Σωστά δεν μπορούν να προστεθούν τα αποτελέσματα κάθε φορέα της Αριστεράς, ώστε να προκύψει ένας ελπιδοφόρος διψήφιος αριθμός (πάνω κάτω όσο θα ήταν ένα «φυσιολογικό» ποσοστό της αριστεράς στη χώρα μας) γιατί η πολιτική κατεύθυνση διαφόρων μερών της άθροισης είναι σαφώς αποκλίνουσα μεταξύ τους. Τα τμήματα της Αριστεράς που θέλουν μια κεντροαριστερή διαχείριση δεν μπορούν να προστεθούν με εκείνα που την καταπολεμούν, έστω και φραστικά δια διακηρύξεων.
Επομένως, με τη διαπιστωνόμενη μετατόπιση προς τα αριστερά μέρους του εκλογικού σώματος, μάλλον εφαρμόζεται η προτροπή του σ. Ευτύχη Μπιτσάκη «παρόλα όσα, Αριστερά» και δεν πριμοδοτείται μια πολιτική κατεύθυνση, μια γραμμή, μια στάση με συνέχεια και προοπτική. Πρόκειται για μεταστροφή μιας μερίδας της κοινωνίας προς τα αριστερά, που ταυτόχρονα καταγράφεται σαν μια αργή και πιθανά απαισιόδοξη διαθεσιμότητα. Είναι απαισιόδοξη, γιατί δεν ελπίζει σε αυτή την Αριστερά, πλην όμως είναι διαθεσιμότητα.
Είναι ευχαριστημένοι αλλά δεν πανηγυρίζουν κιόλας. Όχι από μετριοφροσύνη αλλά από μια ορισμένη συναίσθηση. Είναι αυτοσυγκρατημένοι γιατί γνωρίζουν τα εξής: Μπορεί τα ταχτικά σχέδιά τους για επιβίωση – συγκράτηση ή και μικρή αύξηση των δυνάμεών τους να ευοδώθηκαν γι αυτό και είναι ευχαριστημένοι. Ξέρουν όμως πρώτο το γενικό τους αδιέξοδο που έρχεται από την έλλειψη μιας στρατηγικής και δεύτερο ότι οι ψήφοι είναι συγκυριακοί και δόθηκαν με βαριά καρδιά -όσο ποτέ άλλοτε- και δεν είναι επικρότηση μιας πρότασης ή μιας γραμμής. Το «παρόλα όσα, σας ψηφίσαμε» είναι πιο έκδηλο, πιο συνειδητό από κάθε άλλη φορά.
Δεν μπορούν να προστεθούν τα ποσοστά γιατί πράγματι η Αριστερά είναι διχασμένη όσον αφορά βασικές επιλογές. Όμως, το αίτημα για μια ενοποίηση υπάρχει και εκφράζεται. Είναι ένα αίτημα που έχει υπόσταση και για την κοινωνία (να ενωθεί απέναντι στους αντιπάλους), και για την Αριστερά (να σπάσει ο κατακερματισμός και ο εμφύλιος) και για το λαϊκό κίνημα (να συντονιστούν επιτέλους σοβαρά διάφορα τμήματά του). Το αίτημα αυτό εκπέμπεται και από το λαό με την ψήφο του. Κατά ποιο τρόπο; Όχι μόνο επειδή ο κόσμος συνεχώς θέτει αυτά τα ζητήματα (και μόνο κάποιος τελείως αποκομμένος δεν το ακούει), αλλά ο ίδιος ο λαός με την ψήφο του έχει προχωρήσει σε μια ενοποιητική υπέρβαση. Ψηφίζει ορισμένες πλευρές κάθε δύναμης της Αριστεράς και κάποιες άλλες ηθελημένα τις αγνοεί (που τις γνωρίζει καλά και τις απορρίπτει). Αυτό ήδη αποτελεί μια ενοποιητική υπέρβαση που δεν φαίνονται σε θέση να την κάνουν οι ηγεσίες της Αριστεράς στη βάση ενός μίνιμουμ προγράμματος.
Πολύ μικρό σε σχέση με όσα γίνονται…
Την ίδια στιγμή που τα επιτελεία της Αριστεράς αισθάνονται ευχαριστημένα με τα αποτελέσματα που έφεραν, δεν έχουν πολλά να υποσχεθούν και δεν έχουν κάποιο σχεδιασμό ρεαλιστικό να προσφέρουν στους ψηφοφόρους και στο κίνημα γενικότερα. Πρώτο, ο αστισμός και ιδιαίτερα η κυβερνητική παράταξη δεν βγήκε ιδιαίτερα λαβωμένη (μπορεί και αυτή να επιδεικνύει επιτυχίες), το αποτέλεσμα δεν κατέγραψε ένα σαφές «φύγετε» ή μια κατηγορηματική καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής. Δεύτερο, η Αριστερά δεν μπορεί να πανηγυρίζει ή να είναι και κάπως ευχαριστημένη, όταν εκατομμύρια ψηφοφόροι εγκαταλείπουν τα αστικά κόμματα και η ίδια δείχνει μια μικρή έως και μηδαμινή αύξηση ψήφων. Δηλαδή δεν καταγράφηκε κανένα σημαντικό κοινωνικό ρεύμα υπέρ της Αριστεράς. Τρίτο, η αποχή έδειξε πως εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι προτίμησαν να μην πάνε καθόλου να ψηφίσουν παρά να προτιμήσουν κάτι από τις ποικιλίες της Αριστεράς. Τέταρτο, 10% όσων ψήφισαν έδειξαν ότι δεν πείθονταν από κανένα συνδυασμό συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Αριστεράς. Όλα αυτά δεν μπορούν να εμπνεύσουν μεγάλη αισιοδοξία.
Ποιοτικά χαρακτηριστικά που ζητούν διέξοδο
Αν ισχύουν οι ισχυρισμοί ότι η αποχή είχε και πολιτικά χαρακτηριστικά: πως 14% όσων έκαναν αποχή είναι υπέρ της στάσης πληρωμών του χρέους, 47% θεωρεί επιτακτικό την αναδιαπραγμάτευση του χρέους και 27% βλέπει θετικά την αποδέσμευση από το ευρώ, αυτά σημαίνουν ότι έχουν συντελεστεί σοβαρές διεργασίες στις συνειδήσεις των ανθρώπων το τελευταίο διάστημα. Αυτές οι απόψεις επίσημα έχουν υποστηριχθεί είτε από τμήματα της Αριστεράς, είτε από οικονομολόγους, είτε από παράγοντες της οικονομίας. Με συνεκτικό και επιχειρηματολογημένο τρόπο, με πειστικότητα και επιχειρήματα από κανένα φορέα της Αριστεράς. Έτσι εμφανίζεται στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό μια έντονη μεταβατικότητα και ρευστότητα, και ειδικά στον κόσμο που αποδεσμεύεται από τις συμβατικές εκλογικές συμπεριφορές. Κάτω από άλλες συνθήκες αυτό θα πληρούσε μια τεράστια ευκαιρία εκτόξευσης και των ποσοστών της Αριστεράς. Αυτό δεν συνέβη. Η Αριστερά ενώ το είδε, ενώ το σημείωσε δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε ένα καινούργιο νόημα, σε ένα νέο πρόταγμα που η ίδια η εποχή ζητά. Η αποχή και το άκυρο και λευκό ξεπερνούσαν σε δυναμική τα δικά της ποσοστά. Ποια η βασική αιτία;
Η μεγάλη απουσία
Η Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της και σαν σύνολο, αδυνατεί να διατυπώσει μια πειστική και ρεαλιστική πρόταση οικονομικής και πολιτικής διεξόδου της χώρας. Η Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, δεν έχει να παρουσιάσει μια πολιτική γραμμή, έναν σοβαρό λόγο μεταβατικής πρότασης που να μπορεί να συσπειρώσει το μεγάλο λαϊκό ρεύμα που απαιτεί και είναι διαθέσιμο να αντισταθεί (σε Μνημόνιο, τρόικα κ.λπ.), εφόσον θα έβλεπε μια στοιχειώδη προοπτική. Να προχωρήσει σε μια αντιμετώπιση της πιο σκληρής επίθεσης που δέχθηκε ο κόσμος της εργασίας, σε μια ανάσχεση της διάλυσης της κοινωνίας και της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας. Το αστείο είναι πως οι πλέον κερδισμένες δυνάμεις στις πρόσφατες εκλογές –στα πλαίσια πάντα που μιλάμε- θεωρούν οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοιες προτάσεις και λογικές, κάτι σαν «συνδιαχείριση» του καπιταλισμού. Έτσι, ενώ βοά η ανάγκη για μια συνολική πρόταση διεξόδου από την κρίση και ρήξης με τον αστισμό, γίνεται μια διελκυστίνδα για το ποιος είναι πιο πούρος αντικαπιταλιστής και ποιος είναι πιο συνεπής υποστηρικτής μιας νέας λαϊκής εξουσίας και νέας λαϊκής οικονομίας… Ακόμα χειρότερα, όταν οι «ανατροπές», οι «επαναθεμελειώσεις», οι «ανυπακοές» δεν συνοδεύονται με άμεσες πολιτικές αιχμές: π.χ. να φύγει η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου (ο μόνος που το έλεγε ρητά και κατ’ επανάληψη ήταν ο Αλέκος Αλαβάνος).
Ο αστισμός μπόρεσε μέχρι τώρα να διαχειριστεί την κρίση. Να συνδέσει την πολύπλευρη διαχειριστική του ικανότητα με γενικά συνθήματα, όπως την αποφυγή της χρεοκοπίας της χώρας, τη συνέχιση της πορείας διάσωσης της χώρας ή το χάος κ.λπ., που συσκοτίζουν την ουσία της πολιτικής του, αναπαράγουν φοβίες και κατά τρόπο ψευδεπίγραφο τον κάνουν να ξεχωρίζει από την κριτική που δεν έχει εναλλακτική πρόταση. Η Αριστερά έδειξε ότι απλά αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση με μια ήπια μορφή λόγου και πράξης, μια αντιπολίτευση χαμηλής έντασης και δεν έχει θέσει διόλου το αίτημα να φύγει η κυβέρνηση. Πράγμα που δεν θα μπορούσε να θέσει αφού δεν είχε όραμα ούτε και μια εναλλακτική πρόταση να καταθέσει και αυτές τις ελλείψεις τις καλύπτει κάτω από ένα διεκδικητισμό ή μια αόριστη μελλοντική γενικολογία. Επιπρόσθετα τα δύο μεγαλύτερα σχήματα της Αριστεράς χλευάζουν κάθε αναφορά για «νέα καθεστωτική φάση», για «ιδιότυπη κατοχή» και δεν θέτουν κανένα ζήτημα για έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Ο μεν ΣΥΝ εναποθέτει όλα σε νέους συσχετισμούς σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, το δε ΚΚΕ βλέπει λύσεις μόνο στα πλαίσια μιας λαϊκής εξουσίας – οικονομίας και μέχρι τότε πρέπει να πειστεί ο λαός για την αλήθεια της πρότασης αυτής ψηφίζοντας βασικά ΚΚΕ και μετέχοντας σε κάποια από τις παρατάξεις που δημιουργεί γύρω του. Αυτό είναι το «μέτωπο» που βλέπει και μπορεί να σηκώσει ως οργανισμός.
Τι αναζητείται και υπό ποιους όρους;
Η Αριστερά όπως την γνωρίζουμε αλλά και οι προτάσεις που παράγονται μέσα στους οργανισμούς της δεν είναι σε θέση να αντικρούσουν την αστική επίθεση. Δεν είναι σε θέση να ενώσουν ότι είναι δυνατόν να ενωθεί και να το μετασχηματίσουν δια της πολιτικής πρότασης και παρέμβασης σε δυναμικό στοιχείο, σε πρωταγωνιστικό στοιχείο της ελλαδικής πραγματικότητας.
Αναζητείται επομένως η πολιτική, το μέτωπο, οι προτάσεις και το εγχείρημα που μπορεί να γονιμοποιήσει και να δώσει υπόσταση σε μια μεταβατική ρεαλιστική πρόταση διεξόδου (ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα εγχείρημα με εμβέλεια που πνέει τα λοίσθια και πρέπει να βγουν συμπεράσματα και για την άνοδό του και την πτώση του). Αναζητείται ο αριστερός ριζοσπαστισμός που θα δώσει διέξοδο στην συσσωρευμένη οργή, που θα μπορέσει να την μετατρέψει σε δύναμη και πρόταση, που θα εκφράσει ανάγκες και θα μιλήσει μια γλώσσα που θα μετασχηματίζει την κοινωνία, τη χώρα και την Αριστερά. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν με φυγή από την κοινωνία αλλά με φυγή από μικρόκοσμους και περιοριστικές αντιλήψεις (δογματισμός – σεχταρισμός). Αν δώσουμε ζωή σε εγχειρήματα που θα θέτουν την πολιτική και την στρατηγική στο επίκεντρο και με τόλμη ατενίσουμε την έρημο που πρέπει να διαβούμε. Αν απορρίψουμε την νοσταλγία και τις φαντασιώσεις και περπατήσουμε στα χνάρια των αναγκών και της κοινής λογικής που έχει εγκαταλειφθεί. Αν αποφύγουμε με διάρκεια την αλαζονεία και την ξιπασιά, αναλογιζόμενοι πως όσα έχουμε να ξεφορτωθούμε είναι μάλλον περισσότερα από όσα πρέπει να κρατήσουμε και αυτά που έχουμε ανακαλύψει στην πορεία της αναμόρφωσής μας είναι πολύ λιγότερα από όσα χρειάζονται έστω και σαν αφετηρία, τότε πρέπει να ανακαλύψουμε, μέσα από την πράξη, ακόμα περισσότερα από όσα φανταζόμαστε σήμερα αναγκαία. Σε τι κατάσταση βρίσκει η δεύτερη δεκαετία το ανατρεπτικό κίνημα στον κόσμο; Σε τι κατάσταση είμαστε στην Ελλάδα; Τι πρέπει και προς ποια κατεύθυνση να αλλάξει;
Η ενωτική, μαζική, αγωνιστική, ρεαλιστική, μετωπική, αλληλέγγυα, λαϊκή, απλή, απλόχερη και ευρύχωρη, χειραφετητική, αξιοπρεπής και ανθρώπινη πρόταση πρέπει να αρθρωθεί: μέσα στην κοινωνία, σε όλη τη χώρα, μέσα στην Αριστερά. Για να τα αλλάξει, να τα μετασχηματίσει συθέμελα μαζί με την κοινωνία, όχι ερήμην της και όχι σε βάρος της. Μπορούμε;