Του Μάρκου Δεληγιάννη. Την Τρίτη, την περασμένη, πήγα με τη γυναίκα μου στο στέκι το αγαπημένο μας, ένα κρασί να γευτούμε.
Όμως η πίεση, αυτή του αίματος, αυτή η ξεδιάντροπη, έπεσε τόσο χαμηλά! Και στο πέσιμό της έσυρε και μένα έως τις όχθες του Αχέροντα. Σκοτάδι πηχτό. Απώλεια συνείδησης. Μα οι φιλεύσπλαχνοι Θεοί, χωρίς πολύ να το σκεφτούν, μου έδωσαν αναβολή κι έτσι… επανήλθα κι είμαι εδώ, παρών! Μόνο που ένα ερώτημα στρυφνό το μυαλό μου τριβελίζει από τότε. Άραγε, πόσα είδη συνείδησης έχει ο άνθρωπος; Και τι συμβαίνει κάθε φορά που χάνει κανείς μια από αυτές; Δηλαδή, ας πούμε, αν κάποιος που οδηγεί ένα περιπολικό με ταχύτητα τρελή, ξαπλώσει στην άσφαλτο, αιμόφυρτο, ένα νέο κορίτσι και το αφήσει αβοήθητο, μέχρι κάποιος περαστικός να στέρξει, τηλέφωνο να πάρει κάποιο νοσοκομειακό για να περισυλλέξει τη θρυμματισμένη νεανική ζωή, αυτός τι λογής συνείδηση απώλεσε – ή μήπως πάλι υπάρχουν άτομα που όταν τα χτίζανε οι πλαστουργοί, θεώρησαν πως η συνείδηση γι’ αυτά τα όντα θα ήταν ένα στολίδι περίσσιο;
Αν κάποιοι πάλι, αρματωμένοι, όπως ταιριάζει σε αστακούς ετοιμοπόλεμους, στρώσουν στο κυνήγι έναν φτωχό σκουρόχρωμο αγωνιστή της ζωής, ξεριζωμένο από το χωράφι που τον έσπειρε η φύση και που η τύχη τον έριξε σε τούτον εδώ τον τόπο, μια θέση κάτω από τον ουρανό τον Αττικό να εκλιπαρεί; Τότε, τι γίνεται; Αλήθεια, ο φτωχοδιάβολος μια ασήμαντη γωνίτσα εναγώνια ζητάει. Να ζήσει θέλει, ν’ αναπνεύσει κι αυτός για λίγο. Η οικογένειά του καρτερεί βοήθεια απ’ αυτόν, πέρα εκεί στης Δυτικής Αφρικής τα παράλια, ν’ ανακουφιστεί απ’ της φτώχειας το μαστίγωμα. Περιμένει με αδημονία του ξενιτεμένου τα ψίχουλα. Αυτός, μικροπωλητής, αραδιάζει την πραμάτεια του σε μια γωνιά του Θησείου. Προσμένει τους περαστικούς αγοραστές.
Μα οι θεράποντες του νόμου δεν χωρατεύουν. Έκαναν την εμφάνισή τους. Τον κυνήγησαν απηνώς. Ο δυστυχής αυτός, τους διώκτες του για να αποφύγει, επιχείρησε πήδημα παράτολμο να κάνει. Αλίμονο όμως, προσγειώθηκε ανώμαλα. Το κουρασμένο του κορμί προσέκρουσε στις ηλεκτροφόρες ράγες. Εκεί, παίχτηκε η τελευταία σκηνή του δράματος. Η αυλαία έπεσε.
Άραγε, αυτοί οι επίδοξοι κυνηγοί ταλαιπωρημένων κεφαλών, τι είδους συνείδηση έχουν απολέσει; Ή μήπως πάλι οι εκατόνταρχοι, μ’ επέμβαση χειρουργική, αφαιρούν κάποια κομμάτια ζωτικά απ’ των ραβδούχων τη συνείδηση;
Εκείνοι, πάλι, οι λεπτεπίλεπτοι, οι συνετοί, οι ανανεωτές της αριστερής ιδεολογίας, αυτοί τι θα πρέπει να έχουν απολέσει; Αυτοί, όταν δακρύβρεκτοι μπροστά στην εικόνα των αγρίως ξυλοκοπηθέντων νεαρών τόνιζαν πόσο θλιβόταν η δημοκρατική τους ψυχή, πόσο υποφέρει το είναι τους κάθε φορά που έρχονται κατάντικρυ με τη βία! Αλλά τι να γίνει, στις συμπλοκές υπάρχουν και θύματα.
Προέχει ο νόμος, αμόλευτος να μείνει απ’ της τρομοκρατίας τις περιπτύξεις. Τρομερό, πόσο πλάνταγμα κρύβει αυτός ο στεναγμός ο βαρύγνωμος, των συνετών αριστερών! Αλήθεια, φίλοι μου, έχετε ποτέ προσέξει του νερού τη συμπεριφορά; Γιατί λένε πως είναι σοφό; Επειδή παίρνει το σχήμα του δοχείου όπου το χύνεις!
Έτσι λειτουργούν οι βαθυστόχαστοι μεταρρυθμιστές της έρημης της Αριστεράς. Δεν απώλεσαν την συνείδησή τους. Απλά τη ρευστοποίησαν! Κι οι βιαστές, οι έμποροι ναρκωτικών, οι άρπαγες του δημόσιου χρήματος, οι φαύλοι, οι δουλέμποροι, οι θιασώτες της τυφλής βίας, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, δρουν ανενόχλητα.
Μια εύγλωττη φωτογραφία κυκλοφόρησε τούτες τις μέρες στα ΜΜΕ ευρέως. Ένα σταθμευμένο φορτηγό σε μια πλατεία της πολιορκημένης πόλης μας, μοιράζει λαχανικά, πορτοκάλια. Από κάτω, πλήθος ιθαγενών συνωθείται, εκλιπαρεί, φωνάζει, τη μοίρα του διαολοστέλνει. Καταραμένη φτώχεια! Αλήθεια, ω εσείς, εκλαμπρότατοι, σταθήκατε ποτέ μπροστά στην αγωνία ενός απλωμένου χεριού που ικετεύει φαΐ; Αναλογιστήκατε ποτέ τι πόνο κρύβει αυτή η κίνηση; Η τεντωμένη παλάμη που προσφέρει άνευ όρων την αξιοπρέπεια, την περηφάνια, για μια σακούλα πορτοκάλια;
Σε τι αδιέξοδο πρέπει να βρίσκεται αυτός ο λαός-επαίτης; Και σεις, ω ευγενείς Συγκλητικοί, το μόνο που σκεφτήκατε ήταν, μήπως η αισθητική των αξιότιμων Ευρωπαίων ταλαιπωρηθεί; Μήπως χαλάσει η παραδείσια εικόνα που έχετε μοστράρει στους ανυποψίαστους τουρίστες; Όμως οι τεντωμένες παλάμες, η κραυγή των πεινασμένων, η διεσταλμένη απ’ την αγωνία του αύριο ματιά, θα σας κυνηγάει. Εκτός κι αν η συνείδησή σας δραπέτευσε και σεις νιώσατε απαλλαγμένοι απ’ τον ασταμάτητο έλεγχό της.
Είστε πάλι έτοιμοι, συντάξεις, μισθούς να πετσοκόψετε. Επιστρατεύετε απεργούς, διασύρετε τους πολιτικούς σας αντιπάλους, επεξεργάζεστε νόμο που θα καθιστά τη διενέργεια μιας απεργίας παράνομη. Στο μεταξύ πού χρόνος να βρεθεί, για ψάξιμο στην περιώνυμη τη λίστα. Άλλωστε, δικοί σας άνθρωποι την κοσμούν με τα ονόματά τους. Όμως, εκλαμπρότατοι, εμείς δεν έχουμε σκοπό τη συνείδησή μας ν’ απολέσουμε.