Στον απόηχο έντονων διαμαρτυριών στις Κάννες για τη γενοκτονία στη Γάζα, από κορυφαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ανάμεσά τους Γαβράς και Λάνθιμος, προβάλλεται αποκλειστικά στο Άστυ, η ταινία «Norah», του Ταουφίκ Αλζαϊντί από τη Σαουδική Αραβία, ένα λιτό δράμα, γεμάτο ατόφια συναισθήματα.

Σε κάποιο απομονωμένο χωριό της Σαουδικής Αραβίας, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, με την καλλιτεχνική έκφραση απαγορευμένη σε όλες τις μορφές, η ορφανή έφηβη Νούρα (Μαρία Μπαχράουι) μεγαλώνει περιορισμένη στο σπίτι της θείας της και εναντιώνεται στον προκαθορισμένο γάμο της με έναν αγράμματο νεαρό βοσκό. Ανυπότακτη και ονειροπαρμένη, γεμάτη δημιουργικότητα, καταφεύγει με τις ώρες στο δωμάτιό της, ξεφυλλίζοντας στα κρυφά περιοδικά, απαγορευμένα κι αυτά, μοναδική επαφή με τον έξω κόσμο. Η άφιξη του νέου δασκάλου, του νεαρού Νάντερ (Γιακούμπ Αλφαρχάν), κεντρίζει το ενδιαφέρον της. Όταν ο μικρός της αδερφός γυρίζοντας από το σχολείο, βαστά ενθουσιασμένος το πορτρέτο του, ζωγραφισμένο για επιβράβευση από τον δάσκαλο, η Νούρα εντυπωσιάζεται και παρακινημένη από τις φωτογραφίες των περιοδικών, του ζητάει να ζωγραφίσει και το δικό της πορτρέτο.

Εξαρχής, ο ευαίσθητος ψυχισμός της πρωταγωνίστριας σκιαγραφείται καθώς ανοίγει το μεταλλικό μπαούλο, το δικό της χώρο-καταφύγιο, από ένα οπισθοδρομικό περιβάλλον που δεν την αντιμετωπίζει ως αυτόνομη οντότητα, αλλά ως ένα θηλυκό στο κοπάδι, ιδιοκτησία των πρεσβύτερων αρσενικών του χωριού. Στην εισαγωγική σκηνή, η Νούρα αναζητά στο μισοσκόταδο τη χτένα και το καθρεφτάκι της μέσα στο διακοσμημένο με φωτογραφίες από περιοδικά μπαούλο της, με τη μορφή της να αντικατοπτρίζεται στον καθρέφτη σε μακρινό πλάνο, σαν οδαλίσκη ξαπλωμένη στο ντιβάνι, καθώς διαβάζει βράδυ, με φως λάμπας στα κρυφά, τα αγαπημένα της περιοδικά, που την ταξιδεύουν σε πιο ελεύθερες κοινωνίες. Αναγκασμένη να κρατά κρυμμένο, κάτω από μαύρη μπούργκα, το όμορφο νεανικό της πρόσωπο και τη γεμάτη ερωτικές καμπύλες εφηβική κορμοστασιά της, η αμεσότητα του βλέμματός της οφείλει να ανήκει αποκλειστικά στον σύζυγο που της προορίζουν. Ενδεικτική είναι και η κίνησή της να ανοίξει το παράθυρο, στο μαύρο σκοτάδι, δημιουργώντας συμβολικό παραλληλισμό με τον πατριαρχικό σκοταδισμό του ισλαμισμού, που αντιμετωπίζει, δίχως προοπτική διαφυγής.

Αντιθέτως, ο νεαρός δάσκαλος, με δυτικής κοπής ρούχα και γυαλιά ηλίου, χαρακτηριστικό «των ανθρώπων της πόλης», εξαρχής απεικονίζεται λουσμένος στο εκτυφλωτικό φως του ανελέητου ήλιου. Καθώς πλησιάζει στο απομακρυσμένο χωριό με το αυτοκίνητό του, η μορφή του εισάγεται στο ερημικό τοπίο μιας άνυδρης περιοχής γεμάτης βράχια, χώμα, καμήλες και σαύρες, θυμίζοντας τα σκονισμένα αμερικάνικα γουέστερν. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση των πρεσβυτέρων να φορέσει παραδοσιακή ενδυμασία, ενώ στο γεύμα καλωσορίσματος, είναι έντονες οι αντιδράσεις τους, μόλις αναφέρει πως έχει φέρει μαζί του βιβλία για το νέο πρόγραμμα εκπαίδευσης, δηλώνοντας κυνικά πως «δεν θέλουν εκεί ούτε βιβλία, ούτε ηλεκτρικό, ούτε ανάπτυξη», ανακαλώντας την ταινία «Πρώτος Δάσκαλος» (1965/Αντρέι Κοντσαλόφσκι).

Οι αντιθέσεις ανάμεσα στον οπισθοδρομικό σκοταδισμό του σαουδαραβικού χωριού και στον διαφωτιστικό προοδευτισμό του νεαρού δασκάλου από την πόλη, διατρέχουν όλη την ταινία και υπογραμμίζονται με τη διδασκαλία του Νάντερ που μαθαίνει στα παιδιά να γράφουν στα αραβικά τις λέξεις σκοτάδι/φως και με τις εξηγήσεις στην Νούρα πως «πλέον δεν υπάρχουν τραγούδια, γιατί τα έκαψαν κάποιοι που μισούν τη μουσική και τις ταινίες», διαχωρίζοντας τους ανθρώπους σε δύο είδη: «αυτούς που βλέπουν το σκοτάδι και τους υπόλοιπους που βλέπουν το φως». Στο μάθημα εξηγεί πως «η ζωγραφική είναι η μέθοδος να εκφράσουμε ό,τι νιώθουμε μέσα μας», γράφοντας στον πίνακα τις λέξεις «ήλιος, φαντασία, έκφραση», σε μια ταινία αφιερωμένη στη μνήμη του Σαουδάραβα πρωτοπόρου ζωγράφου της αφηρημένης τέχνης Σάαντ Αλ-Ομπάιντ (1945-2020).

Η χαρά της Νούρα, όταν ο Νάντερ αποδεχτεί να την ζωγραφίσει, αποτυπώνεται με ένα αραβόφωνο τσιφτετέλι από κασέτα, που χορεύει ενθουσιασμένη με τα μαλλιά της λιτά. Αντίστοιχα, η αφοσίωση του νεαρού δασκάλου που επιχειρεί να ζωγραφίσει από μνήμης το πορτρέτο της, μεταφέρεται μέσα από διαδοχικά πλάνα χειρωνακτικής διαδικασίας, να καρφώνει τη νύχτα τελάρο, να στρώνει καμβά και να φτιάχνει χρώματα, κονιορτοποιώντας σκόνες σε γουδί, στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει την επιθυμία της.

Ο νεαρός δάσκαλος σύντομα αντιλαμβάνεται πως μόλις πέσει το σκοτάδι, το μόνο παράθυρο που παραμένει φωτισμένο ως αργά, ενώ ακούγεται αχνά και μουσική, είναι της μυστήριας γειτονοπούλας. Ο Νάντερ αναστατωμένος βγαίνει έξω να καπνίσει, με το βλέμμα μαγνητισμένο προς το σπίτι της, καθώς διαισθάνεται πως παρακολουθείται πίσω από γρίλιες, σε μια ταινία που πολλά μεταφέρονται μέσα από σιωπές, κινήσεις και βλέμματα, έμμεσα και συγκαλυμμένα. Παράλληλα, απεικονίζεται και η Νούρα να παρατηρεί τον Νάντερ πίσω από κλειστές κουρτίνες, καθώς φεύγει για το σχολείο ή πηγαίνει στο μπακάλικο του χωριού για τσιγάρα, ενώ παρακολουθείται στενά και η ίδια απ’ τον αρραβωνιαστικό της, φύλακα-κέρβερο της λογοδοσμένης νύφης, σε ένα παιχνίδι βλεμμάτων που ανακαλεί και τη γαλλική ταινία εποχής «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται», (2019/Σελίν Σιαμά). Όσο στον ισλαμικό κόσμο παραμένουν απαγορευμένα η δημόσια θέαση και η απεικόνιση των γυναικών, αυτό το σιωπηλό παιχνίδι βλεμμάτων διακόπτεται με την παρεμπόδιση του παππού της Νούρα, από τους πρεσβύτερους του χωριού, να δει την εγγονή του, οπότε της στέλνει ένα κουτί με παιδικές φωτογραφίες της. Σε μια χρονική συγκυρία όπου η τέχνη είναι απαγορευμένη, ποινικοποιούνται εξίσου φωτογραφία και ζωγραφική, ώστε να μην απεικονίζεται η σκανδαλιστική μορφή των γυναικών και να παραμένουν αθέατες πίσω από τη μπούργκα. Αποκορύφωμα στο παιχνίδι βλεμμάτων οι σκηνές που ο Νάντερ τελικά καταφέρνει να ζωγραφίσει στα κρυφά και με μεγάλο ρίσκο, το πορτρέτο της Νούρα. Κρυμμένος πίσω από τα ράφια του μπακάλικου, την τοποθετεί σε προφίλ, στρέφοντας μακριά από αυτόν το βλέμμα της, και την παρατηρεί, σκιτσάροντας μονάχα τα ακάλυπτα μάτια της, ενώ αυτή προσπαθεί να του μιλήσει ακίνητη, δίχως να τον βλέπει. Ακόμα όμως και έτσι, σε μετρημένες στιγμές, η «απαγορευμένη» επικοινωνία έχει επιτευχθεί. Τα λιγοστά λόγια που ανταλλάσσουν είναι το ελάχιστο απ’ τα πραγματικά συγκαλυμμένα συναισθήματα που μοιράζονται. Όαση ελευθερίας το πρώτο ερωτικό φλερτ για την καταπιεσμένη έφηβη, μόλις νιώσει πάνω της το βλέμμα του άντρα που ποθεί, αποκάλυψη μιας άλλης διάστασης για τον προοδευτικό δάσκαλο που εκφράζεται ζωγραφίζοντας, δηλαδή αναπαράγοντας στο μυαλό του το απαγορευμένο αντικείμενο του πόθου.

Δίχως καμιά ερωτική χειρονομία, ο σαουδάραβας σκηνοθέτης κρατάει αθέατο τον ερωτισμό, ωστόσο καταφέρνει να αποτυπώσει την ερωτική έλξη δημιουργώντας μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση, μέσα από την ειλικρίνεια της ερωτοχτυπημένης έφηβης που απωθεί πεισματικά τον προκαθορισμένο ευνουχισμό της, καθώς και του νεαρού άντρα που αψηφώντας το τίμημα, έστρεψε το βλέμμα του πάνω της, μαγεμένος από το ερωτικό της κάλεσμα. Η τρυφερότητα φουντώνει μέσα και απ’ το διακριτικό μελοδραματισμό της πρωτότυπης μουσικής του Ομάρ Φαντέλ, με θλιμμένα πιανιστικά ή κιθαριστικά ακόρντα, που υπογραμμίζουν σε στιγμές και με μικρές μουσικές φράσεις, όλο τον υφέρποντα συναισθηματισμό ενός πολύ ισχυρού ανομολόγητου δεσμού.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

INFO

  • Στο Στούντιο New Star Art Cinema διοργανώνεται τριήμερο Φεστιβάλ Καζακικού Κινηματογράφου 26 – 28/5/2025 στις 19:00, με ελεύθερη είσοδο.
  • Το 9ο Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας – FeCHA θα διεξαχθεί 29/5-5/6/2025 στους θερινούς κινηματογράφους Ελληνίς και Αελλώ, με προφεστιβαλικές προβολές από 26/5 σε Ινστιτούτο Θερβάντες, Ελληνοαμερικανική Ένωση και το θερινό ΒΟΞ. Περισσότερα: gr
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!