Δίνω έμφαση σε τρεις υποχρεώσεις μας. Η πρώτη είναι να κατανοήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τι συνέβη, ποιοι, πως και γιατί μας παγίδεψαν και αχρήστευσαν, τι μας διέφυγε, πού υστερήσαμε, γιατί την πατήσαμε. Η δεύτερη είναι να αποκτήσουμε μια πολύ καλοδουλεμένη, επιστημονικά και κοινωνικά, ανάλυση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία ώστε να μπορούμε να χαράσσουμε μια πολιτική βασισμένη σε μια πραγματικότητα που δεν διαμορφώνεται από υποθέσεις αλλά αληθινά στοιχεία. Και η τρίτη είναι να αρχίσουμε να φανταζόμαστε και να συνθέτουμε τι θα κάνουμε από δω κι εμπρός.

Δεν είναι εύκολα, αλλά είναι τόσο απαραίτητα που χωρίς αυτά θα μείνουμε κολλημένοι στη λάσπη που βρεθήκαμε όχι τόσο ανύποπτοι, αλλά οπωσδήποτε εντελώς απροετοίμαστοι. Ή, στην εξίσου κακή περίπτωση, θα επαναλάβουμε τον κακό εαυτό μας με αντίστοιχα αποτελέσματα. Ας γίνει, λοιπόν, σαφές ότι δεν μας παίρνει ούτε στο βάλτο να μείνουμε ούτε τα ίδια λάθη, ίσως και χειρότερα, να κάνουμε. Εάν δεν κατανοήσουμε με ειλικρίνεια και επάρκεια τα συμβάντα του άμεσου παρελθόντος, εάν συνεχίσουμε να αυτοσχεδιάζουμε χωρίς μια τεκμηριωμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η κοινωνία μας και των γεωπολιτικών τάσεων που επηρεάζουν την εσωτερική μας σύγκρουση και εάν δεν διορθώσουμε τις σοβαρότατες αδυναμίες και ελλείψεις μας, απαγορευτικές για ανάκαμψη και επαναδραστηριοποίηση με αξιώσεις, πώς θα μπορέσουμε να αναδιατάξουμε τις δυνάμεις μας, να ανακτήσουμε έδαφος, να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που υπάρχουν, να ξαναδώσουμε νόημα στον αγώνα, να ενεργοποιήσουμε εκ νέου τις αδρανοποιημένες κοινωνικές στροφές, να αποκαταστήσουμε την κουρελιασμένη αξιοπιστία της Αριστεράς, να ανοίξουμε δρόμους για το μέλλον;

Σε όποιον πεις ότι αυτό που υποστηρίξαμε σαν ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτι πολύ προβληματικό, θα συμφωνήσει. Αλλά είναι ελάχιστα τα κείμενα που αυτό το «κάτι» το αναλύουν και το συγκεκριμενοποιούν πέρα από σκόρπιες επισημάνσεις. Ίσως γιατί οι αριστεροί των τελευταίων δεκαετιών δεν είναι μαθημένοι σε τέτοιες αυτοαναθεωρήσεις. Ίσως και γιατί κανένας δεν θέλει να παραδεχτεί όχι απλά τα δικά του λάθη και τις παραλείψεις, αλλά το μέγεθος των αδυναμιών του. Τις προάλλες, ένας σύντροφος έλεγε ότι δεν αντιδρούσε όσο θα έπρεπε σ’ αυτά που αντιλαμβανόταν σαν στρεβλωτικά και απαράδεκτα στην Κεντρική Επιτροπή μέχρι τη ρήξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Θες η συνηθισμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, θες κάποια άλλη προτεραιότητα ή σκοπιμότητα, θες η υποτίμηση της ανάγκης για αντίδραση στο κάθε επιμέρους, οδήγησαν τους συντρόφους στο να γίνουν παθητικοί συνένοχοι μιας κατάστασης μέσα στην οποία καλλιεργούνταν και αναπαράγονταν τα συστατικά της γραφειοκρατίας και, τελικά, του εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τώρα είναι αργά για δάκρυα… Η αυτοαναθεώρηση είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει ολοκληρωμένα, χωρίς μισόλογα, υπεκφυγές, επιφανειακές αυτοκριτικές και προχειρότητες. Επειδή πέρασε κιόλας ενάμιση χρόνος από το Δημοψήφισμα αυτό δεν μειώνει την αναγκαιότητα, αντιθέτως την επιτείνει, ενώ ταυτόχρονα την υπονομεύει όσο καθυστερεί.

 

Κοινωνική αναδιάταξη

Βρισκόμαστε σε φάση που η πολιτική κατάσταση είναι ρευστή, με τα παραδοσιακά κόμματα απαξιωμένα, την άκρα Δεξιά να καραδοκεί και την τεμαχισμένη Αριστερά, ανάλογα από πού θα την πιάσεις, αρτηριοσκληρωμένη, στραπατσαρισμένη και παραδομένη στον εχθρό. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η κοινωνία βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια διαδικασία αποσύνθεσης. Σχεδόν κανένα από τα συστατικά της δεν έχει διατηρήσει τα ποιοτικά και ποσοτικά του χαρακτηριστικά. Μία βασική επίπτωση των μνημονίων είναι η καταστροφή των δομών και των υποδομών, αλλά και το σμπαράλιασμα των τάξεων και των στρωμάτων που αποτελούσαν την κοινωνία. Όταν η αποβιομηχάνιση έχει φτάσει στο κλείσιμο των φούρνων στη Χαλυβουργική, τη ναυαρχίδα της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας, όταν το λιανικό εμπόριο καταρρέει συμπαρασύροντας στα τάρταρα τη βιοτεχνία, όταν τα σουπερμάρκετ πωλούν λεμόνια, κρεμμύδια και σκόρδα εισαγωγής, όταν η οικοδομή έχει σχεδόν πάψει να υπάρχει σαν κλάδος, όταν οι μετοχές των τραπεζών ισοδυναμούν με σκουπίδια κ.λπ., για ποια οικονομία μιλάμε;

Όταν τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι σιδηρόδρομοι, οι αυτοκινητόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες και τα δίκτυα ενέργειας εκχωρούνται, καθώς και οι νευραλγικές και υγιείς μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις περνούν στην ιδιοκτησία και των έλεγχο των ξένων, για ποια εθνική οικονομία μιλάμε;

Στο παρόν σημείωμα δεν θα αναφερθώ στις εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις από την πελώρια ανεργία και τη μαζικότατη και πρωτοφανή μετανάστευση των νέων, και δη των επιστημόνων, στο εξωτερικό. Ούτε στην συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τον βαθύ κλονισμό των ασφαλιστικών ταμείων, τη μείωση της δυνατότητας επιβίωσης των συνταξιούχων και των εργαζομένων μερικής απασχόλησης. Ή την άμεση και έμμεση απώλεια της ακίνητης περιουσίας των χρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Όλα αυτά είναι μέρη της ίδιας τρομαχτικής πραγματικότητας.

Κατά συνέπεια, για ποια αστική τάξη, για ποια μεσαία τάξη, για ποια εργατική τάξη, για ποια αγροτική τάξη και για ποια νεολαία μιλάμε;

 

Ποιος, πού, πώς;

Σε γενικές γραμμές και αποσπασματικά, έχουμε μια αίσθηση της διαμορφούμενης πραγματικότητας. Αλλά φτάνει αυτό; Έχουμε σαφή επίγνωση για τις νέες δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα σε μια κοινωνία που χάνει τους πόρους της, που διαλύονται το νευρικά της δίκτυα, που μειώνεται η εθνική της κυριαρχία, που ανατρέπεται η κοινωνική της διάρθρωση και διαταράσσεται η εσωτερική της ισορροπία;

Ποιες δυνάμεις θα σβήσουν, ποιες θα επιβιώσουν και ποιες θα έχουν την ισχυρότερη τάση ανάδρασης; Άραγε, θα επικρατήσουν πλήρως οι ισχυροί επικυρίαρχοι με την κοινωνία σε ρόλο σύγχρονου δουλοπάροικου; Ή αυτές οι πιέσεις και ανακατατάξεις δημιουργούν νέους εν δυνάμει πρωταγωνιστές που θα επιδιώξουν να αποκτήσουν ισχύ είτε συνταυτιζόμενοι με τους επικυρίαρχους είτε συγκρουόμενοι με τις δυνάμεις της αποσύνθεσης; Θα είναι ένας σκληρός αστικός πυρήνας; Θα είναι οι έμποροι; Οι εργατοϋπάλληλοι; Οι άνεργοι και οι επισφαλείς εργαζόμενοι; Οι σπουδαστές χωρίς μέλλον; Ποια κοινωνική ομάδα θα σηκώσει το βάρος της αντίδρασης; Και σε ποια κατεύθυνση; Σε νέα σύνθεση ή με επιστροφή σε προηγούμενες ισορροπίες; Στη διαμόρφωσή τους σε πιο υποτελή και συντηρητικά ή σε πιο ριζοσπαστικά υποκείμενα;

Και ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της Αριστεράς σε μια κίνηση την κατεύθυνση της οποίας ούτε να προβλέψει μπορεί ούτε να επηρεάσει με βάση τις σημερινές δυνατότητές της; Πού θα επενδύσει άμεσα; Με ποιες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές δυνάμεις θα πρέπει να συσχετιστεί, να συνεργαστεί, να συμμαχήσει και να σχηματίσει μέτωπα; Και με ποιους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους;

Η Αριστερά, πέρα από τα γενικά «αντί», χρειάζεται μια επεξεργασμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Να αντιληφθεί σε τι λάκκο έχει πέσει και να προσπαθήσει να βγει για να αναλάβει τις ευθύνες της, με γνώση και πρόταση. Όχι με εύκολες «λύσεις». Η ελληνική κοινωνία δεν είναι πλέον αυτή που ήταν πριν από επτά χρόνια. Προς το παρόν, η Αριστερά εξαντλείται σε ένα επαναλαμβανόμενο σχόλιο, με βάση τις άφθονες κακουργηματικές πράξεις των κυβερνώντων, που η κοινωνία τις βλέπει και νιώθει στο πετσί της χωρίς να χρειάζεται την καταγγελτική ρητορεία των αριστερών. Η Αριστερά, δηλαδή τα κομμάτια της, δεν έχει τεκμηριωμένη ανάλυση, δεν έχει μίνιμουμ πρόγραμμα δράσης, δεν έχει ελκυστικές προτάσεις, δεν έχει μπούσουλα. Κάτι κλειστοφοβικό έχει. Και οι μόνοι που βγαίνουν έξω, στα πεδία των αντιπαραθέσεων που οι ίδιοι δημιουργούν, είναι από το ένα άκρο οι νεοφασίστες που καίνε τα «κέντρα φιλοξενίας» και από το άλλο οι χουλιγκάνοι που καίνε τα τρόλεϊ στην Πατησίων! Στον ενδιάμεσο χώρο που βρίσκεται το μεγάλο μουδιασμένο σώμα της κοινωνίας, οι οργανωμένοι σε αριστερούς φορείς περιπλανιούνται απροσανατόλιστοι. Σαν να περιμένουν κάτι που δεν ξέρουν από πού θα έρθει και τι θα είναι.

Θα ήταν καλύτερα η Αριστερά να κοίταζε πιο βαθιά και τολμηρά μέσα της, να ξεπερνούσε τον προηγούμενο εαυτό της, να έβρισκε τα εργαλεία που της λείπουν για την κατανόηση του κόσμου που ζούμε και να ξανάμπαινε δυναμικά στα πεδία της πάλης όχι μόνο δημοσιογραφικά και καταγγελτικά, αλλά με δράση, με παλιές και νέες μορφές, μαζί με τους πολίτες που ασφυκτιούν, σε όλους τους μαζικούς χώρους δουλειάς, σπουδών, άθλησης, πολιτισμού και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οπουδήποτε συνυπάρχουν από δύο άνθρωποι και πάνω, αντί να προσπαθεί να λύσει το κουίζ από τα γραφεία της και με εκδηλώσεις επικοινωνιακού τύπου, που χρήσιμες είναι, αλλά δεν φτάνουν για να συνθέσουν μια αριστερή πολιτική. Όσο δυσάρεστο κι αν είναι αυτό το τεράστιο πλήγμα που έχει δεχτεί, η Αριστερά πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για μια πολύτιμη εμπειρία η οποία θα πάει χαμένη αν δεν αξιοποιηθεί δημιουργικά, μεθοδικά και δυναμικά. Η Αριστερά πρέπει να καταλάβει πού βρίσκεται η κοινωνία, να πει αλήθειες και να την προετοιμάσει. Γιατί η σύγκρουση είναι ακόμα στην αρχή της…

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!