Οι διάλογοι του πληρώματος του Blue Horizon που δημοσιεύονται, σε δόσεις, τις τελευταίες μέρες σχετικά με τη δολοφονία του Αντώνη Καργιώτη είναι αποκαλυπτικοί. Μέλος του πληρώματος του πλοίου ζητά από τους υπόλοιπους να κάνει ομερτά για το περιστατικό ώστε να κουκουλωθεί το ζήτημα. Ακόμη περισσότερη εντύπωση όμως δημιουργεί όχι απλά η απόπειρα συγκάλυψης αλλά και η ύποπτα αφύσικη ψυχραιμία με την οποία φαίνεται, στα ηχητικά ντοκουμέντα, να γίνονται αυτές οι συζητήσεις, λίγες στιγμές αφού ένας άνθρωπος έχει χάσει την ζωή του.
Οπότε και εντείνονται τα ερωτήματα σε σχέση όχι μόνο με την αντίδραση του πληρώματος αλλά και με τη σιγουριά που φαίνεται να νιώθουν οι δράστες ότι το ζήτημα είναι εφικτό να περάσει στα ψιλά. Γιατί όμως αυτή η τερατώδης σιγουριά; Γιατί οι δράστες δεν αγχώθηκαν για την αντίδραση του Λιμενικού, δεδομένου ότι όπως και να έχει –ακόμη και αν μιλούσαμε για κάποιο τραγικό ατύχημα– οι ίδιοι έφεραν ευθύνη για τη μη τήρηση των κανόνων ασφαλείας; Αλλά και πέρα από το Λιμενικό, το να μπορεί να κουκουλωθεί ένας θάνατος ως ατύχημα με έναν «τρελό» λέει πολλά και για την έλλειψη ενδιαφέροντος, που πιθανόν να έδειχνε μέχρι σήμερα η πλοιοκτήτρια εταιρεία σε θέματα ασφαλείας, σε ατασθαλίες και σε ατυχήματα. Και αυτά διότι θα έπρεπε να είναι προφανές πως ο θάνατος ενός ανθρώπου, άσχετα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη, θα σήμαινε μια σειρά ερευνών και πιθανότατα επιπτώσεων για ένα τέτοιο περιστατικό.
Ωστόσο, η διερεύνηση για τις συνθήκες που επέτρεψαν όχι μόνο την δολοφονία αλλά και την απόπειρα συγκάλυψής της δεν φαίνεται να αφορούν την κυβέρνηση. Η παραίτηση Βαρβιτσιώτη, για την κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν το «αναγκαίο κακό» ώστε να αποδείξει ότι αντιλαμβάνεται την έννοια της πολιτικής ευθύνης. Πολιτική ευθύνη δεν είναι απλά να παραιτείται ένας υπουργός έπειτα από ένα τραγικό συμβάν. Βέβαια, το πολιτικό σύστημα της χώρας τα έχει γραμμένα στα παλιά του τα παπούτσια αυτά εδώ και χρόνια, έτσι που ακόμη και αν κάποιος παραιτηθεί, είναι μόνο για τους τύπους και το θεαθήναι (βλέπε παραίτηση Καραμανλή και υποψηφιότητα του ίδιου στις εκλογές έπειτα από τα Τέμπη).
Υπό κανονικές συνθήκες, αν πλέον κάτι είναι «κανονικό» στη χώρα μας, θα έπρεπε να γίνουν και πολλά άλλα. Καταρχήν, θα έπρεπε να υπάρξει άμεση πολιτική καταδίκη της εταιρείας, στην οποία είναι ένα ζήτημα αν μπορεί να εμπιστευτεί κανείς ένα τόσο μεγάλο και πολυσύχναστο δρομολόγιο. Επιπλέον, αντίστοιχα θα έπρεπε να υπάρξει και άμεση αναδιοργάνωση του Λιμενικού στο λιμάνι του Πειραιά, όχι μόνο σε επιτελικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο λειτουργίας και στελέχωσης. Αλλά και να ενταθούν οι έλεγχοι για τα πρωτόκολλα ασφαλείας, τη συμπεριφορά και την εκπαίδευση του προσωπικού σε όλα τα δρομολόγια ανεξαιρέτως.
Αντ’ αυτών η κυβέρνηση προχώρησε σε μια εναλλαγή προσώπων με τον Χ. Στυλιανίδη να αναλαμβάνει το ρόλο του υπουργού και τα υπόλοιπα θα τα βρουν οι ΕΔΕ και η δικαιοσύνη, τόσο απλά. Άλλωστε, και η επιλογή του Χ. Στυλιανίδη πέρα από την εμπιστοσύνη του Κ. Μητσοτάκη στο πρόσωπό του, δεν φαίνεται να πληροί κανένα άλλο κριτήριο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την θητεία του ως υπουργού Πολιτικής Προστασίας που κάθε άλλο παρά καλές εντυπώσεις άφησε.
Ι.Κ.