Πυκνώνουν τα σύννεφα πολέμου – Επιστροφή στην εποχή Μπους

Του Σπύρου Παναγιώτου

 

Ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε για το πρώτο ταξίδι του την ανατιναγμένη Αν. Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Όχι τυχαία, πρώτος σταθμός ήταν η Σαουδική Αραβία και η κοινή συνάντηση με ηγέτες και εκπροσώπους των καθεστώτων του Κόλπου. Ακολούθησε το Ισραήλ και οι Βρυξέλλες, όπου πραγματοποιήθηκε συνάντηση Κορυφής των χωρών μελών του ΝΑΤΟ και θα ακολουθήσει η Σικελία όπου θα πραγματοποιηθεί η συνάντηση των G7.

Ο κύκλος αυτών των επισκέψεων πραγματοποιείται σε μια στιγμή που δυναμώνουν οι αμφισβητήσεις σε βάρος του με αφορμή τις σχέσεις επιτελών του με Ρώσους αξιωματούχους και συνεχίζονται οι αντιδράσεις και τα δημοσιεύματα που τον κατηγορούν για παροχή διαπιστευμένων πληροφοριών ασφαλείας στο Ρώσο πρέσβη.

Αποτελεί το ταξίδι Τραμπ προσπάθεια φυγής από τα νέα επεισόδια διχασμού στις ΗΠΑ; Αποτελεί έμπρακτη περιφρόνηση στα συνεχιζόμενα σενάρια απομάκρυνσης από το Λευκό Οίκο; Όλα αυτά και κυρίως ο βαθμός που θα επηρεάσουν τις τελικές επιλογές Τραμπ μένει να φανούν. Άλλωστε, όσα εξαγγέλθηκαν στην διάρκεια αυτής της περιοδείας κάθε άλλο παρά εφησυχασμό μπορούν να σημάνουν.

 

Στο στόχο το Ιράν και το σιιτικό τόξο

Μερικούς μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Αμερικάνος πρόεδρος ξεκαθαρίζει τα σχέδια του και διαλέγει στρατόπεδο. Στον μεγάλο πόλεμο της Μέσης Ανατολής που βρίσκεται σε εξέλιξη επιλέγει να επενδύσει στο σουνιτικό στοιχείο και να αναδείξει σε στρατηγικό εταίρο του την Σαουδική Αραβία για τον έλεγχο της περιοχής. Η επιλογή αυτή δεν είναι απλά προϊόν τακτικής επιλογής, καθοριζόμενο από την στάση της Τουρκίας. Όσο και αν βαραίνει η αδυναμία προσέγγισης των ΗΠΑ με την Τουρκία του Ερντογάν στις βαθύτερες επιδιώξεις τους στην Μ. Ανατολή, όσο και αν «εκνευρίζει» την δυτική συμμαχία η εμμονή του Τούρκου σε παζάρια που ταράζουν τους σχεδιασμούς, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις απειλές κατά των Γερμανών για την χρήση της βάσης του Ιντσιρλίκ, οι επιλογές Τραμπ έχουν βαθύτερη σημασία. Αναζητά πιο στιβαρούς και σταθερούς συμμάχους.

Ο Αμερικάνος πρόεδρος στρέφεται ευθέως κατά του Ιράν και στοχοποιεί ως παράγοντα αστάθειας στην περιοχή το σιιτικό τόξο, που περιλαμβάνει το Ιράκ, την Συρία και το Λίβανο, μέσω της ισχυροποιημένης εσχάτως σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ. Μιλώντας την Κυριακή 21 Μαΐου στο Ριάντ, ενώπιον πολλών Αράβων αρχηγών κρατών, ο Τραμπ δεν έκρυψε τα λόγια του δείχνοντας το Ιράν ως τον κύριο αντίπαλο, το οποίο «χρηματοδοτεί, οπλίζει και εκπαιδεύει τους τρομοκράτες (…) οι οποίοι εξαπλώνουν το χάος και την καταστροφή σε όλη την περιοχή».

Στην ίδια ομιλία αρκέστηκε σε μια ανώδυνη αναφορά στον ISIS, συνιστώντας στους Άραβες ηγέτες να ελέγχουν τους μυστικούς διαδρόμους του χρήματος (των τζιχαντιστών), καθώς και τις απόψεις των καθοδηγητών τους. Επιστέγασμα αυτών των προσεγγίσεων είναι η συνυπογραφή εξοπλιστικών προγραμμάτων ύψους 110 δισ. δολαρίων, μέρος μιας θεαματικού ύψους συνολικής εμπορικής συμφωνίας που ξεπερνά τα 350 δισ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος απαντά στους επικριτές του με ένα τεράστιο πρόγραμμα εμπορικών συμφωνιών. Δεν αρκείται όμως σε αυτό. Το σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιεί μια σημαντική στροφή στην εξωτερική πολιτική που σε τίποτα δεν θυμίζει πια τις προεκλογικές του δηλώσεις. Πρόκειται για μια επιστροφή στη εποχή Μπους. Η συνεννόηση με το Ιράν και, βεβαίως, τη Ρωσία περνούν, σε αυτή τη φάση, σε δεύτερη μοίρα. Όλα θα δοκιμαστούν μέσα από τις δυνατότητες που θα αναδείξουν οι νέες συμμαχίες. Στο μεταξύ, η αμερικάνικη εξωτερική πολιτική στηρίζεται στην αναδιαμόρφωση του πόλου Σαουδική Αραβία – Εμιράτα του Κόλπου – Ισραήλ ως βασικών σύμμαχων των ΗΠΑ στην περιοχή. Στον αντίπαλο πόλο αναδείχνονται το Ιράν και η Ρωσία. Εξέλιξη καθόλου εφησυχαστική. Όχι μόνο γιατί έτσι ο πόλεμος στη Συρία θα γνωρίσει νέες οξύνσεις. Όχι μόνο γιατί η ενδυνάμωση και η στρατιωτική ενίσχυση περιφερειακών δυνάμεων, όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, προσδίδουν πρόσθετες ανισορροπίες στην περιοχή υπό το βάρος των ξεχωριστών και ιδιαίτερων στρατηγικών που αυτές έχουν. Αλλά κυρίως, γιατί τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει ότι, περισσότερο ή λιγότερο τυχαία, έχουν ανοίξει δρόμοι και προϋποθέσεις για μια σοβαρότερη ανάφλεξη στην περιοχή με απευθείας εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων. Η μεγάλη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων και τα σημερινά δεδομένα στα πεδία των μαχών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια.

 

Καθησυχασμός του Ισραήλ

Η στροφή του Αμερικάνου προέδρου και η στρατιωτική ενίσχυση της Σαουδικής Αραβίας δεν άφησε αδιάφορο το Ισραήλ. Οι ηγεσίες των δύο χωρών μπορεί να αναγνωρίζουν ως βασικό τους εχθρό το Ιράν, την ίδια στιγμή όμως ανταγωνίζονται ισχυρά για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής. Με αυτή την έννοια, η απόφαση του Τραμπ να ενισχύσει με όπλα τελευταίας τεχνολογίας το Ριάντ αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη από το Τελ-Αβίβ, καθώς ανατρέπονται οι μεταξύ τους ισορροπίες.

Καθόλου τυχαία με τις πρώτες κιόλας δηλώσεις του ο Αμερικάνος πρόεδρος προσπάθησε να καθησυχάσει τις ανησυχίες του Ισραήλ. «Για το πρώτο ταξίδι μου στο εξωτερικό ως προέδρου, ήρθα σε αυτή την αρχαία και ιερή γη για να επαναβεβαιώσω τους ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο κράτος του Ισραήλ», δήλωσε στο αεροδρόμιο του Τελ-Αβίβ. Επιχειρώντας να ικανοποιήσει τους Ισραηλινούς, απέφυγε κάθε αιχμή για το Παλαιστινιακό με μια γενική αναφορά: «Έχουμε ενώπιόν μας μια σπάνια ευκαιρία να φέρουμε την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ειρήνη σε αυτή την περιοχή και στους ανθρώπους…», και στοχοποίησε για άλλη μια φορά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Στην πραγματικότητα έκλεισε με αυτό το τρόπο το μάτι στις απειλές του Ισραήλ για άμεση επέμβαση και βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, ανεξάρτητα με τις συμφωνία που έχει υπογραφεί πρόσφατα και αφορά τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος από τον ΟΗΕ.

Οι επιθετικές εξάρσεις των ΗΠΑ- Σαουδικής Αραβίας- Ισραήλ κατά του Ιράν δεν έμειναν ασχολίαστες από την Τεχεράνη. Ο Ιρανός υπουργός εξωτερικών σχολίασε ειρωνικά ότι «το Ιράν, που μόλις διεξήγαγε πραγματικές εκλογές, δέχθηκε επίθεση από τον πρόεδρο των ΗΠΑ σε αυτό το προπύργιο της δημοκρατίας και της μετριοπάθειας. Εξωτερική πολιτική ή απλώς το άρμεγμα του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας για 480 δισ. δολάρια;» δήλωσε. Πιο αυστηρή ήταν η δήλωση του εκπροσώπου του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών, Μπαχράμ Γασεμί: «Οι βαλλιστικές δραστηριότητες του Ιράν αποτελούν μέρος της αμυντικής μας πολιτικής (…) Θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε τις δραστηριότητες αυτές και (…) δεν θα επιτρέψουμε σε καμία χώρα να συζητά για την αμυντική μας πολιτική», τόνισε ο Γασεμί.

Μέχρι στιγμής η οξύτητα περιορίζεται στις δηλώσεις των δύο πλευρών. Αύριο;

 

 

 

Το ΝΑΤΟ πάει πάλι… πόλεμο

 

Σε κλίμα εντάσεων, με τον πρόεδρο Τραμπ να κατηγορεί ευθέως τη Γερμανία και τις υπόλοιπες χώρες της συμμαχίας για αθέτηση της υποχρέωσής τους να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες αλλά και για τεράστια χρέη προς τις ΗΠΑ που εξασφαλίζουν την… ασφάλειά τους, ξεκίνησαν την Πέμπτη οι εργασίες της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Στην ομιλία του ο Τραμπ καθόρισε σαν κύριους εχθρούς την τρομοκρατία, τη Ρωσία, και τις μεταναστευτικές ροές. Ήταν η λογική κατάληξη όσων προηγήθηκαν τις προηγούμενες μέρες της περιοδείας του στη Μέση Ανατολή.

Οι πιο σοβαρές αποφάσεις όμως είχαν παρθεί την προηγούμενη μέρα.

Έτσι, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, το ΝΑΤΟ αποφάσισε σε επίπεδο πρεσβευτών των 28 χωρών μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας, να ενταχθεί κι επίσημα ως συμμαχία, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και στη Συρία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους.

Οι αντιφατικές δηλώσεις του Γενικού Γραμματέα ότι η συμμετοχή της Συμμαχίας στο πόλεμο δεν σημαίνει άμεση εμπλοκή στα πεδία των μαχών έμειναν ασχολίαστες. Το ουσιαστικό είναι ότι με αυτή την απόφαση ικανοποιείται το αίτημα της Ουάσινγκτον που πάνω από ένα χρόνο απαιτούσε από το NATO να ενταχθεί εξολοκλήρου στη συμμαχία προθύμων που επιχειρεί στην περιοχή.

Είναι φανερό ότι η συμμετοχή του ΝΑΤΟ, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, σε έναν αδίστακτο πόλεμο από αέρος ενάντια στην Συρία και το Ιράκ, μόνο ως πρόσχημα θα έχει τον κίνδυνο που λέγεται ISIS. Σε συνδυασμό με τις συμφωνίες ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας γίνεται φανερό ότι πραγματικός στόχος της σταυροφορίας των ΝATOϊκών είναι ο άξονας Ιράν, Συρία, Χεζμπολάχ και βεβαίως η Ρωσία που έχει ενισχύσει σημαντικά το ρόλο και την επιρροή της στην περιοχή.

Οι προετοιμασίες για το νέο ΝATOϊκό πόλεμος είναι ένα βήμα για μια ολοκληρωτική ανάφλεξη στην περιοχή. Παράλληλα, λίγες μόλις μέρες μετά την εγκληματική βομβιστική επίθεση στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, θα ενισχύσει την ήδη ισχυρή αντιδυτική συμπεριφορά των μουσουλμανικών πληθυσμών μέσα και έξω από την Ευρώπη, τροφοδοτώντας με νέους κύκλος αίματος της δυτικές πρωτεύουσες.

 

 

 

Επικίνδυνοι όρκοι αφοσίωσης Τσίπρα στο ΝΑΤΟ

Ένα άγγιγμα στον ώμο, μια λέξη «σας παρακολουθούμε» και μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία «θα σας στηρίξουμε…» είναι η συγκομιδή από την πρωθυπουργική συμμετοχής στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ.

Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση Τσίπρα συνεχίζει να κινείται στον επικίνδυνο δρόμο σύνδεσης των οικονομικών προβλημάτων της χώρας με την εξωτερική πολιτική και μάλιστα με τις πολεμικές σταυροφορίες του ΝΑΤΟ.

Χωρίς ίχνος ντροπής ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε ότι «σε ένα διεθνές περιβάλλον με πολλαπλές προκλήσεις ασφάλειας, ο ευρω-ατλαντικός δεσμός πρέπει να παραμείνει ισχυρός, να συνδέει – σε ισότιμη βάση – τις δυο πλευρές του Ατλαντικού και να ενισχύει τη συλλογική μας ασφάλεια, εξασφαλίζοντας την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.(…)

Η Ελλάδα θα συνεχίσει, παρά το πλαίσιο αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής, να πληροί το στόχο που ετέθη στην Ουαλία για 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες. Δεύτερον, θα εξακολουθήσουμε, με το ειδικό γεωστρατηγικό μας βάρος, να ανταποκρινόμαστε ενεργά στις επιχειρήσεις, αποστολές και δράσεις του ΝΑΤΟ. Τρίτον, αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας και θεωρούμε ότι τα μέτρα στα οποία συμφωνήσαμε σήμερα θα συνεισφέρουν προς αυτήν την κατεύθυνση…»

Η πλήρης προσχώρηση ΣΥΡΙΖΑ στην πατροπαράδοτη εθελοδουλία του επίσημου πολιτικού κόσμου δεν είναι κάτι νέο, δεν εκπλήσσει πια κανέναν.

Η σιωπή μπροστά στο κίνδυνο άμεσης εμπλοκής στις σταυροφορίες των ΗΠΑ στη Συρία, ο κίνδυνος για ένταση των μεταναστευτικών ροών και εγκλωβισμού τους στην ακριτική Ελλάδα και η συνέχιση της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας δεν είναι αποδεκτή.

Ο κίνδυνος για την ειρήνη συνιστά πολύ σοβαρή απειλή για να αφεθεί η διαχείριση της στους μνημονιακούς με ή χωρίς ενοχές…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!