Με αφορμή το ντοκιμαντέρ Δεν είμαι ο νέγρος σου, του Ραούλ Πεκ

της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Επί Ομπάμα, το Χόλιγουντ ασχολήθηκε με θεματικές κατά των φυλετικών διακρίσεων, λανσάροντας ταινίες όπως το οσκαρικό 12 χρόνια σκλάβος (Στηβ ΜακΚουήν / 2013), Σέλμα (Άβα ΝτυΒερνέ / 2014) και Ο Μπάτλερ (Λι Ντάνιελς / 2014), παρά την αναβίωση ενός νέου κύματος ρατσιστική βίας και δολοφονιών, από δυνάμεις καταστολής. Ως απάντηση μπορεί να θεωρηθεί η πρόσφατη μαχητική ταινία Detroit: Μια οργισμένη πόλη (Κάθριν Μπίγκελόου / 2017) αλλά και το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Δεν είμαι ο νέγρος σου (2016 / Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο τμήμα Πανόραμα της περσινής Μπερλινάλε), του 64χρονου Αϊτιανού ακτιβιστή κινηματογραφιστή Ραούλ Πεκ, βασισμένο στην ημιτελή πραγματεία Remember This House μιας χαρισματικής μορφής της κινηματικής διανόησης της Αμερικής του ’60, του Αφροαμερικάνου δοκιμιογράφου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Τζέιμς Μπόλντουιν (1924-1987).

***

Μεγαλωμένος στο Κονγκό, με σπουδές σε Αμερική, Γαλλία και Γερμανία, ο Ραούλ Πεκ, που διετέλεσε και Υπουργός Πολιτισμού στη χώρα του, έχει σκηνοθετήσει κυρίως πολιτικά ντοκιμαντέρ, όπως το Lumumba (2000).

Με αφετηρία τους πολιτικούς στοχασμούς του Μπόλντουιν για τρεις φίλους του, τους Μέντγκαρ Ίβερς (1925-1963), Μάλκολμ Χ (1925-1965) και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929-1968), πολιτικούς ηγέτες και ακτιβιστές του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων του ’60, που δολοφονήθηκαν και οι τρεις πριν τα 40 τους, ο Πεκ επαναφέρει τις ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του Μπόλντουιν, με την ευγλωττία που τον χαρακτήριζε ως δεινό ρήτορα που ξεσήκωνε ακροατήρια, παρότι το ντοκιμαντέρ αποστασιοποιείται από το χαρακτηριζόμενο ριζοσπαστισμό των Μαύρων Πανθήρων.

Μέσα από μια εμπεριστατωμένη επιλογή μαγνητοσκοπημένου υλικού από ομιλίες των δολοφονημένων ηγετών, τηλεοπτικές συνεντεύξεις, μεγαλειώδεις αντιρατσιστικές πορείες αλλά και τις βίαιες εξεγέρσεις της μαύρης κοινότητας το ’60, αναδεικνύεται η μάχιμη αντιρατσιστική επιχειρηματολογία των τριών προσωπικοτήτων, αλλά και η τεράστια απήχησή της στον κόσμο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην εικόνα των δολοφονηθέντων ηγετών μέσα στα φέρετρά τους, με τις ατέλειωτες ουρές στο νεκρικό προσκύνημα.

Ο Πεκ ξεκινάει με τη φωτογραφία-σύμβολο, κατά τον Μπόλντουιν, της 15χρονης Ντόροθι Κάουντς, της πρώτης έγχρωμης που φοίτησε σε σχολείο λευκών, το 1957, τη στιγμή που διασχίζει αγέρωχη τον απειλητικό κλοιό λευκών, που επιχειρεί να της φράξει το δρόμο, με τον Μπόλντουιν να εξυμνεί, εκτός κάδρου, την αποφασιστικότητά της. Καταρρίπτοντας το μύθο του εθελόδουλου, φοβισμένου και υποτακτικού νέγρου που λάνσαρε Η Καλύβα του Μπαρμπά Θωμά, από τα μέσα του 19ου αι. και κυρίως η κινηματογραφική μεταφορά της, κατά τη δεκαετία του ’30, ο Μπόλντουιν τονίζει πως ο μαύρος ποτέ δεν αποδέχτηκε τη μειονεκτική θέση του, απλώς την ανεχόταν από ανάγκη επιβίωσης.

***

Ο σκηνοθέτης εικονογραφεί τον εμπεριστατωμένο πολιτικό λόγο του Μπόλντουιν, πότε με φωτογραφίες και φιλμ από το μαζικό 13μηνο μποϊκοτάζ λεωφορείων στο Μοντγκόμερι, το 1956, ενάντια στο διαχωρισμό θέσεων για λευκούς και έγχρωμους επιβάτες, πότε με εικόνες από άγρια λιντσαρίσματα στο Μισισιπί, με ανατριχιαστικές φωτογραφίες κρεμασμένων μαύρων, ενώ η πληθώρα ρατσιστικών δολοφονιών το ’50 και το ’60 αντιπαρατίθεται αναχρονιστικά με πρόσφατες εικόνες ακόμα και 8χρονων δολοφονημένων παιδιών, από το Φέργκιουσον του Μιζούρι, το 2014, επιβεβαιώνοντας ότι δεν έχει κλείσει το θέμα του φυλετικού διαχωρισμού.

Συγκρίνοντας τη γενοκτονία των αυτοχθόνων Βορειοαμερικάνων Ινδιάνων με την επί δεκαετίες άσκηση ρατσιστικών διακρίσεων και δολοφονικών εγκλημάτων σε βάρος των Αφροαμερικάνων, ο Μπόλντουιν κατακρίνει την αναγωγή της σφαγής σε θρύλο, χαρακτηρίζοντας τα γουέστερν ως προϊόντα της κατασκευασμένης αμερικάνικης εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας μιας απαθούς λευκής μάζας, που μετατράπηκε αβασάνιστα σε «ηθικό τέρας», στο βωμό μιας ψευδεπίγραφης ευδαιμονίας. Διερευνώντας τη σταδιακή συναίσθηση ενός υπόδουλου, πως δεν έχει θέση στην ίδια του τη χώρα, χαρακτηριστικά αναφέρει: «γεννιέσαι σε ένα έθνος νικητών, με κοινούς ήρωες Λίνκολν και καουμπόηδες, για να νιώσεις στα έξι-επτά σου χρόνια σοκ, συνειδητοποιώντας πως ο Ινδιάνος που πετσοκόβει ο Τζον Γουέιν είσαι εσύ, επιβεβαιώνοντας στον καθρέφτη το διαφορετικό σου χρώμα…».

Αποδομώντας αμερικάνικους μύθους, εικόνες και πρότυπα, ο Πεκ χρησιμοποιεί υλικό από προπαγανδιστικά φιλμάκια της λευκής υπεροχής, αλλά και μια αντιπαραθετική παρουσίαση συγκεκριμένων σκηνών, από αμερικάνικες ταινίες του ’30 ως το ’60, καταδεικνύοντας την εμφάνιση του μαύρου ως φοβισμένου και υποταγμένου υπηρέτη ή κατώτερου γουρλομάτη διασκεδαστή, εικόνες που παγίωσαν τα κυρίαρχα χολιγουντιανά πρότυπα, μέχρι και τα τέλη του ’60, οπότε ηθοποιοί, όπως ο Σίντνεϊ Πουατιέ ή ο Τζαμαϊκανής καταγωγής τραγουδιστής Χάρι Μπελαφόντε -πρωταγωνιστές και οι δυο του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων ήδη απ’ το ’50- γίνονται ερωτικά ινδάλματα της μαύρης ομορφιάς, στο σινεμά των λευκών.

***

Με τη δήλωση ότι η αμερικάνικη αίσθηση της πραγματικότητας είναι αντανάκλαση της θεαματικής τηλεοπτικής εικόνας της, που εκθειάζει την ευμάρεια του πληκτικού αμερικάνικου τρόπου ζωής, ο Μπόλντουιν διαχωρίζει δυο συγκρουσιακά επίπεδα. Από τη μια το πρότυπο της αδιάφορης Αμερικής, με το κινηματογραφικό ντουέτο Ντόρις Ντέι-Γκάρι Κούπερ να στροβιλίζεται χορεύοντας ανέμελα, σε μια εποχή συγκλονιστικών ρατσιστικών δολοφονιών και από την άλλη, την εικόνα του τυφλού βασιλιά της σόουλ, Ρέι Τσαρλς, που αναδύθηκε από τη φτώχια και τον αναλφαβητισμό στην πρώτη γραμμή της επιτυχίας.

Καθώς, σύμφωνα με τον Μπόλντουιν «η ιστορία δεν είναι το παρελθόν, αλλά το παρόν», ο σκηνοθέτης στοχεύοντας να ενεργοποιήσει το νεανικό ακροατήριο, δήλωσε πως ένιωσε την ανάγκη να επικαιροποιήσει τα διαβάσματα της νεότητάς του, που καθόρισαν την πολιτική του ταυτότητα (Μαρξ / Μπόλντουιν) ακριβώς επειδή το «ρατσιστικό πρόβλημα» πάει πολύ πιο πίσω από τον Τραμπ.

Οι σκέψεις σε πρώτο πρόσωπο του Μπόλντουιν, στην εκτός κάδρου αφήγηση, δανείζονται την αναγνωρίσιμη φωνή του Σάμιουελ Τζάκσον, που γίνεται ηθελημένα, ένας αυτόνομος χαρακτήρας στο ντοκιμαντέρ, που συνδέει φωνή και λέξεις δημιουργώντας άμεσο αντίκτυπο.

Κλείνοντας το ντοκιμαντέρ με το συμπέρασμα του Μπόλντουιν «το λευκό αποτελεί μεταφορά της εξουσίας», επισημαίνεται πως «οι λευκοί επινόησαν το αφήγημα του νέγρου», ενώ υπογραμμίζεται ότι «η ιστορία του νέγρου στην Αμερική, είναι η ίδια η ιστορία της Αμερικής και δεν είναι μια ιστορία με αισιόδοξο τέλος».

Όπως η μυθοπλαστική ταινία του ίδιου σκηνοθέτη Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς, έτσι και το ντοκιμαντέρ Δεν είμαι ο νέγρος σου κλείνει αντίστοιχα με μετωπικά διαδοχικά πορτρέτα, εδώ των σύγχρονων Αφροαμερικάνων, ως τα νέα κινηματογραφικά πρότυπα, στην αναζήτηση μιας ανανεωμένης αφροαμερικάνικης ταυτότητας.

 

*H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

ΙNFO

Κριτική για την ταινία Good time των Τζος και Μπένι Σαφντί που βγήκε από 23/11 στις αίθουσες, υπάρχει στην ανταπόκρισή μου από το 70ό φεστιβάλ Καννών, στο φύλο 362 (3/6/2017).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!