Το να αγαπήσεις το blues στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1960 δεν ήταν κάτι αυτονόητο. Κατ’ αρχήν, ήταν άγνωστο, απολύτως φυσικό αφού ούτε στη γενέτειρά του ήταν γνωστό. Ήταν περιορισμένο σε ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιθώριο, ξένο ως πολύ απεχθές στην κυρίαρχη μέση λευκή Αμερική, γιατί θεωρείτο το απόσταγμα της «μαυρίλας». Με βαθιές ρίζες στους σκλάβους που απήγαγαν οι λευκοί από την Αφρική, το blues διαμορφώθηκε ως υποπροϊόν των δύο μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων μέσα στις ΗΠΑ, με σημεία εκκίνησης το 1916 και το 1940, στη διάρκεια των οποίων εκατομμύρια μαύροι από τον αμερικάνικο Νότο διασκορπίστηκαν σε όλη την Αμερική σε αναζήτηση εργασίας και ελευθερίας.
Οι μουσικοί που έπαιζαν blues ήταν πάμφτωχοι περιφερόμενοι που δούλευαν σε εργοστάσια, λιμάνια και εργοτάξια, εργάτες και χαμάληδες, αν δεν παρέμεναν σε αγροτικές περιοχές, άκληροι, εργάτες γης. Δεν ήταν πια δούλοι με το νόμο, αλλά δεν είχαν πλήρη δικαιώματα και τα ατιμώρητα λιντσαρίσματα, με αγχόνες, πυρπολήσεις και ξυλοδαρμούς, που συνεχίζονταν μέχρι το 1960 δεν ήταν μαζικά, αλλά έδειχναν το όριο απελευθέρωσης των μαύρων και το όριο ασυδοσίας των λευκών.
Ούτε οι προοδευτικοί άνθρωποι είχαν αξιολογήσει εξ αρχής το blues ως κάτι σημαντικό, γι’ αυτό και η αναγνώριση της ύπαρξης και της αξίας του έγινε σε βάθος χρόνου σταδιακά. Η κυρίαρχη λευκή Αμερική μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα είχε υπό όρους δεχτεί την μουσική των μαύρων εφόσον ήταν έντεχνη και καθωσπρέπει. Αποδεχόταν την τζαζ που παιζόταν σε ακριβά ρεστοράν και ντάνσινγκ χολ, από μεγάλες ορχήστρες με σπουδαίους μουσικούς που έπρεπε να φοράνε κοστούμια με γραβάτες ή παπιγιόν και μακριές τουαλέτες αν ήταν γυναίκες τραγουδίστριες. Τελικά, το blues βγήκε από παράδρομο στην επιφάνεια από λευκούς που άλλοι γοητεύτηκαν από την αξία του και άλλοι είδαν την εμπορική του διάσταση σε μια κοινωνία που άλλαζε ραγδαία. Αμφότεροι το υιοθέτησαν δημιουργώντας χώρο ύπαρξης και επικοινωνίας για τους μαύρους που το έπαιζαν και το τραγουδούσαν σε πολύ μικρότερα ακροατήρια. Η ανάδειξη αυτή συνέβαινε παράλληλα με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα που ήταν σε άνοδο στη μεταπολεμική περίοδο και κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1960.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ούτε οι μαύροι στην πλειονότητά τους άκουγαν blues στην προπολεμική του μορφή. Μεγάλη απήχηση βρήκαν τα παράγωγα του blues, τόσο στους μαύρους όσο και στους λευκούς, από το rock ‘n’ roll μέχρι τη μουσική soul στην πιο «τραχιά» αλλά και στην πιο βατή εκδοχή της, από τον James Brown και τον Rufus Thomas στον Marvin Gaye και την Aretha Franklin. Μικρές και μεγάλες εταιρίες δίσκων, όπως η Chess Records, η Alligator και η Stax, αλλά και η Atlantic και η Tamla Motown έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και ανάπτυξη όλων των ιδιωμάτων που έχουν τις ρίζες τους στη μουσική που ανήκει στους σκλάβους και τους απογόνους τους.
Σταδιακά, οι λευκοί μουσικοί απέκτησαν μεγάλη εξάρτηση από τη μαύρη μουσική και έμαθαν να αφουγκράζονται, να μελετούν, να υιοθετούν και να μεταλλάσσουν τις μουσικές εφευρέσεις των μαύρων. Μερικοί λευκοί καλλιτέχνες «άσπριζαν» εντελώς τις μαύρες μουσικές για να τις φέρουν στα μέτρα τους και άλλοι «μαύριζαν» οι ίδιοι σε ύφος και στυλ για να προσεγγίσουν καλύτερα και να αποδώσουν πιο πειστικά τις μαύρες μουσικές. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα…
Αυτά και πολλά άλλα που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας αφηγείται απλά, κατανοητά και τεκμηριωμένα ο Χρήστος Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του «Blues… Η μητέρα της σύγχρονης μουσικής» (εκδόσεις Παρασκήνιο). Ένα βιβλίο για τους φίλους της καλής μουσικής που θέλουν να εμπεδώσουν και να διευρύνουν τις γνώσεις τους και ιδιαίτερα χρήσιμο για τους νέους που αγαπούν τη μουσική και θα ωφεληθούν πολύ από την εμβάθυνση στα γεννοφάσκια της διεθνοποιημένης ποπ, ροκ και τζαζ μουσικής που δεν έχει αφήσει καμία εθνική μουσική ανεπηρέαστη.
Μπλουζ και blues
«Όταν ο Mick Jagger τραγουδούσε το King Bee όλοι νόμιζαν ότι ήταν δικό του κι όχι του Slim Harpo. Το blues όμως είναι ένα με τις ίνες αυτές της χώρας∙ ήταν, είναι και θα είναι μέρος της αμερικάνικης κουλτούρας κι ας υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι το Crossroads είναι του Eric Clapton, άνθρωποι που δεν ξέρουν ποιος είναι ο Robert Johnson.» (John Cipollina, συνομιλία με τον Νίκο Σαββάτη και τον Στέλιο Ελληνιάδη, ντέφι ,1991)
Στην Ελλάδα, πριν μάθουμε το blues μάθαμε το μπλουζ! Κι ήταν αυτό κάτι πρωτοφανές. Με όλες τις αισθήσεις σε υπέρτατη διέγερση, το μπλουζ ήταν το μέσο που άφηνε να εκφραστεί και να βγει όλη η ταραχή, η αναστάτωση, η ηδονή η εφηβική στο άγγιγμα της άλλης ή του άλλου, η υλοποίηση και νομιμοποίηση μιας κατά τα άλλα αν όχι απαγορευμένης οπωσδήποτε μη επιτρεπτής επαφής σώμα με σώμα, χέρι με χέρι, μάγουλο με μάγουλο! Όλες οι ανομολόγητες επιθυμίες, τα όνειρα, οι ελπίδες και οι προσδοκίες καίγονταν και έλιωναν μαζί με τον ιδρώτα στο ημίφως της σαλονοτραπεζαρίας υπό τους ήχους ορισμένων τραγουδιών που μας παρότρυναν και μας έκαναν να ξεπερνάμε τις αναστολές, τους δισταγμούς και τις φοβίες μας. Αυτά ήτανε τα μπλουζ! Γι’ αυτό είχε μεγάλη σημασία, ποιος έβαζε τα σωστά τραγούδια και ποιος τολμούσε να σηκωθεί πρώτος και να προλάβει να ζητήσει από το πρόσωπο του πόθου του να χορέψουν μαζί.
Κι αφού γνωρίσαμε μέσα απ’ αυτή την απερίγραπτη συγκίνηση το μπλουζ, γνωρίσαμε και το blues! Το πιο μπλουζ blues τραγούδι της εφηβικής μου περιόδου ήταν το The house of the rising sun που το απέκτησα σε δίσκο 45 στροφών το 1964. Το τραγούδι που δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο και σε κάθε πάρτυ έμπαινε πολλές φορές στο πικάπ. Το τραγούδι που έγινε αφορμή να πάω στο Ωδείο του Μεταξά στην Πατησίων για να μάθω να παίζω στην κιθάρα μόνον αυτό! Το τραγούδι που μαζί με τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησαν σε δίσκο οι Rolling Stones, όπως το Little red rooster του Willie Dixon, έγιναν η αιτία να ανακαλύψω το αυθεντικό blues, το οποίο έκτοτε αποτέλεσε γνώμονα για τις προτιμήσεις μου στην αγγλοαμερικάνικη μουσική η οποία είχε πλημμυρίσει τις αισθήσεις μας στη δεκαετία του 1960. Στα πάρτυ, χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνια για να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία στο μπλουζ ένα άλλο τραγούδι, επίσης με καταγωγή από το blues, το When a man loves a woman που το τραγουδούσε ένας κανονικός μαύρος τραγουδιστής και όχι ένας εξ αγχιστείας μαύρος όπως ο Joe Cocker ή ο Mick Jagger!
Αυτά και άλλα τραγούδια, από λευκούς και μαύρους καλλιτέχνες, αποτέλεσαν το κατώφλι για τη γνωριμία μας με το blues, το rhythm and blues, τη soul και τη jazz, αλλά και με το rock στα χρόνια που ακολούθησαν κι όπου όλα εξελίσσονταν και άλλαζαν γρήγορα και φαντασμαγορικά. Δεν ήταν το rock ‘n’ roll που μας έβαλε στον κόσμο του blues, γιατί το rock ‘n’ roll είχε καπελωθεί, παρ’ όλο που συνυπήρχαν ο Chuck Berry και ο Little Richard, από τους λευκούς Bill Haley, Elvis Presley και Jerry Lee Lewis πρωτίστως, που συγκέντρωναν πάνω τους όχι μόνο την προσοχή των νέων αλλά και την οργή των μεγάλων.
Στην Ελλάδα, μάθαμε για το blues από τους Άγγλους μουσικούς. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι και οι Αμερικάνοι πρόσεξαν το blues χάρη στους Άγγλους! Μπορεί οι bluesmen από το Σικάγο να ήταν ενεργοί στη δεκαετία του 1950, αλλά ήταν οι Rolling Stones με τον Keith Richard, οι Yardbirds με τον Jeff Beck, οι Animals με τον Eric Burdon, οι Cream με τον Eric Clapton, ο John Mayall με τους Bluesbreakers και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες που, εμπνευσμένοι από το αμερικάνικο blues δημιούργησαν αυτή τη νέα μουσική και «έδειξαν» με τον πιο άμεσο τρόπο την πηγή απ’ όπου έπιναν νερό. Μάλιστα, ο Jimi Hendrix έφτιαξε «σχολή» στην Αγγλία προτού αναγνωριστεί στην πατρίδα του!
Μέχρι τότε, οι ξένες μουσικές έφταναν στην Ελλάδα, με σχετική αργοπορία, μέσα από τις εταιρίες δίσκων οι οποίες εκδίδανε ένα μέρος των τραγουδιών που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό. Και οι δίσκοι των blues καλλιτεχνών απουσίαζαν. Κυκλοφορούσαν δίσκοι του Nat King Cole και του Harry Belafonte, αλλά σε καμία περίπτωση του John Lee Hooker και του Howlin’ Wolf. Και οι άλλοι «μεταφορείς» τραγουδιών, οι πολυάριθμοι τότε Έλληνες ναυτικοί στα πλοία με ελληνική σημαία που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, μια εποχή που ελάχιστοι πολίτες ταξίδευαν για μπίζνες και αναψυχή, έφερναν για δώρο στους οικείους τους δίσκους με τραγούδια ιταλικά, γαλλικά, τούρκικα, αμερικάνικα και πολλά ισπανόφωνα! Σ’ αυτές τις μεταγγίσεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο άνοιγμα της κοινωνίας σε άλλες μουσικές δεν συμπεριλαμβάνονταν δίσκοι με blues.
Αποκάλυψη
Τέλη δεκαετίας του ’60, πρωτοετής στη Νομική, πολύ δραστήριος με τα ελληνικά συγκροτήματα και γνώστης των μουσικών πραγμάτων σε Ευρώπη και Αμερική, σε μία από τις επισκέψεις μου στα γραφεία της δισκογραφικής εταιρίας «Λύρα», στο Κολωνάκι, ο Τάσος Φαληρέας, με τον οποίο συνδεόμουν στενά, βγάζει μέσα από το μεταλλικό συρτάρι του γραφείου που καθόταν στο μικρό δωμάτιο του πρώτου ορόφου του ωραίου νεοκλασικού κτηρίου της οδού Κριεζώτου, ένα άλμπουμ δύο δίσκων της Vanguard με τον βαρύγδουπο τίτλο The Best of the Chicago Blues και μου το δίνει μέσα σε μια χάρτινη σακούλα από κατάστημα ανδρικών ρούχων. Έφυγα τρέχοντας για το πικάπ. Τέτοιοι δίσκοι, και μάλιστα Made in France δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα. Πού να βρεις LP με αυθεντικό αμερικάνικο blues; Άκουγα με τις ώρες τον Junior Wells στο Tobacco Road, αλλά και τους Buddy Guy, Otis Spann, Homesick James, Johnny Young, Jimmy Cotton και Big Walter Thornton στα 23 συνολικά κομμάτια που περιείχαν οι δύο δίσκοι, με κρατημένη την ανάσα. Ήταν η περίοδος που είχα οριστικά ξεκόψει από τα ποπ συγκροτήματα με τα κοστουμάκια το χειμώνα και τα εμπριμέ ομοιόμορφα πουκάμισα το καλοκαίρι που έπαιζαν και τραγουδούσαν τα πάντα, από τις πιο ξενέρωτες αμερικάνικες ποπ επιτυχίες και τα ιταλικά τραγούδια από το Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο μέχρι James Brown και Rolling Stones, αδιακρίτως! Υπήρχαν καλοί μουσικοί και ενημερωμένοι, αλλά προσαρμόζονταν στο γενικό ρεύμα των συγκροτημάτων που έπαιζαν στα κυριακάτικα πρωινά και στα κλαμπάκια που κυριαρχούσε η χορευτική μουσική. Όμως, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει και οι ζυμώσεις εντείνονταν στην εντόπια μουσική σκηνή στην οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έφταναν τα ρεύματα από την Αγγλία και την Αμερική και οι απόηχοι από τα μεγάλα συμβάντα, όπως το Φεστιβάλ του Γούντστοκ. Μαζί με τον Muddy Waters και τον B.B. King, καλλιτέχνες όπως οι Janis Joplin, Paul Butterfield, Al Cooper, Mike Bloomfield, Alexis Korner, Christine Perfect, Edgar και Johnny Winter κ.ά. μας αποκάλυψαν την ομορφιά και τις απεριόριστες διαστάσεις αυτής της μουσικής.
Και βέβαια, η στροφή μας δεν ήταν ασύνδετη από τις επιπτώσεις που είχε η στρατιωτική δικτατορία όχι μόνο στις ελευθερίες μας, αλλά και στα γούστα μας.
Κέρδος και ομοιομορφία
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Υπήρχε ένα πολιτιστικό φράγμα που έπρεπε να το σπάσεις όχι με το μυαλό, σαν διανοούμενος, αλλά με το αντίθετο, με το συναίσθημα. Ήταν τρομερά δύσκολο να υπάρξεις μέσα στο γκέτο των μαύρων, χρειαζόσουν μια προσωπικότητα: κάποιος που είναι λίγο άφοβος, λίγο τρελός και λίγο… οπλισμένος.» (Nick Gravenites, συνομιλία με τον Νίκο Σαββάτη και τον Στέλιο Ελληνιάδη, ντέφι, 1991)
Το 1972, στο Βερολίνο, σε ένα ωραίο κλαμπ άκουσα παρέα με τον φίλο μου Clemens Kochinke, τον Memphis Slim να παίζει πιάνο και να τραγουδάει. Όταν τελείωσε η παράσταση, ξεκινήσαμε μια συζήτηση που συνεχίστηκε την επόμενη μέρα στο όχι πολυτελές ξενοδοχείο που έμενε. Είχε πολύ χιούμορ και μιλούσε ανοιχτά για τον εαυτό του και για τα προβλήματα της δουλειάς του. Ζούσε στο Παρίσι από το 1959! Ήταν κι αυτός ένας από τους μαύρους καλλιτέχνες που είχαν βρει καταφύγιο και κοινό στην Ευρώπη, όπου ηχογραφούσαν και έβγαζαν δίσκους σε γαλλικές εταιρίες και με ορμητήριο το Παρίσι έκαναν εμφανίσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Στην Αμερική, για όσους έπαιζαν blues χωρίς να προσαρμόζονται στα σύγχρονα ρεύματα ή να βγάζουν δίσκους στο πλαίσιο που καθόριζε η βιομηχανία θεάματος-ακροάματος, δεν υπήρχαν αρκετές δουλειές για να ζήσουν αξιοπρεπώς. Όταν τον ξανασυνάντησα στην Αθήνα, το 1982, είχε συμπληρώσει 23 χρόνια διαμονής στο Παρίσι! Στην Αμερική πήγαινε σπάνια, πλούσιος δεν είχε γίνει, αλλά είχε επιβιώσει παίζοντας πάντα τη μουσική που αγαπούσε.
Το 1982, όταν συναντήθηκα με τον Elvin Jones, ο θρυλικός συμπαίκτης του John Coltrane είχε εγκαταλείψει την Αμερική και ζούσε στην Ιαπωνία! Η περιγραφή της κατάστασης στην πατρίδα του ήταν πολύ απογοητευτική. «Οι μικρές εταιρίες δίσκων [που έβγαζαν δίσκους jazz] σαν την Blue Note και τη Vanguard, ξεπουλήθηκαν στα μεγαλύτερα συγκροτήματα και δεν έχουν πια καμία πολιτική για τους καλλιτέχνες τους. Οι μουσικοί βρίσκονται, λοιπόν, στο σημείο είτε να υποταχθούν στα πλαίσια που έχουν καθοριστεί από τη CBS ή τη Warner Bros είτε να μείνουν έξω από το σκηνικό εντελώς… Έχουν εξορίσει τη jazz και έχουν περιορίσει τους όρους εξέλιξής της στην προ του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου περίοδο… Σπουδαίοι μουσικοί όπως ο Count Basie, ο Duke Ellington, ο Buddy Rich και ο Maynard Ferguson δεν έχουν συμβόλαιο με εταιρία δίσκων!» (ντέφι, 1982)
Τα ίδια περίπου άκουγα από όλους τους καλλιτέχνες του blues και της jazz που ζητούσα τη γνώμη τους, είτε επρόκειτο για τον Albert Collins είτε για τον Archie Shepp. Αλλά και από λευκούς μουσικούς που ήταν αφοσιωμένοι στις μουσικές των μαύρων, όπως ο John Hammond τον οποίο είχα ακούσει για πρώτη φορά από το δίσκο The Best of John Hammond που επίσης είχε κυκλοφορήσει σε ανύποπτο χρόνο από τη Λύρα χάρη στον Τάσο Φαληρέα. Ένας λευκός και, μάλιστα, απόγονος της οικογένειας Vanderbilt, γιος ενός υπερασπιστή των πολιτικών δικαιωμάτων στην εποχή των φυλετικών διακρίσεων, ο οποίος είχε διαπρέψει ως παραγωγός του Bob Dylan, της Aretha Franklin, του Leonard Cohen, του Bruce Springsteen και πολλών άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών! Όταν ο Hammond jr. ήρθε για εμφανίσεις στην Ελλάδα το 1983, μου είπε ότι δυστυχώς οι καλλιτέχνες του blues, που όλοι παραδέχονταν την αξία τους, δεν είχαν την ανάλογη μεταχείριση από το αμερικάνικο σύστημα. «Το blues σε πολλούς είναι ενοχλητικό γιατί δεν γουστάρουν την αλήθεια, δεν γουστάρουν να βλέπουν τα πράγματα στην αληθινή τους μορφή, προτιμούν τις αλλοιωμένες εικόνες του πραγματικού… Είναι πάντως κρίμα που δεν παίζεται πια το blues από το ραδιόφωνο, ούτε από τα FM που έγιναν εμπορικά και φρικαλέα.» (ντέφι, 1983)
Τα χρόνια πέρασαν, εκλάμψεις και αναβιώσεις υπήρξαν, αλλά σε βάθος χρόνου σε μια κοινωνία με θεό το δολάριο, το blues και η jazz παραμένουν στο περιθώριο, με τίτλους, αλλά στο περιθώριο.
«Υπάρχει εμπορευματοποίηση των πάντων. Και η τζαζ είναι μια πολύ καθαρή τέχνη, που επίσης υποφέρει, γιατί όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί και επικρατεί το ‘‘ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους’’. Όμως, η τζαζ μουσική δεν μπορεί να παίζεται απ’ όλους το ίδιο. Είναι μια πολύ προσωπική μορφή τέχνης που αλλάζει ακατάπαυστα. Οι άνθρωποι μπορούν να είναι ελεύθεροι να είναι άτομα. Αλλά τώρα, ο κόσμος πηγαίνει κόντρα σ’ αυτό. Θέλουν να τα εξομοιώσουν όλα, αλλά δεν μπορούν. Θέλουν να είναι όλοι ίδιοι. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η τζαζ έχει κάποιο πρόβλημα στην εποχή μας, αλλά η τζαζ αλλάζει συνεχώς και θα επανέλθει σαν σημαντική μουσική που είναι. Δεν μπορείς να σκοτώσεις τη τζαζ, γιατί είναι μία δύναμη της φύσης. Σημαίνει ελευθερία. Όλοι θα συνειδητοποιήσουν πόσο μεγάλη μουσική είναι η τζαζ. Δεν υπάρχει αρκετή παραγωγή, αλλά είναι ζωντανή. Όμως, δεν θέλω να περιγράψω την κατάσταση σαν πολύ άσχημη, γιατί δεν νομίζω ότι είναι τόσο άσχημη. Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει η τζαζ, και μουσικοί που παίζουν, κι εγώ παίζω ακόμα. Αλλά στις ΗΠΑ δεν υπάρχουν τζαζ κλαμπ. Είμαστε σε μια χαμηλή περίοδο…» (Sonny Rollins, συνομιλία με τον Στέλιο Ελληνιάδη, Δρόμος της Αριστεράς, 2010)
Για τη μουσική των μαύρων, σε ιστορική σειρά, με όλες τις παραλλαγές της, με αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα μέσα σε κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια, αλλά και πρακτικές οδηγίες, το βιβλίο του Χρήστου Κωνσταντινίδη «Blues… Η μητέρα της σύγχρονης μουσικής» είναι πολλαπλά ωφέλιμο.