραγματικά. Για πρώτη φορά εδώ και αρκετά χρόνια το Λονδίνο συνέταξε και ενέκρινε τον προϋπολογισμό της Βόρειας Ιρλανδίας, που μέχρι τώρα αποτελούσε «βορειοϊρλανδική» υπόθεση. Πρόκειται για μια εξέλιξη ιδιαίτερα δυσμενή για την ειρηνευτική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής μεταξύ των Ιρλανδών Ρεπουμπλικάνων, που επιδιώκουν την ένωση με την υπόλοιπη Ιρλανδία, και των φιλοβρετανών «Ενωτικών». Το θέμα του συνόρου Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας, μετά το Brexit, πιέζει. Όπως πιέζονται και τα βρετανικά νοικοκυριά, από υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και ολοένα ακριβότερα τρόφιμα, παγωμένους μισθούς κ.λπ. Την ίδια στιγμή, οι θέσεις εργασίας, όπως ανακοίνωσε το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών, μειώθηκαν για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι σίγουρο πως το κόμμα των Συντηρητικών θα περιμένει πολλά από τον καγκελάριο Φίλιπ Χάμοντ, ο οποίος θα ανακοινώσει τον νέο προϋπολογισμό την επόμενη εβδομάδα. Αν δεν ανακοινώσει κάτι που θα αλλάξει την πολιτική ατμόσφαιρα (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο), θα είναι ο επόμενος που θα μπει στο στόχαστρο των συναδέλφων του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!