Σενάρια και προετοιμασίες συστημικής διαδοχής

του Βασίλη Ξυδιά

 

Οι αρχιτέκτονες του πολιτικού συστήματος γνωρίζουν πολύ καλά ότι με τον Αλ. Τσίπρα έχουν απλώς κερδίσει χρόνο. Και επειδή κανείς δεν ξέρει πόσος είναι αυτός ο χρόνος, ούτε πώς ακριβώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, οφείλουν να προετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα. Ή, ακόμα καλύτερα, οφείλουν να τα προλάβουν. Όσο λοιπόν ο Τσίπρας μάχεται στην πρώτη γραμμή υπέρ της επιβίωσης και της στοιχειώδους υποστύλωσης του σαθρού και υπό κατάρρευση πολιτικού οικοδομήματος -με αξιοσημείωτη, πρέπει να ομολογήσουμε, επιτυχία- η κυβερνώσα ολιγαρχία έχει μια πολυτέλεια που δεν είχε πριν από ένα ή δύο χρόνια: να αρχίσει να σκέφτεται το μέλλον.

Ένα πρώτο σενάριο, που βρίσκεται ήδη πάνω στο τραπέζι, είναι αυτό της λεγόμενης «οικουμενικής». Όμως η «οικουμενική», είτε στην αμιγώς πολιτική της εκδοχή, είτε στην τεχνοκρατική της παραλλαγή, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει διέξοδο στρατηγικού χαρακτήρα. Μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διαχείριση μιας ξαφνικής πολιτικής κρίσης, όπως συνέβη με την κυβέρνηση Παπαδήμου, αλλά δεν μπορεί να απαντήσει στα βαθύτερα συστημικά αδιέξοδα. Για την ώρα προβάλλεται ως η πιο πρόσφορη λύση στο πρόβλημα της κοινοβουλευτικής αριθμητικής – ενώ χρησιμοποιείται βέβαια από μέρος των παλαιοσυστημικών δυνάμεων για να εκβιάζουν τη νεοσυστημική κυβέρνηση στις μεταξύ τους αντιθέσεις. Τίποτα, όμως, απ’ όλα αυτά δεν βλέπει αρκετά μακριά.

Κάπως πιο φιλόδοξα είναι τα σχέδια αναπαλαίωσης του δικομματισμού μέσα από τη συγκρότηση ενός νέου κεντροαριστερού πόλου από τη μια, και μιας ανανεωμένης δεξιάς ή κεντροδεξιάς παράταξης από την άλλη. Και αυτό όμως το σενάριο είναι απολύτως ανεπαρκές ως απάντηση στα συστημικά αδιέξοδα. Διότι το συστημικό πρόβλημα δεν περιορίζεται στην τυπική εκλογική νομιμοποίηση των κυβερνήσεων. Οι ανάγκες για μια αυταρχική μεταδημοκρατία που θα δώσει βάθος και προοπτική στο μνημονιακό καθεστώς είναι πολύ ευρύτερες. Πρέπει να απαντηθούν μια σειρά από ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αποτελεσματική κυριαρχία της ελίτ – τόσο σε λειτουργικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο.

Το πρόβλημα, στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι άλυτο. Για δύο λόγους: (α) Πρώτα απ’ όλα διότι η έξωθεν επιβεβλημένη καταστροφή της κοινωνίας και της οικονομίας της χώρας είναι τόσο μεγάλη και ριζική, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο δημοκρατικής ηγεμόνευσης επί του πληθυσμού με τους γνωστούς τρόπους. (β) Και δεύτερον, διότι οποιαδήποτε λύση συστημικού χαρακτήρα θα έπρεπε να περιλάβει την υποτυπώδη, έστω, εξυγίανση της διεφθαρμένης και παρασιτικής ολιγαρχίας – πράγμα που με έναν τρόπο ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή το Ποτάμι ή άλλες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις. Κάτι τέτοιο, όμως, θα σήμαινε την αυτοακύρωση της «υπαρκτής» ολιγαρχίας στο όνομα ενός γενικού και αόριστου εκσυγχρονιστικού πατριωτισμού της. Και όπως έχει αποδειχθεί ήδη από τη δεκαετία του ’90, ο αυτο-εκσυγχρονισμός των από πάνω δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια υποκριτική ρητορική για την παραπλάνηση του κόσμου.

 

«Τρύπες στο νερό»

Επομένως, δεν μένει άλλο στην κυβερνώσα ελίτ από το να φαντάζεται και να σχεδιάζει μακροπρόθεσμες «τρύπες στο νερό». Μία απ’ αυτές είναι, όπως φαίνεται, η επιστροφή του Βασιλιά. Όχι βέβαια ως επαναφορά της βασιλείας, αλλά ως ένας νέος ιδεολογικός και πολιτικός πόλος με οργανωτικό και συμβολικό κέντρο τη βασιλική οικογένεια. Το ενδεχόμενο ενός κόμματος του οποίου θα ηγείτο άμεσα ή έμμεσα ένας από τους γιους του Κωνσταντίνου -άλλοι λένε για τον Παύλο και άλλοι για τον Νικόλαο- και το οποίο θα επιχειρήσει να ανανεώσει την κλασική Δεξιά, με φιλοδοξίες να επεκταθεί και πέραν αυτής, συζητιόταν σιωπηλά σε διάφορους κύκλους εδώ και πολύ καιρό. Αλλά η πρόσφατη πανηγυρική έκδοση της προσωπικής βιογραφίας του Κωνσταντίνου από Το Βήμα, έφερε το θέμα ανοιχτά στη δημοσιότητα.

Πολλοί θα το θεωρήσουν αστείο, αλλά έτσι κι αλλιώς η ελληνική ολιγαρχία έχει μάθει να κυβερνά με τη διαρκή ανακύκλωση του πολιτικού προσωπικού της. Γιατί να μη σκεφτεί κάτι ανάλογο σε μια πιο ευρεία κλίμακα: την υπέρβαση της μεταπολίτευσης με ένα άλμα στο παρελθόν. Κάτι ανάλογο δοκιμάστηκε άλλωστε και στην περίπτωση άλλων βαλκανικών μετασοσιαλιστικών μεταπολιτεύσεων. Μπορεί, λοιπόν, να μην είναι καθόλου κακή ιδέα. Πολύ περισσότερο αν το όλο εγχείρημα μπορέσει να απαγκιστρωθεί από τους ακραιφνείς ακροδεξιούς φιλοβασιλικούς κύκλους, πράγμα για το οποίο φαίνεται να έχει ήδη γίνει κάποια προεργασία. Ενδιαφέρον απ’ αυτή την άποψη έχει η εμπλοκή του ΔΟΛ, που όπως μας θύμισε ο Δ. Ψαρράς (Η τρίτη στέψη του… Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ, Εφ.Συν. 23/11/2015), δεν είναι πρώτη φορά που κάνει κάτι ανάλογο. Πριν από δεκαπέντε χρόνια υπήρξε μια πολυσέλιδη συνέντευξη του τέως στον Θ. Λάλα (Βημαgazino 3/6/2001) και μια άλλη πέντε χρόνια αργότερα στον Αλ. Παπαχελά (σε συνέχειες: 29/1 έως και 12/2/2006). Γι’ αυτό ίσως και ο Στ. Ψυχάρης, έχοντας τη μύγα, έσπευσε τώρα να διαβεβαιώσει τους «επιρρεπείς σε συνωμοσιολογίες» ότι το συγκρότημα δεν «μαγειρεύει πολιτικές ανατροπές».

 

Σε δύο βάρκες

Τα είπε αυτά ο εκδότης του Βήματος διότι γνωρίζει πως κυκλοφορούν στην πολιτική πιάτσα φήμες που εμπλέκουν στην υπόθεση του φιλοβασιλικού κόμματος το όνομα του γιου του, Ανδρέα Ψυχάρη, μαζί με αυτά του Μάκη Βορίδη και του Απ. Τζιτζικώστα. Γεγονός που προσδίδει άλλη σημασία στην υποψηφιότητα του τελευταίου για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας και εξηγεί, πιθανότατα, την αναπάντεχη μετατροπή του από αουτσάιντερ σε φαβορί. Δεν είναι μόνο το παλαιότερο ακροδεξιό του προφίλ και οι γνωστές οικογενειακές διασυνδέσεις του με τον τέως. Είναι και ο ριζικός τρόπος με τον οποίο μιλά για την ανάγκη στρατηγικού αναπροσανατολισμού της συντηρητικής παράταξης, κάνοντας λόγο για ένα νέο «εθνικό σχέδιο». Και θυμίζουμε ότι στην πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research για Το Βήμα, την οποία σχολιάσαμε στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου (Η κοινή γνώμη σε σύγχυση), στο σχετικό ερώτημα για το ποια πρέπει να είναι η προτεραιότητα της Νέας Δημοκρατίας, το 38,6% των ερωτηθέντων, δηλαδή η σχετική πλειοψηφία, είχε προκρίνει την ανάγκη «ενός εναλλακτικού σχεδίου για την Ελλάδα». Κάτι που ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με τη ρητορική του Τζιτζικώστα.

Φαίνεται ότι η κυβερνώσα ολιγαρχία ποντάρει, προς το παρόν, και στα δύο σενάρια: Και στη με κάθε μέσο υποστύλωση του πολιτικού συστήματος (Τσίπρας, οικουμενική κ.τ.ό.), και στην υπό προϋποθέσεις υπέρβασή του. Όσο θα βαθαίνουν τα συστημικά αδιέξοδα, τόσο πιο καθαρά θα διακρίνονται τα σημάδια της πολιτικής ανατροπής. Κι αν δεν την κάνει ο λαός, δεν αποκλείεται να την κάνει το Κολωνάκι. Βεβαίως θα είναι φάρσα… αλλά δεν θα είναι καθόλου αστείο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!