Η ελληνική διπλωματία σε ρόλο θεατή της τουρκικής προκλητικότητας
Του Σπύρου Παναγιώτου
Ένας στοιχειώδης κανόνας της διπλωματίας, λένε οι ειδικοί, είναι να έχει κάποιος σαφή επίγνωση για το αν ο συνομιλητής του έχει φιλικές, ουδέτερες ή επιθετικές προθέσεις όταν κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο δεύτερος σημαντικός κανόνας είναι να αξιολογεί το πραγματικό έδαφος των διαφορών και να έχει καλλιεργήσει τις προϋποθέσεις να το θέτει με αποφασιστικότητα στη συζήτηση. Αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν την ύπαρξη εξωτερικής πολιτικής. Για την περίπτωση της μνημονιακής Ελλάδας και ιδιαίτερα για το κυβερνητικό δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου αυτό δεν είναι δεδομένο.
Δεν θα περίμενε, βέβαια, κανένας να ειπωθεί στον Τούρκο πρωθυπουργό ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι πρόβλημα κατοχής εδαφών μιας ανεξάρτητης χώρας και πρόβλημα εποικισμού και αλλοίωσης της δημογραφικής της σύνθεσης. Αυτή η απλή αλήθεια μοιάζει, για τον επίσημο πολιτικό κόσμο, ξεπερασμένη, παρωχημένη. Αλλά εδώ έχουμε και χειρότερα.
Η Αθήνα δεν θέλησε καν να θέσει την παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της Κύπρου, με την παρουσία πολεμικού σκάφους δίπλα στο «Μπαρμπαρός», στην κυπριακή ΑΟΖ, ως ζήτημα αρχής και άρα ως ελάχιστη προϋπόθεση οποιασδήποτε συνομιλίας για την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας. Αντί γι’ αυτό, αποδέχτηκε τη σύνδεση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό με τη διαπραγμάτευση για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου της Κύπρου, όπως ακριβώς επιθυμεί η τούρκικη πλευρά. Έτσι, τη στιγμή της πιο μεγάλης τουρκικής πρόκλησης, μετά τον Αττίλα του 1974, αντί για καταγγελία της απόλυτης παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου, η τουρκική πλευρά απολαμβάνει τη νομιμοποίηση των αυθαιρεσιών της έναντι της διεθνούς κοινότητας, κάτι που της ανοίγει την όρεξη για νέα «τετελεσμένα».
Η χωρίς αμφισβήτηση απόδειξη της στοιχειώδους διπλωματικής αδυναμίας της ελληνικής πλευράς «διαβάζεται» με πολύ συγκεκριμένο τρόπο όχι μόνο από την Τουρκία, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ την Ε.Ε. αλλά αξιολογείται κατάλληλα και από περιφερειακές δυνάμεις (Αίγυπτος, Ισραήλ) με τις οποίες έχει ανοίξει συζήτηση για τη μεταξύ τους οριοθέτηση της θαλάσσιας ζώνης εκμετάλλευσης.
Με αυτά τα δεδομένα, όσα έγιναν και όσα ακολούθησαν τη συνάντηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας ήταν αναμενόμενα. Στη διάρκεια των συνομιλιών ο Τούρκος πρωθυπουργός, όπως με τον πιο ωμό τρόπο υποστήριξε σε συνέντευξή του σε ελληνικά ΜΜΕ, έθεσε ως προϋπόθεση της επίλυσης του Κυπριακού την αναγνώριση δικαιωμάτων συνεκμετάλλευσης στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και πρότεινε τη συγκρότηση κοινής επιτροπής που θα αναλάβει το συντονισμό της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στα νότια(!) της Κύπρου, πριν καν ολοκληρωθούν οι συνομιλίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Υποβάθμισε, έτσι, τη Κυπριακή Δημοκρατία σε κοινότητα, χωρίς να υπάρξει καμιά δήλωση από την ελληνική πλευρά. Αποσαφήνισε ακόμα ότι το «Μπαρμπαρός» δεν θα αποχωρήσει από τη κυπριακή ΑΟΖ, αν δεν διακοπούν άμεσα οι έρευνες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου διαμήνυσε ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τις τριμερείς συμφωνίες μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, γιατί δεν υπήρξε διαβούλευση με την τούρκικη πλευρά και τα συμφέροντά της στην περιοχή. Και για να μην υπάρχει αμφιβολία ξεκαθάρισε: «Δεν θα δεχθούμε τη συμφωνία. Έχουμε την μακρύτερη ακτή στην Ανατολική Μεσόγειο. Κανένας δεν πρέπει να περιμένει ότι η Τουρκία θα περιοριστεί στον Κόλπο της Αττάλειας».
Ο Τούρκος πρωθυπουργός προχώρησε περισσότερο. Στην ίδια συνέντευξη στην εφημερίδα Καθημερινή και στην ερώτηση αν οι θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο μπορούν να οριοθετηθούν ενιαία ή σαν ξεχωριστή διαδικασία δήλωσε :«Το Αιγαίο είναι περίπλοκο λόγω των νησιών, σε αντίθεση με την Αν. Μεσόγειο όπου υπάρχει ένα μόνο νησί. Η Αν. Μεσόγειος μπορεί να λυθεί εύκολα αν έχει λυθεί το Κυπριακό». Με τη δήλωσή του αυτή ο Νταβούτογλου, στη πραγματικότητα, αμφισβήτησε κάθε συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας Αιγύπτου ακόμα και Νότια της Κρήτης, αν δεν συναινέσει η Τουρκία. Απέρριψε, ταυτόχρονα, την ελληνική θέση ότι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οφείλει να καλύψει όλο το μήκος των θαλάσσιων συνόρων των δύο χωρών, από τη Θράκη ώς το Καστελόριζο.
Απέναντι σε αυτή τη μεθοδική προβολή των τούρκικων διεκδικήσεων, στη βάση μιας βολικής ερμηνείας του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, δεν υπήρξε καμιά ελληνική αντίκρουση. Η διαβεβαίωση του Έλληνα πρωθυπουργού ότι η «ελληνική πλευρά υποστηρίζει τις διαδικασίες ένταξης της Τουρκίας στη Ε.Ε.» πέρα από τα ειρωνικά χαμόγελα που προκαλεί στην Άγκυρα, νομιμοποιεί και δικαιώνει την τούρκικη διπλωματία.
Βεβαιώνει, παράλληλα, όλους εμάς ότι η κατευναστική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, που υπαγορεύεται από ΗΠΑ και Ε.Ε. στο πλαίσιο μιας διατεταγμένης ελληνοτουρκικής «φιλίας», μπορεί να συναντά την ευμένεια μερίδων του οικονομικού κόσμου που ορέγεται business με την ενεργειακά αναβαθμισμένη γειτονική χώρα, δεν υπηρετεί όμως καθόλου την ειρήνη σε ολόκληρη την περιοχή.