Το τελευταίο διάστημα το ΚΚΕ ζει στον αστερισμό των αποκαταστάσεων του Νίκου Ζαχαριάδη, του Άρη Βελουχιώτη και του Νίκου Βαβούδη, αποτέλεσμα των διαδικασιών για τη συγγραφή του Δοκιμίου για την Ιστορία του Κόμματος από το 1949 ώς το 1968, που κατέληξαν στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ για το θέμα αυτό το περασμένο καλοκαίρι. Οι αποκαταστάσεις αυτές πήραν ευρεία δημοσιότητα με δημοσιεύματα στον κομματικό Τύπο και την οργάνωση δημόσιων εκδηλώσεων, ενώ η όλη ιστορία κίνησε το ενδιαφέρον και των ΜΜΕ με αρκετά άρθρα, συνεντεύξεις και παρεμβάσεις δίνοντας έναυσμα για έναν ακόμα γύρο δημόσιου διαλόγου για την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα θέλαμε να βάλουμε και εμείς με τη σειρά μας ορισμένες παραμέτρους, ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου.
Το ΚΚΕ διακηρύσσει πως είναι το μοναδικό κόμμα που μελετά επιστημονικά την ιστορία του και εκθέτει τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης στην εργατική τάξη, ώστε εκείνη να ισχυροποιηθεί στην πάλη της. Η πραγματικότητα δείχνει, παρ’ όλα αυτά, πως το ΚΚΕ, όπως και όλα τα κόμματα, φωτίζει και ερμηνεύει κατά το δοκούν την ιστορία του, στην περίπτωση του ΚΚΕ την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, με κύριο σκοπό την επιβεβαίωση των πολιτικών του επιλογών και στάσεων στην εκάστοτε μεταγενέστερη συγκυρία. Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να επαληθευτεί αν κοιτάξει κανείς διαχρονικά τις διαφορετικές ερμηνείες που έχει δώσει το ΚΚΕ για την πρότερη πολιτική του, είτε σε ιστορικά δοκίμια είτε και σε κομματικά ντοκουμέντα, και να συσχετίσει αυτές τις ερμηνείες με την εκάστοτε πολιτική του γραμμή και στάση. Εν πολλοίς, αυτή η χρήση της ιστορίας από τους πολιτικούς φορείς είναι κατανοητή και ερμηνεύσιμη – δεν πρόκειται για επιστημονικά ιδρύματα αλλά για ζωντανά κόμματα, για τα οποία η ιδεολογία και η προπαγάνδα είναι πολιτικά όπλα για την επίτευξη των στόχων τους. Στην περίπτωση όμως της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ αυτή η κατανοητή κατά τα άλλα στάση, έχει μετατραπεί σε μια προβολή, συγχωρήστε μας την παρομοίωση, εικονικής πραγματικότητας, ένα είδος «επιστροφής στο μέλλον» που δικαιολογημένα δημιουργεί μια απορία για την πολιτική της στόχευση.
Μιλώντας, αναγκαστικά, συνοπτικά: η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ μετά την περίοδο κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, διάλεξε να επιβιώσει οργανωτικά προβάλλοντας -κι εκμεταλλευόμενο- την αγωνιστική ιστορία του κόμματος σε πλήρη αναντιστοιχία με το πώς πολιτευόταν η ίδια. Και αυτό έγινε με την ελάχιστα δυνατή αυτοκριτική, κρύβοντας τις βαθιές τομές που επιτελέστηκαν στην ιστορία του κόμματος, ώστε να μπορέσει να προβάλει μια ενιαία ιστορία που να συμπεριλαμβάνει τόσο την επαναστατική του κληρονομιά όσο και τη μετέπειτα συμβιβαστική και συντηρητική του πολιτεία –αναθεωρητισμός, ρεφορμισμός και οπορτουνισμός είναι οι κατάλληλες εκφράσεις στην οικεία ορολογία.
Με το πέρασμα ενός ικανού χρονικού διαστήματος έχουμε φτάσει στο σημείο, σήμερα, να γίνεται αυτοκριτική τοποθέτηση σε σταθμούς αυτής της τομής στην ιστορία του κόμματος, όπως π.χ. στη διάλυση των παράνομων οργανώσεων του κόμματος ή την επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στο εσωτερικό του τη δεκαετία του ’50 και αυτό να παρουσιάζεται ως καρπός της ωρίμανσης της εσωκομματικής συζήτησης, παραβλέποντας βεβαίως ότι αυτά τα ζητήματα είχαν τεθεί από τους κομμουνιστές από τότε και αυτοί είχαν αντιμετωπιστεί με διαγραφές και προγραφές ως αντικομματικά-αντισοβιετικά στοιχεία και φυσικά ως… ζαχαριαδικοί.
Έχοντας αποσυνδέσει την επαναστατική κληρονομιά από τα καθήκοντά του σήμερα, η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί ανέξοδα να υπερπροβάλει την πρώτη με κάθε ευκαιρία, στήνοντας πλακέτες από τον Γράμμο μέχρι τη Γαύδο και να γαλουχεί τα νεότερα μέλη με συνθήματα για την υπερενενηντάχρονη ιστορία και τους αλύγιστους κομμουνιστές. Το πόσο επιφανειακά είναι όλα ετούτα, μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος συγκρίνοντας χωρίς ιδιαίτερο κόπο, π.χ. τους κοπιώδεις αγώνες των κομμουνιστών το ’30, το ’40 και το ’50 για τη σύναψη και της μικρότερης δυνατής συμμαχίας, την τακτική και τη στρατηγική για την εφαρμογή της πολιτικής γραμμής της ενότητας για την πάλη ενάντια στον κύριο εχθρό με τη σημερινή αυτάρεσκη περιχαράκωση και αφ’ υψηλού κατήχηση του λαού από την ηγεσία και τα στελέχη του ΚΚΕ.
Για να περάσουμε στο επίδικο των αποκαταστάσεων, στην ομιλία του για την αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, ο Τηλέμαχος Δημουλάς, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, μιλώντας για τους «οπορτουνιστές» ανέφερε μια αποστροφή του Χαρίλαου Φλωράκη: «Παινεύουν τους πεθαμένους, για να θάψουν τους ζωντανούς». Πιθανόν δεν σκέφτηκε πως η αποστροφή αυτή μπορεί να ταιριάζει στη στάση της ίδιας της ηγεσίας του ΚΚΕ. Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να παρουσιάσουμε τις κατηγορίες που δέχτηκαν οι αποκατασταθέντες, και ειδικά ο Νίκος Ζαχαριάδης, και ζωντανός και πεθαμένος πριν αρχίσουν τα παινέματα. Ο ίδιος μάλλον δεν θα ανεχόταν μια τέτοια αποκατάσταση που θα τον κατέτασσε σε μια ενιαία αδιατάρακτη κομματική ενότητα, αν θυμηθούμε το τελευταίο του παράγγελμα από τα βάθη της Σιβηρίας: «Το κουφάρι μου το κληροδοτώ στους Μπρέζνιεφ, Κολιγιάννη, Φλωράκη και Σία. Χαλάλι τους». Ο δε Άρης Βελουχιώτης, καταδικασμένος εσαεί να συμβολίζει τον δηλωσία, το παλικάρι αλλά τον μη κομματικό, δεν έτυχε πλήρους κομματικής αποκατάστασης, αλλά μιας δεύτερης διαλογής, απλά πολιτικής. Θα ήταν γελοίο αν δεν ήταν τραγικό, η ηγεσία του ΚΚΕ να θεωρεί τον εαυτό της θεματοφύλακα της επαναστατικής ηθικής και της κομματικότητας, ώστε να στερεί από τον Βελουχιώτη την ιδιότητα του μέλους του ΚΚΕ. Ή μήπως θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό κραδαίνει τη δαμόκλειο σπάθη προς όλους τους αποχωρήσαντες και διαγραφέντες, πως αν ενεργήσουν ενάντια στις βουλές της, δεν θα αποκατασταθούν ποτέ; Η δε περίπτωση του Νίκου Βαβούδη, του οποίου η αποκατάσταση απλώς εκκρεμούσε για μερικές δεκαετίες, είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα για το πώς το κομμουνιστικό κίνημα δεν πρέπει να συμπεριφέρεται στους ανθρώπους και δη σε όσους θυσιάστηκαν για μια καλύτερη ζωή. Εκτός κι αν συνέτρεχαν άλλοι λόγοι που θα μας αποκαλυφθούν ίσως στην επόμενη επανερμηνεία της ιστορίας του ΚΚΕ από το αρμόδιο τμήμα Ιστορίας.
Υ.Γ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αμήχανης χρήσης της ιστορίας από τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ είναι το ΕΑΜ, η μετωπική λογική και η ηγεμονική πολιτική του οποίου δεν κολλάει με τις σημερινές καρικατούρες μετώπων του ΚΚΕ με τον εαυτό του. Στην προσπάθειά της να φέρει το ΕΑΜ στα μέτρα της, η κυρία Παπαρήγα το «κουρεύει», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του συρμού, ώστε να πριμοδοτήσει τα «κομμουνιστικά» και τα «ταξικά» χαρακτηριστικά του σε βάρος, βεβαίως, των μετωπικών και εθνικοαπελευθερωτικών. Το πρόβλημά της είναι φυσικά και πάλι το σήμερα. Ή, για να το πούμε με τα δικά της λόγια, από την πρόσφατή ομιλία της: «Η πρόταση για την λεγόμενη “ενότητα της Αριστεράς” υποκαταστάθηκε με ένα κήρυγμα για την συγκρότηση ενός νέου, σύγχρονου ΕΑΜ, μία φράση που χαϊδεύει αφτιά, κεντρίζει τη συγκίνηση και το συναισθηματισμό, με σαφή όμως πολιτική πρόθεση να ψαρέψει στα θολά νερά». Ρηχές απαντήσεις σε βαθιά ζητήματα.