Πριν μια βδομάδα, 55.000 άνθρωποι πήραν μέρος στον Μαραθώνιο. Κόσμος που θέλει πολύ και αισθάνεται καλά να συμμετέχει ανιδιοτελώς σε μια δραστηριότητα μαζί με χιλιάδες άλλους. Το ζήτημα απασχόλησε τα ΜΜΕ για μια-δυο μέρες. Για την ιστορία, δύο Κενυάτες, ένας άνδρας και μία γυναίκα, κέρδισαν τις πρώτες θέσεις. Είναι μακρά, και όχι τυχαία, η παράδοση της «μαύρης ηπείρου» στα αγωνίσματα μεγάλων αποστάσεων.
Έχει όμως, στο μεταξύ, κηρυχθεί και η έναρξη ενός άλλου «μαραθώνιου». Αυτός γίνεται για τις επερχόμενες εκλογικές διαδικασίες (3 τον αριθμό), στις οποίες κρίνονται 130.000 εκλόγιμες θέσεις. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, γύρω από τους υποψήφιους εμπλέκονται άμεσα έως και 1 εκατομμύριο άτομα. Στον «αγώνα» αυτό, δεν κυριαρχεί η ανιδιοτέλεια, αλλά περισσότερο τα κίνητρα που σχετίζονται βασικά με συμφέροντα (ατομικά και πιο συνολικά, δηλαδή ομάδων, παραγόντων και λόμπι, ακόμα και πρεσβειών ή της «νύχτας»). Κρίνονται καριέρες και επαγγελματικές πολιτικές θέσεις, και βεβαίως ικανοποιείται η βουλιμία για εξουσία που αναπαράγεται γύρω μας.
Εκλογικές αναμετρήσεις λοιπόν για κάθε γούστο… Αυτοδιοικητικές, ευρωπαϊκές, βουλευτικές. Το κίνητρο για να δουλέψουν στο φουλ οι μηχανές της τεχνοπολιτικής είναι ισχυρό και όσα κρίνονται, από την τοπική μέχρι την κεντρική εξουσία, βάζουν σε κίνηση πολλές δυνάμεις. Σύμβουλοι επικοινωνίας και διαφημιστικές έχουν ήδη πιάσει δουλειά, πλάι στα επιτελεία κομμάτων και υποψήφιων δημάρχων. Σκαρώνονται συνθήματα και σχέδια, προετοιμάζονται διλλήματα, στα οποία ο ψηφοφόρος καλείται να απαντήσει, συμμετέχοντας δια της ανάθεσης και της ψήφου. Κι όχι μέσω ακηδεμόνευτων εγχειρημάτων, στα οποία η συμμετοχή διαμορφώνει πολίτες αντί για απλούς υπηκόους με δικαίωμα ψήφου.
Από άποψη ουσίας, τα κόμματα που ενδιαφέρονται να πάρουν ενεργά μέρος στη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης, θέλουν να αποφύγουν να φανεί η ουσιαστική σύμπτωση στη θέση πως «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική» από τις συνταγές που γράφονται εδώ και χρόνια.
Η αντιπαράθεση μεταξύ τους, αφορά τη νομή της εξουσίας και άρα την άμεση επαφή με τους ομίλους του χρήματος και τις πρεσβείες (αυτές μην τις ξεχνάμε για την ελληνική περίπτωση). Στο περιφερειακό και αυτοδιοικητικό επίπεδο, κυριαρχεί η επιχειρηματική πολιτική και η διασύνδεση με λόμπι και συμφέροντα (εκποίηση δημόσιας περιουσίας, μίζες από διάφορα έργα, σχέσεις με τον αθλητικό χώρο και ολιγάρχες που ελέγχουν ολόκληρες πόλεις), ενώ όλοι θα διαγκωνίζονται για το ποιος θα πάρει κονδύλια για να φτιάξει μερικές ζαρντινιέρες…
Το παράδοξο –αλλά αληθινό– είναι πως με την απλή αναλογική που θα ισχύσει στις αυτοδιοικητικές εκλογές, δεν θα ωφεληθεί η συμμετοχή και η δημοκρατία, αλλά το αντίθετο. Θα επιχειρηθεί να αλωθεί πλήρως ένας χώρος όπου η έκφραση, ο ακηδεμόνευτος χαρακτήρας και η αμεσότητα συλλογικοτήτων, μπορούσαν –και μπορούν– να δώσουν ένα άλλο στίγμα.
Προς το παρόν, το κλίμα που δημιουργείται είναι γενικά νοσηρό. Αυτό βολεύει τους πάντες γιατί δημιουργείται ένα νέφος που σκεπάζει τα πραγματικά προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, της χώρας, αλλά και της Ευρώπης. Το νοσηρό κλίμα τροφοδοτείται από το συστηματικό ψέμα, τους μηχανισμούς δολιοφθοράς των αντιπάλων, τις διαμάχες εντός του κρατικού μηχανισμού. Μηνύματα στέλνονται με πολλούς τρόπους, γεγονός που δείχνει ότι θα σημειωθούν αρπάγματα, οι τόνοι θα ανέβουν και τα χτυπήματα κάτω από την μέση θα είναι ο κανόνας. Μέχρι και βόμβες ή «βόμβες» θα αποσταλούν.
Όσοι αναπαράγουν την υπαρκτή κατάσταση, θα δηλώσουν το τεράστιο ενδιαφέρον τους για τους πολίτες και τον τόπο… Ενώ στην πραγματικότητα –καλά το πιάνει το λαϊκό αισθητήριο– κανείς δε νοιάζεται πραγματικά για το τι βιώνει η πλειοψηφία ή για τους κινδύνους που συγκεντρώνονται.
Προκύπτει όμως κι ένα πραγματικό ερώτημα. Υπάρχει κάποια ενδιαφέρουσα διεργασία, υπάρχει μια στάση που θα μπορούσε να δημιουργήσει διαφορετικούς όρους; Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, για παράδειγμα, τι είδους μήνυμα θα είχε ενδιαφέρον να δοθεί, θα είχε μια ποιότητα, και πώς; Γιατί το ανέκφραστο κομμάτι της κοινωνίας πρέπει να βρει τρόπους να εκφραστεί κι όχι απλά να απομακρύνεται από την πολιτική διαδικασία.
Για αυτά και άλλα, θα επανέλθουμε στα επόμενα σημειώματα.
Τόνια Κάλπη