14 Ιουλίου 1972. Καθόμουν στον εξώστη του King’s Cross Cinema, ένα κινηματογράφο που είχε γίνει concert hall στην ακμή του ροκ στο Λονδίνο.

Όχι μόνο γιατί το εισιτήριο ήταν πιο φτηνό στη γαλαρία, αλλά και γιατί έβλεπα καλύτερα από το να καθόμουν στην πλατεία που τα μεγάλα μόνιτορ έκρυβαν τα πόδια των μουσικών. Πάντα μου άρεσε να βλέπω τις κινήσεις των μουσικών στα κάτω άκρα, είτε αυτών που τραγουδούσαν και έκαναν διάφορους βηματισμούς, στροφές και πηδηματάκια, είτε αυτών που έπαιζαν κιθάρα και πατούσαν τα πεντάλ παραμορφώνοντας τον ήχο της μουσικής που έβγαινε από τις Fender Stratocaster. Συχνά, έπαιζαν ρόλο και τα παπούτσια τους, δίχρωμα, δίσολα, κρεπ, τακούνια, μπότες, λουστρίνια, σανδάλια, κάλτσες, καμιά φορά και ξυπολυταρία. Δεν είχαν ακόμα επικρατήσει τα αθλητικά που ισοπέδωσαν την εμφάνιση των κάτω άκρων.
 Μόλις τελείωσε η συναυλία κι άρχισε να αδειάζει η αίθουσα που δεν ήταν υπερπλήρης, κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες και πηγαίνοντας κόντρα στους εξερχόμενους έφτασα στη σκηνή με την ελπίδα να πω δυο κουβέντες με τον Λου Ριντ, στα όρθια, και να του βγάλω από κοντά μερικές φωτογραφίες με τη μικρή φωτογραφική μου μηχανή. Σεκιουριτάδες δεν υπήρχαν τότε, ούτε καν σε όλες τις μεγάλες συναυλίες, και η πρόσβαση ήταν εύκολη στα παρασκήνια. Μπήκα από τη διπλανή πόρτα στο διάδρομο που οδηγούσε από το πάλκο στα καμαρίνια και έβγαζε στον πίσω δρόμο, στη ράμπα που περίμενε το βαν στο οποίο φόρτωναν οι μουσικοί, οι ίδιοι, τα όργανα και τους ενισχυτές τους. Έπιασα θέση και περίμενα με τη σχετική ταραχή το διασημότερο μέλος των Velvet Underground που έκανε μία κατά κάποιον τρόπο επιστροφή, με διαφορετική μπάντα, προσπαθώντας με τα «παλιά» τραγούδια, αλλά και μερικά καινούργια που θα κυκλοφορούσαν σε δίσκο εκείνη τη χρονιά, να σταθεί μέσα στις νέες μουσικές και τα νέα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες που άλλαζαν τον τρόπο και τις συνήθειες έκφρασης της προηγούμενης δεκαετίας. Έκανα να κινηθώ προς το μέρος του όταν τον είδα στο κεφαλόσκαλο, αλλά ενστικτωδώς συγκρατήθηκα σε μικρή απόσταση. Ο Λου Ριντ προσπαθούσε να βρει τα ξύλινα σκαλοπάτια για να πατήσει, στα τυφλά, όχι μόνο γιατί κουβαλούσε ένα μικρό σε μέγεθος αλλά βαρύ ενισχυτή, αλλά και γιατί δεν έλεγχε καλά τις κινήσεις του. Κατεβαίνοντας με δυσκολία, πήρε το δρόμο για την έξοδο περπατώντας με μεγάλη αστάθεια και παραπατώντας λίγο αριστερά και λίγο δεξιά. Τρίκλιζε. Μούδιασα. Αυτό που πάνω στη σκηνή φαινόταν για στυλ, στο διάδρομο εκδηλωνόταν σαν τραγωδία.
Εντούτοις, ο Ριντ επέζησε, όπως και ο Κιθ Ρίτσαρντς των Rolling Stones. Πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 2013, σε ηλικία 71 ετών. Η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζιμ Μόρισον, ο Τζίμι Χέντρι και πολλοί άλλοι γνωστοί και άγνωστοι ροκ καλλιτέχνες δεν είχαν την ίδια τύχη. Η πρέζα είχε ρημάξει το ροκ και συνέχισε να το ρημάζει. Ο Ριντ χαρακτηρίστηκε σαν ένας από τους σημαιοφόρους αυτής της υποκουλτούρας που διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο και πήρε στο λαιμό της δημιουργικούς ανθρώπους σαν τον Παύλο Σιδηρόπουλο που θεώρησαν -τουλάχιστον στην αρχή- την «άσπρη» αλληλένδετη με το ροκ.
Τα τραγούδια του Λου Ριντ και των Velvet Underground έγραψαν ιστορία γιατί αποτελούν –όπως αποδείχτηκε πολύ αργότερα από την εποχή τους- γέννημα και σήμα κατατεθέν μιας φορτισμένης πτυχής της νεοϋορκέζικης σκηνής, μέρος της πολυδιάστατης ροκ κουλτούρας, που είναι καλλιτεχνικά ενδιαφέρουσα, κοινωνικά αμφιλεγόμενη και πολιτικά μάλλον αρνητική.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!