MANTZOYRANHSΟ Σωκράτης Μαντζουράνης έρχεται από την καρδιά της Αριστεράς και σ’ αυτήν παραμένει, όσες μπόρες και χαλάζια κι αν πέσουν, όσα κόμματα κι αν περάσουν, όσες αστοχίες, λάθη και συμφορές συμβούν. Με σταθερότητα στις αξίες, με ειλικρίνεια, με κριτική στάση και με χιούμορ γράφει, όπως και φέρεται.

Τα κείμενα στο καινούργιο του βιβλίο Πέντε λεπτά διάλειμμα, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καμπύλη, δημοσιεύτηκαν στον Δρόμο της Αριστεράς, βδομάδα παρά βδομάδα, σχολιάζοντας εύστοχα και καταγράφοντας διεισδυτικά τα «σημεία των καιρών», αυτής της εποχής που γεννήθηκε η ελπίδα και έγινε το μεγάλο πισωγύρισμα.

Από την παρουσίαση του βιβλίου, στην ΕΣΗΕΑ, ο Δρόμος παρουσιάζει αποσπάσματα από δύο από τις τρεις ομιλίες με τις οποίες ο Λαοκράτης Βάσης, ο Δημήτρης Αρβανίτης και ο Ρούντι Ρινάλντι αναφέρθηκαν στο συγγραφέα και τα κείμενά του. Συντονίστρια της παρουσίασης ήταν η δημοσιογράφος Αγλαΐα Κυρίτση.

 

∆ημήτρης Θ. Αρβανίτης: Από την προσδοκία στην απογοήτευση

Όταν πήρα το βιβλίο έβαλα στον εαυτό μου μία άσκηση. Να το διαβάσω ανάποδα. Από το τελευταίο κομμάτι με ημερομηνία 31/8/2015 ώς το κομμάτι με ημερομηνία δημοσίευσης 18/7/2012. Έκανα, δηλαδή, rewind όπως τότε που χρησιμοποιούσαμε κασέτες. Στο τελευταίο κείμενο αποφασίζει ένα διάλειμμα. Μια περίοδο αγρανάπαυσης, θα λέγαμε. Για να μην απογοητεύσει τους αναγνώστες του δηλώνει σίγουρος ότι δεν θα «επιτρέψουμε» το διάλειμμα αυτό να κρατήσει για πολύ. Το ρήμα σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Η συλλογικότητα που προανέφερα. Το κείμενο με ημερομηνία 18/7/2012 κλείνει με τη φράση «Να φτιάξουμε μια νέα Ελλάδα. Τέλος». Τη βάζει στο στόμα του Κωνσταντίνου Μ., μαθητή της ΣΤ’ ∆ημοτικού που δίνει ως απάντηση στο ερώτημα της δασκάλας: Τι προτείνετε για την κρίση;

…Τι κάνει αυτό το βιβλίο ικανό να ξαναδιαβαστεί από αναγνώστες που ήδη γνωρίζουν και ενδεχομένως να θυμούνται τα κείμενα που το αποτελούν;

Ας τελειώνουμε με την πιο απλή εξήγηση. Τα κείμενα αυτά δεν καταγράφουν απλά τις πολιτικές διαφοροποιήσεις του συγγραφέα από το κυρίαρχο ρεύμα της κομματικής και κυβερνητικής ομάδας που ανέλαβε την εξουσία τον Γενάρη του 2015. Δεν εκφράζουν και μόνο το θυμό ενός συνειδητοποιημένου αριστερού που πίστεψε ότι ένα εκλογικό ποσοστό, που για να επικρατήσει συναθροίστηκε με το ποσοστό ενός σχηματισμού που βρίσκεται στον αντίποδα, θα μπορούσε να κηρύξει και την επανάσταση.

Το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί γιατί είναι γραμμένο με τον μοναδικό τρόπο του Μαντζουράνη. Κατά τη γνώμη μου, οι μόνοι από αυτούς που ενημερώνονται τακτικά και συστηματικά για την πορεία των ελληνικών γραμμάτων που δεν θα βρουν ενδιαφέρον, είναι αυτοί που ακολουθούν και καταναλώνουν το συρμό του Μεταμοντέρνου και της γλωσσικής και εννοιολογικής αφασίας.

Τα κείμενα του βιβλίου είναι πρωτίστως πολιτικά, αλλά μπολιασμένα από το ταλέντο ενός ανθρώπου που μάλλον είναι γεννημένος αφηγητής, που κατορθώνει αβίαστα να σε τέρπει και κυρίως γιατί αυτός έχει στόφα συγγραφέα, αλλά δεν παίρνει πόζες. Ο Μαντζουράνης έχει καταγωγή από έναν τόπο που καλλιέργησε τον πολιτισμό. Τον ζηλεύω γιατί είναι συμπατριώτης, ανάμεσα σε πολλούς σπουδαίους, του Θεόφιλου και του Γιώργου Βακιρτζή, πάντα για τους δικούς μου λόγους. Γιατί σίγουρα γνώριζε την ύπαρξη του σαντουριέρη Γιάννη Ισαμλή ή Κακούργου από την Αγιάσο. Γιατί η πατρίδα του βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το Αϊβαλί του Φώτη Κόντογλου. Τα κείμενα του Σωκράτη είναι γεμάτα από πικρές και γλυκές μνήμες που από παιδί συλλέγει με σεβασμό και ικανότητα ενός βατσιμάνη. Ενός παρατηρητή, δηλαδή, που δεν αρκείται στο να κοιτάζει, αλλά προτιμάει να βλέπει.

Σας συνιστώ να διαβάσετε το βιβλίο από το τέλος προς την αρχή. Γιατί έτσι θα αισθανθείτε καλύτερα ότι αφήνετε την απογοήτευση, τη θλίψη, κάνοντας πέντε λεπτά διάλειμμα και έτσι θα οδηγηθείτε στον ενθουσιασμό, στην προσδοκία της αλλαγής της μοίρας μας, στη συγκρότηση της Αριστερής μας ουτοπίας που δεν κάμπτεται από τα όποια ιστορικά λάθη σχηματισμών, κομμάτων και προσώπων, αλλά πιστεύει ότι έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη.

 

Ρούντι Ρινάλντι: Άνθρωπος με κεφαλαίο Α

Έχω αποφασίσει να μην αυτολογοκρίνομαι, όσο μπορώ. Και θα σταθώ σε τρία ζητήματα.

Το πρώτο αφορά τη στάση του κόσμου του ΚΚΕ∙ πιο συγκεκριμένα, τη στάση επώνυμων στελεχών του ΚΚΕ, αφού έφυγαν από τον φορέα που υπηρέτησαν για χρόνια. Κεντρικό γνώρισμα είναι η έλλειψη αυτοκριτικής και μια νοσταλγική στάση (στην καλύτερη περίπτωση) και συχνά η συνέχιση «στο επόμενο επεισόδιο» σαν να μην έγινε τίποτα σοβαρό, σαν να μην ορθώθηκαν τεράστια ερωτήματα, σαν να μην υπάρχουν τεράστιες ευθύνες γι’ αυτά που υποστήριζαν και έπρατταν.

Κοντά στην έλλειψη αυτοκριτικής τοποθέτησης συνέχισαν, στην πλειοψηφία τους, μια στάση ξιπασιάς απέναντι σε ανθρώπους που προέρχονταν από άλλες ιστορικές διαδρομές της Αριστεράς και αυτό το βιώσαμε έντονα με την στάση τους απέναντί μας (στους «αριστεριστές», «αυτόνομους» κ.λπ. του παρελθόντος) και στη διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ. Για να είμαι συγκεκριμένος, υπάρχουν εξαιρέσεις και αναφέρω τους Ευτύχη Μπιτσάκη, Κώστα Κάππο, Δημήτρη Φύσσα, που ένιωσαν την ανάγκη να δουν απολογιστικά και αυτοκριτικά πολλά και διάφορα ζητήματα. Ξεχώρισε μέσα απ’ αυτόν τον κανόνα η στάση της ΚΕΔΑ, η οποία ήταν η μόνη συλλογικότητα που μας αντιμετώπισε σαν ίσος προς ίσο, συνεργάστηκε απλόχερα και ουσιαστικά μαζί μας και δώσαμε από κοινού ζωή στο εγχείρημα του Δρόμου, ακολουθώντας στην πράξη ένα άλλο παράδειγμα. Παραξένεψε και ξάφνιασε πολλούς αυτή η συνεργασία.

Ο Σωκράτης Μαντζουράνης είναι βαθιά αυτοκριτικός με την ουσιαστική έννοια και μπόρεσε να το πει λέγοντας «ας σωπάσουμε για λίγο», ας «κάνουμε ένα διάλειμμα». Και καταθέτει ένα βιβλίο σαν μια πράξη συμβολής στους δύσκολους και στείρους καιρούς που ζούμε, όχι για να αυτοπαινευτεί («τα έλεγα εγώ»), αλλά για να φωτίσει μια διέξοδο που πρέπει να βρούμε.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι ο Μαντζουράνης είναι κυρίως ανθρώπινος. Τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος με Α κεφαλαίο, ο Άνθρωπος.

Από τα δυο ποιο είναι κυριότερο, ο άνθρωπος ή ο κομμουνιστής; Μπορεί να θεωρούμε τον κομμουνιστή έναν άλλο τύπο ανώτερου ανθρώπου απέναντι στους άλλους ή σαν ένα άτομο δίπλα και κοντά στους άλλους ανθρώπους, από τους οποίους μαθαίνει, παίρνει δύναμη, δημιουργεί μαζί τους κίνημα, προχωρά πάντα ρωτώντας κι όχι αναγορεύοντας τον εαυτό του σε κάτι «σπέσιαλ και εξαιρετικό» επί της κοινωνίας και των άλλων ανθρώπων. Δεν ξεχνώ διόλου την προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος στην ανθρωπότητα, αλλά δεν αντέχω την αλαζονεία και ξιπασιά, την ευκολία να την «πέφτουν» ιδιαίτερα στους «καθυστερημένους», στο λαό που δεν καταλαβαίνει. Σε μια στιγμή, ο Μαντζουράνης θα αναρωτηθεί και θα διαπιστώσει: «Να πάρει ο διάβολος. Τόσο δύσκολα και βασανιστικά ανθρωπεύει ο άνθρωπος». Και αλλού θα δώσει το λόγο στον πατέρα του Μαρίνο που δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά Άνθρωπος, όταν τον ρώτησε γιατί βοήθησε με τρόφιμα τους τελευταίους αντάρτες στη Λέσβο αφού δεν ήταν με αυτούς. Του απαντά ο κυρ Μαρίνος: «Άσε τι είμαι. Άμα βγεις στη ζωή, ό,τι και να διαλέξεις, όποιο δρόμο πάρεις, πάντα να σέβεσαι και να στηρίζεις αυτούς που παλεύουν για τα ονείρατα του κόσμου».

Το τρίτο ζήτημα είναι η πολιτική σημασία του βιβλίου. Μέσα από τα κείμενα αυτά βγαίνει με πειστικό και επιχειρηματολογημένο τρόπο μια καταγραφή τριών βασικών πλευρών: α) η παντελής έλλειψη προετοιμασίας και η παντελής υποβάθμιση του λαϊκού παράγοντα, η ποδηγέτησή του σε συστημικό πλαίσιο, β) η βουλιμία για την εξουσία που μόλυνε και διέφθειρε ένα εγχείρημα, το πότισε με τον κυβερνητισμό, τη συνδιαλλαγή, το μικρότερο κακό και γ) την κατάπνιξη της ελπίδας και πώς αυτή μεθοδεύτηκε.

Τέλος, θέλω να πω πως το διάλειμμα του Σωκράτη όπου να ‘ναι πρέπει να τελειώνει, και οι αναγνώστες του Δρόμου περιμένουν να τον ανταμώσουν ξανά μέσα από τις στήλες του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!