ΜΕΡΟΣ Β΄ Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ
Στη διάσκεψη του Πότσδαμ, στα περίχωρα του Βερολίνου, από τις 17 Ιουλίου έως τις 2 Αυγούστου 1945, πήραν μέρος οι επικεφαλής των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων, της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν, των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν (που είχε πάρει τη θέση του προσφάτως αποθανόντα Ρούσβελτ) και του Ουίνστον Τσόρτσιλ που στη διάρκεια της διάσκεψης αντικαταστάθηκε από τον Κλέμεντ Άτλι επειδή εντωμεταξύ έχασε τις εκλογές από το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία. Ας σημειωθεί ότι ο Άτλι ήταν μέλος της κυβέρνησης του Τσόρτσιλ. Το Πότσδαμ είχε καταληφθεί από τα σοβιετικά στρατεύματα στις 27 Απριλίου 1945. Στη συνέχεια, αφού αποκαταστάθηκε σχεδόν εκ θεμελίων, έχοντας υποστεί τεράστιες καταστροφές σε κτήρια, μνημεία και υποδομές κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ, αποτέλεσε κέντρο σπουδών και παραγωγής του ανατολικογερμανικού κινηματογράφου.
Με τη Διάσκεψη του Πότσδαμ, προέκταση της Διάσκεψης της Γιάλτας, οι τρεις ηγέτες διευθέτησαν περαιτέρω την μεταπολεμική κατάσταση. Οριστικοποίηση συνόρων, σφαίρες επιρροής, οικονομική βοήθεια, πολεμικές αποζημιώσεις, αποναζιστικοποίηση, πλήρης αφοπλισμός και χωρισμός σε τέσσερις ζώνες της Γερμανίας, μετακινήσεις γερμανικών πληθυσμών κ.λπ. Όμως, οι Δυτικοί είχαν ήδη αρχίσει να διαχωρίζουν τη θέση τους από τους Σοβιετικούς, χωρίς ακόμα να το ομολογούν. Ο Τσόρτσιλ, που στη διάρκεια του πολέμου εκθείαζε με γλοιώδη τρόπο τον Στάλιν, πίεζε τους Αμερικάνους να αφήσουν τους Σοβιετικούς έξω από κάποιες σημαντικές ρυθμίσεις, όπως η εκκρεμότητα της Ιαπωνίας που είχε καταρρεύσει, αλλά δεν είχε παραδοθεί σύμφωνα με τους όρους που έθεταν οι Αμερικάνοι. Και σ’ αυτό συμφωνούσε ο Τρούμαν με τον Τσόρτσιλ. Οι Εγγλέζοι έτσι κι αλλιώς δεν είχαν πια τα φόντα να κάνουν κουμάντο στην Ανατολή. Οι Αμερικάνοι ήταν η ανερχόμενη υπερδύναμη. Αποφάσισαν, λοιπόν, να μην εμπλέξουν τον Στάλιν πάρα πολύ στο ζήτημα της Ιαπωνίας. Δεν θέλανε καθόλου να ασκεί επιρροή στην Άπω Ανατολή. Εξάλλου είχαν πια έτοιμη την ατομική βόμβα.
Όπως έγραψε η εφημερίδα The Japan Times, σύμφωνα με ντοκουμέντα που αποχαρακτηρίστηκαν μόλις το 2013 από την U.S. National Archives and Records Administration, «η Βρετανία υποστήριξε τη χρήση ατομικών βομβών από τις ΗΠΑ εναντίον της Ιαπωνίας περίπου ένα μήνα πριν από τη ρίψη της πρώτης βόμβας στη Χιροσίμα. Η βρετανική κυβέρνηση εξέφρασε επίσημα την υποστήριξή της για τη χρήση του νέου όπλου κατά της Ιαπωνίας στην Επιτροπή Συντονισμένης Πολιτικής (CPC) στην Ουάσινγκτον στις 4 Ιουλίου 1945. Η επίσημη βρετανική συμφωνία έγινε μετά τη συμφωνία μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ και του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ στη Νέα Υόρκη για τη χρήση της ατομικής βόμβας κατά της Ιαπωνίας όταν αυτή θα είναι έτοιμη. Λίγες μέρες μετά τη συνάντηση αυτή, οι ΗΠΑ δοκίμασαν την πρώτη ατομική βόμβα στο Νέο Μεξικό.
Σήμερα, οι περισσότεροι σοβαροί ιστορικοί, με πλούσιο υλικό από πολλά αρχεία, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικάνοι δεν έριξαν τις ατομικές βόμβες για τους λόγους που οι ίδιοι επικαλέστηκαν και -με την ισχύ και τα μέσα που πλέον διέθεταν- επιβάλλανε μεταπολεμικά ως τη μόνη αλήθεια.
Ιαπωνία – Σοβιετική Ένωση
Απ’ την άλλη, οι Ιάπωνες έβρισκαν πιο αξιόπιστους και μετριοπαθείς τους Σοβιετικούς και υπολόγιζαν στη διαμεσολάβησή τους για να παραδοθούν. Όμως, οι Αμερικάνοι, μονομερώς, αποφάσισαν να ρίξουν εσπευσμένα την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα ώστε να αποκλείσουν κάθε ενδεχόμενη ανάμειξη των Σοβιετικών. Επίσης, μ’ αυτό τον τρόπο, έστελναν κι ένα σαφές μήνυμα ότι αυτοί θα ήταν οι κυρίαρχοι στην Άπω Ανατολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι έριξαν τη βόμβα στη Χιροσίμα αμέσως μετά τη λήξη της πολυήμερης συνδιάσκεψης στο Πότσδαμ. Τους Σοβιετικούς είχαν κυρίως κατά νου και την επιβολή του ρόλου των ΗΠΑ παγκόσμια. Οι Ιάπωνες ήταν κιόλας καμένοι κι ανήμποροι.
Όταν, στις 26 Ιουλίου, έστειλαν στην Ιαπωνία τη διακήρυξη-τελεσίγραφο να παραδοθεί, αν και χωρίς ρητή προθεσμία, οι υπογραφές ήταν των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της εθνικιστικής Κίνας. «Η Ιαπωνία πρέπει να συμφωνήσει άμεσα σε άνευ όρων παράδοση ή να αντιμετωπίσει την πλήρη καταστροφή της. Δεν θα παρεκκλίνουμε από τους όρους μας. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Δεν θα ανεχθούμε καθυστερήσεις.» Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα του τελεσίγραφου. Κι αυτό ήταν και το βασικό εμπόδιο για τη συμφωνία παράδοσης, αφού οι Ιάπωνες δεν θα παρέδιδαν τον αυτοκράτορα στους Αμερικάνους σαν εγκληματία.
Η Σοβιετική Ένωση δεν είχε καν κηρύξει τον πόλεμο στην Ιαπωνία, αλλά είχε ενημερώσει από τη Γιάλτα, ότι θα το κάνει, αν χρειαστεί, όταν θα έχει καθαρίσει με τους Γερμανούς ναζί. Τελικά, κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία, εξαναγκασμένη πλέον από τις ραγδαίες εξελίξεις που σηματοδοτήθηκαν από την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Αυτή, όμως, η κήρυξη πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση, είχε καταλυτική επιρροή στους Γιαπωνέζους. Δεν μπορούσαν πλέον να υπολογίζουν σε κανένα. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η ενέργεια των Σοβιετικών, και όχι η πρώτη ή η δεύτερη βόμβα, επιτάχυνε την απόφαση της ιαπωνικής ηγεσίας να παραδοθεί.
Στρατηγοί εναντίον
Με άρθρο του στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας The Independent, ο γνωστός δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ με σαφήνεια διατυπώνει την άποψη ότι ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι αποτελεί έγκλημα πολέμου, επισημαίνοντας ότι οι Ιάπωνες ήταν έτοιμοι να παραδοθούν και επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, τον «Καίσαρα» των Βρετανών ιστορικών A J P Taylor που έχει γράψει ότι σύμφωνα με μαρτυρία Αμερικανού αξιωματούχου η βόμβα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί επειδή είχαν ξοδευτεί πάρα πολλά χρήματα για την κατασκευή της. [πάνω από δύο δισ. δολάρια] Εάν αποτύγχανε, πώς θα δικαιολογούσαν αυτή την τεράστια δαπάνη; Γι’ αυτό όταν η βόμβα έπεσε η ανακούφισή τους ήταν πελώρια.»
«Το να χρησιμοποιήσεις τις ατομικές βόμβες για να αποτεφρώσεις στην κυριολεξία εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά, αν αυτό δεν είναι έγκλημα πολέμου, τότε τι είναι;» έγραψε ο Mehdi Hasan στο New Statesman.
Ιστορικοί που δεν αναπαράγουν την επίσημη αφήγηση, όπως ο Gar Alperovitz, υποστηρίζουν ότι η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ήξερε ότι οι βόμβες δεν ήταν απαραίτητες. Όμως, ήταν χρήσιμες για να διατρανωθεί η ισχύς των ΗΠΑ. Το 1946, στην «Επιθεώρηση του Στρατηγικού Βομβαρδισμού» των ΗΠΑ, αναφέρεται ότι «κατά πάσα πιθανότητα» η Ιαπωνία θα είχε παραδοθεί χωρίς τις ατομικές βόμβες.
Ενδιαφέρον έχουν και οι απόψεις των κορυφαίων στρατηγών των ΗΠΑ:
«Οι Ιάπωνες ήταν έτοιμοι να παραδοθούν και δεν ήταν απαραίτητο να τους χτυπήσουμε με αυτά τα απαίσια μέσα.» (Ike on Ike, Newsweek, 11 Νοεμ. 1963, Ντουάιτ Άιζενχαουερ, στον πόλεμο, ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη)
«Η διακήρυξη του Πότσδαμ τον Ιούλιο, απαιτούσε από την Ιαπωνία να παραδοθεί άνευ όρων ή να αντιμετωπίσει “άμεση και ολοκληρωτική καταστροφή”. Ο Μακ Άρθουρ σοκαρίστηκε. (Σημ.: διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ιαπωνία και κυβερνήτης της χώρας μετά την παράδοση). Ήξερε ότι οι Ιάπωνες δεν θα απαρνούνταν ποτέ τον αυτοκράτορά τους και ότι χωρίς αυτόν μία μετάβαση με τάξη στην ειρήνη θα ήταν με οποιοδήποτε τρόπο αδύνατη, επειδή ο λαός του δεν θα υπέκυπτε ποτέ στη συμμαχική κατοχή εκτός κι αν αυτός το διέτασσε. Η ειρωνεία είναι ότι, όταν η παράδοση έγινε, ήταν υπό όρους και ο όρος ήταν η συνέχιση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Εάν είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του στρατηγού, η καταφυγή σε ατομικά όπλα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μπορεί να μην χρειαζόταν.» (William Manchester, «American Caesar: Douglas MacArthur 1880-1964»)
«Η γνώμη μου είναι ότι η χρήση αυτού του βάρβαρου όπλου στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν μας βοήθησε στον πόλεμο μας εναντίον της Ιαπωνίας. Οι Ιάπωνες ήταν ήδη ηττημένοι και έτοιμοι να παραδοθούν λόγω του αποτελεσματικού θαλάσσιου αποκλεισμού και του πετυχημένου βομβαρδισμού μας με συμβατικά όπλα. Οι θανατηφόρες δυνατότητες του ατομικού οπλοστασίου στο μέλλον είναι τρομακτικές. Αισθάνομαι ότι όντας οι πρώτοι που το χρησιμοποιήσαμε, υιοθετήσαμε ένα ηθικό μέτρο κοινό με τους βαρβάρους του Μεσαίωνα. Δεν διδάχτηκα να κάνω πόλεμο με αυτές τις μεθόδους και οι πόλεμοι δεν μπορεί να κερδίζονται καταστρέφοντας γυναίκες και παιδιά.» («Ήμουν εκεί», ναύαρχος Ουίλιαμ Λήχυ, αρχηγός του επιτελείου των προέδρων Ρούσβελτ και Τρούμαν)
«Πάντοτε πίστευα ότι, αν στο τελεσίγραφό μας στην ιαπωνική κυβέρνηση που εκδόθηκε στο Πότσδαμ, τον Ιούλιο του 1945, είχαμε αναφερθεί στην παραμονή του αυτοκράτορα ως συνταγματικού μονάρχη και είχαμε κάνει αναφορά σε κάποια λογική πρόσβαση σε πρώτες ύλες για τη μελλοντική ιαπωνική κυβέρνηση, θα είχε γίνει δεκτό. […] Πιστεύω ότι χάσαμε την ευκαιρία να πετύχουμε την ιαπωνική παράδοση, πλήρως ικανοποιητικά για μας, χωρίς την ανάγκη να ρίξουμε τις βόμβες.» (Τζον Μακ Κόι, αναπληρωτής υπουργός Πολέμου, στο Deadline του Τζέιμς Ρέστον)
« Οι Ιάπωνες ήταν προετοιμασμένοι να διαπραγματευτούν τα πάντα από τον Φεβρουάριο του 1945. Εάν το είχαμε κάνει, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη να ρίξουμε τις βόμβες.» (Χέρμπερτ Χούβερ, πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, αναφέρεται από τον Barton Bernstein στο Judgment at the Smithsonian, επιμ. Philip Nobile)
Οι Αμερικάνοι δεν ήθελαν μόνο να αναγκάσουν την Ιαπωνία να παραδοθεί άνευ όρων, ήθελαν να επιβάλλουν τη δική τους κατοχή στη χώρα, όπως και έκαναν διορίζοντας διοικητή της χώρας τον στρατηγό Ντάγκλας Μακ Άρθουρ με νέο Σύνταγμα το οποίο συντάχθηκε και υπαγορεύτηκε απ’ αυτούς. Είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ διατηρούν πάνω από 80 στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Ιαπωνία, κατέχοντας ουσιαστικά και το νησί Οκινάουα. Στη δεκαετία του 1960, οι ΗΠΑ είχαν στο νησί 1.200 πυρηνικές κεφαλές για να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, της Κίνας, της Βόρειας Κορέας ή του Βιετνάμ. Ο 7ος αμερικανικός στόλος σταθμεύει στη Γιοκοσούκα και συνολικά περίπου 100.000 Αμερικανοί, στρατιωτικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, παραμένουν στις διάφορες αμερικανικές βάσεις στην Ιαπωνία, παρ’ όλο που από το 1970 μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει πολλές μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις με αίτημα την περιστολή ή την εκδίωξή τους. Σ’ αυτό έχει συμβάλλει και η εγκληματικότητα των Αμερικάνων, με ειδεχθείς πράξεις που περιλαμβάνουν βιασμούς ανηλίκων, φόνους κ.λπ.
Κατά αμάχων
«Από τα 544 τετραγωνικά χιλιόμετρα της μείζονος περιφέρειας του Τόκιο, τα 220 τ.χλμ. του πιο πυκνοκατοικημένου μέρους της πόληςκαταστράφηκαν ολοσχερώς, όπως καταστράφηκαν τα αντίστοιχα τμήματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Και στα υπόλοιπα 324 τ.χλμ. καταστράφηκαν τα μισά κτήρια. Ο αριθμός των ανθρώπων που βρέθηκαν άστεγοι ήταν αισθητά μεγαλύτερος από το σύνολο των κατοίκων του Σικάγο. Αυτά τα νούμερα βασίζονται σε πληροφορίες που μας δόθηκαν από το Τόκιο και σε λεπτομερή μελέτη των αεροφωτογραφιών.» (The Atlantic, Δεκ. 1946)
Τη νύχτα της 25ης Μαΐου 1945, 279 βομβαρδιστικά Β-29 έριξαν στις κατοικημένες περιοχές του Τόκιο 1.665 τόνους εμπρηστικών βομβών! Οι φωτιές, με τη βοήθεια του ανέμου, σάρωσαν όλη την πόλη καταστρέφοντας σπίτια, επιχειρήσεις, πάρκα, σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, παιδικούς σταθμούς, μέχρι και το ανάκτορο του αυτοκράτορα! Οι καινούργιες βόμβες ναπάλμ που ανατίναζαν και έκαιγαν αδιακρίτως έλιωσαν τα πάντα! Αφού είχαν καταστρέψει όλες τις βιομηχανίες, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια και τις αποθήκες καυσίμων, μ’ αυτό τον τρόπο ισοπέδωσαν τις περισσότερες πόλεις της Ιαπωνίας. Θεώρησαν ως στρατηγικό στόχο τον άμαχο πληθυσμό. Κάθε Ιάπωνας, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και ιδιότητας ήταν επιλεγμένος στόχος. Τις τερατώδεις αγριότητες που έκαναν οι γιαπωνέζοι μιλιταριστές στην Κίνα και στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, τις έκαναν οι Αμερικάνοι με πιο συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο σε βάρος των άμαχων Ιαπώνων. Μέχρι τον Ιούνιο του 1945 είχαν αφήσει πολύ λίγα πράγματα ανέπαφα στη χώρα. Η Ιαπωνία δεν είχε πια πιλότους και αεροπλάνα, ο στόλος της ήταν βυθισμένος στον ωκεανό και η παραγωγή όπλων είχε σταματήσει ελλείψει εργοστασίων και πρώτων υλών.
«Αν και οι ΗΠΑ άρχισαν να βομβαρδίζουν την Ιαπωνία από το 1942, οι επιθέσεις δεν ξεκίνησαν πλήρως μέχρι τα μέσα του 1944. Μεταξύ Απριλίου 1944 και Αυγούστου 1945, περίπου 333.000 Ιάπωνες είχαν σκοτωθεί και πάνω από 473.000 είχαν τραυματιστεί από τις αεροπορικές επιδρομές. Στην [πρώτη] επίθεση με εμπρηστικές βόμβες στο Τόκιο τον Μάρτιο 1945 σκοτώθηκαν περισσότεροι από 80.000 άνθρωποι. Ο Τρούμαν, αργότερα, έκανε την παρατήρηση ότι «παρά τις βαριές απώλειές τους στην Οκινάουα και τον εμπρηστικό βομβαρδισμό του Τόκιο, οι Ιάπωνες αρνήθηκαν να παραδοθούν. Ο σαρωτικός βομβαρδισμός της Ιαπωνίας προκάλεσε τρομακτικότερες απώλειες και έφερε μεγαλύτερη συμφορά από την ατομική βόμβα, κατά πολύ. Ο εμπρηστικός βομβαρδισμός του Τόκιο ήταν ένα από το πιο φοβερά πράγματα που έχουν ποτέ γίνει κι όμως αυτοί δεν παραδόθηκαν παρ’ όλο που το Τόκιο είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά.» (NPS)
Μη πολιτισμένο έθνος
Οι Αμερικάνοι δεν θα σταματούσαν πουθενά, γιατί δεν ήθελαν απλώς να παραδοθεί η Ιαπωνία. Ήθελαν να την κατακτήσουν. Γι’ αυτό, ετοιμάζονταν πυρετωδώς να χρησιμοποιήσουν και δηλητηριώδη αέρια, που επίσης απαγορεύονταν από το δίκαιο του πολέμου. «Στις 11 Μαρτίου 1945, η εφημερίδα Chicago Tribune βγήκε με πρωτοσέλιδο τίτλο “Κάψτε τους Γιαπωνέζους με γκάζι”! […] Τόνοι δηλητηριωδών αερίων αποθηκεύονταν στις αμερικάνικες βάσεις στις Φιλιππίνες και την Οκινάουα.» (Joseph H. Polin, Louisiana State University)
Επιπλέον, οι Αμερικάνοι ήθελαν να επιδείξουν την υπεροπλία τους στους Σοβιετικούς και να τρομάξουν όλους τους λαούς του κόσμου με την αποφασιστικότητά τους να αναλάβουν το ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα. Γι’ αυτό έριξαν τις ατομικές βόμβες πραγματοποιώντας εντελώς κυνικά το ειδεχθέστερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
«Η θερμοκρασία κοντά στο σημείο της έκρηξης έφτασε τους 3.000 βαθμούς Κελσίου (5.400 Φαρενάιτ)! Ήταν σαν να είχε εκραγεί ο ουρανός. Τα πουλιά καίγονταν εν πτήσει, η άσφαλτος έβραζε. Οι άνθρωποι σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων διαλύονταν σε θρυμματισμένη τέφρα. Άλλοι, με άγριο δέρμα που κρεμόταν σε λωρίδες γύρω από τους γοφούς τους, πηδούσαν τρέχοντας σε υδάτινα κανάλια για να ξεφύγουν από τη ζέστη. Άνδρες χωρίς πόδια σκόνταφταν στα καμένα απομεινάρια των αστραγάλων τους. Γυναίκες χωρίς σαγόνια ξεφώνιζαν ασυνάρτητα για βοήθεια. Σώματα που περιγράφονται ως “βρασμένα χταπόδια” ρύπαιναν τους κατεστραμμένους δρόμους. Τα παιδιά, με γλώσσες πρησμένες από δίψα, έσπρωχναν στην άκρη τα πτώματα που έπλεαν για να καταπραΰνουν τους καυτούς λαιμούς τους με νερό από το ποτάμι που ήταν γεμάτο αίματα.» (NPS)«Εκείνη την εποχή, ο πρόεδρος φαινόταν να ταλαντεύεται για την απόφασή του. Μια μέρα μετά την πτώση της βόμβας στη Χιροσίμα, ο Τρούμαν έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον γερουσιαστή Richard B. Russell της Γεωργίας, που ενθάρρυνε τον πρόεδρο να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερες ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία, ισχυριζόμενος ότι ο αμερικανικός λαός πίστευε “ότι πρέπει να συνεχίσουμε να χτυπάμε τους Ιάπωνες έως ότου να σέρνονται στα γόνατα”. Ο Τρούμαν απάντησε “γνωρίζω ότι η Ιαπωνία είναι ένα εξαιρετικά σκληρό και μη πολιτισμένο έθνος σε πόλεμο, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι επειδή είναι άγρια κτήνη, πρέπει να ενεργούμε κι εμείς με τον ίδιο τρόπο. Προσωπικά σίγουρα λυπάμαι για την ανάγκη εξάλειψης ολόκληρων πληθυσμών εξαιτίας της “χοντροκεφαλιάς” των ηγετών ενός έθνους και, για ενημέρωσή σας, δεν πρόκειται να το κάνω, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο”.» (NPS) Μόνο λίγες ώρες χρειάστηκαν, πριν καλά-καλά καταλάβουν οι Ιάπωνες τι είχε συμβεί στη Χιροσίμα, για να ξεπεράσει ο πρόεδρος τις ταλαντεύσεις του και να δώσει την εντολή για τη δεύτερη βόμβα στο Ναγκασάκι! Εξάλλου, οι γιαπωνέζοι πολίτες δεν ήταν άνθρωποι, ήταν άγρια κτήνη! «Στις 9 Αυγούστου, την ημέρα της πτώσης της βόμβας στο Ναγκασάκι, ο Τρούμαν έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον Samuel McCrea Cavert, έναν προτεστάντη κληρικό, ο οποίος ζήτησε από τον πρόεδρο να σταματήσει τον βομβαρδισμό “πριν από την περαιτέρω καταστροφή από ατομική βόμβα του λαού της [Ιαπωνίας]”. Δύο ημέρες αργότερα, ο Τρούμαν απάντησε “η μόνη γλώσσα που φαίνεται να καταλαβαίνουν είναι αυτή που χρησιμοποιούμε βομβαρδίζοντάς τους. Όταν έχεις να κάνεις με ένα κτήνος, πρέπει να το αντιμετωπίζεις ως κτήνος”.» (NPS)
Συνέπειες
«Οι αμερικανικοί κυρίαρχοι κύκλοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το προσωρινό μονοπώλιο των ΗΠΑ στον πυρηνικό οπλισμό και να το χρησιμοποιήσουν για να εκφοβίσουν τους λαούς, που επιζητούσαν την ελευθερία τους.» (Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, 1978)
Οι Σοβιετικοί δεν είχαν παραβιάσει καμία μεταξύ των συμμάχων συμφωνία. Αντιθέτως, όπως φάνηκε κι απ’ την περίπτωση της Ελλάδας και της Αυστρίας, τήρησαν με μεγάλη αυστηρότητα τα συμπεφωνημένα. Αντιθέτως, οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι μεθόδευσαν, πριν ακόμα λήξει οριστικά σε όλα τα μέτωπα ο Παγκόσμιος Πόλεμος, την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, με σωρεία επιθετικών ενεργειών κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Στην Αμερική, ο αντικομμουνισμός πήρε μορφή υστερίας και οι αγρότες στο Όρεγκον και τη Βόρεια Ντακότα άρχιζαν να κατασκευάζουν ατομικά καταφύγια!
Παρά τις επισημάνσεις φωτισμένων επιστημόνων στις ΗΠΑ, ο πυρηνικός ανταγωνισμός επιβλήθηκε ως κανονικός τρόπος συνύπαρξης. Έτσι, η απειλή ενός νέου πολέμου, ακόμα καταστροφικότερου, αλλά και η μόλυνση της γης, της ατμόσφαιρας, των υπόγειων υδάτων, των ζώων και των φυτών, οι καρκινογενέσεις και τερατογενέσεις από τη ραδιενέργεια, νομιμοποιήθηκαν και έγιναν καθεστώς. Επί της ουσίας, για τους δυτικούς συμμάχους, ο πόλεμος ήταν ο μόνος δρόμος που ξέρουν…