Το να θεωρείται πως άνθρωποι σαν τον Νότη Σφακιανάκη ή τον Γιάννη Πλούταρχο -οι άρχοντες της λαϊκής πίστας και του μερακλωμένου γαρύφαλλου- δεν δικαιούνται να εκφέρουν άποψη επί παντός επιστητού είναι λάθος. Της Μαρίας Πετρίτση*
Γνώμη μπορεί να έχει ο καθένας για οτιδήποτε νιώθει πως τον αφορά. Οι λαϊκοί καλλιτέχνες έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με τους έντεχνους, τους κλασικούς, τους ροκ και τους μεταμοντέρνους συναδέλφους τους. Αρκεί να το κάνουν με σύνεση και αυτογνωσία. Η εξαρχής περιφρόνησή τους μόνο και μόνο εξαιτίας της ταμπέλας του «σκυλάδικου» ή της εμπορευματοποιημένης καλλιτεχνικής τους διαδρομής είναι μάλλον ελιτίστικη και καταχρηστική.
Με τις πρόσφατες δηλώσεις τους, οι μέχρι πρότινος δήθεν «απολίτικοι» καλλιτέχνες, επιχείρησαν να προσαρμόσουν τη θεωρία των άκρων σε μια σύγχρονη «αντισυστημική» εκδοχή. Όπως και διάφοροι άλλοι συνάδελφοί τους -ο Πέτρος Γαϊτάνος ή ο Σταμάτης Γονίδης, για παράδειγμα- εξομοιώνουν εμμέσως πλην σαφώς και εντελώς εκλαϊκευτικά την «άκρα Αριστερά» με την «άκρα Δεξιά». Υιοθετώντας την προπαγάνδα των μνημονιακών περί «ακροκινούμενων ομάδων» και «δημοκρατικού τόξου», οι λαϊκοί αοιδοί καταλήγουν να υποστηρίζουν τελικά το πρώτο, επιρρίπτοντας κάθε ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση της χώρας στους «κακούς πολιτικούς». Συνεπώς, εφόσον οι εν ενεργεία πολιτικοί αρχηγοί είναι ανίκανοι και ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης άκρας Αριστεράς είναι μάλλον απίθανος προς το παρόν, νομιμοποιείται η ψήφος στη Χ.Α., η οποία τελικά «αν είναι να πάρει την εξουσία για το καλό της πατρίδας, καλά θα κάνει να την πάρει κι εμείς θα την ψηφίσουμε».
Παραγκωνίζεται, βέβαια, το γεγονός πως η Χ.Α. δρα ως δολοφόνος με σαφές πρότυπο τη ναζιστική ιδεολογία. Όπως επίσης και το γεγονός πως η κοινωνία αποτελείται και από ανθρώπους που κινδυνεύουν από τις πρακτικές της Χ.Α. και των ομοίων της, και όχι μόνο από «πελάτες που τα σπάνε λεβέντικα», «μπράβους που καθαρίζουν στα δύσκολα» και «νονούς της νύχτας με γεμάτο πορτοφόλι και σεκλέτια που πνίγονται στο ουίσκι και στα σουξέ». Αυτό είναι ένα φόντο που αφορά αποκλειστικά τις πίστες τους. Παρ’ όλα αυτά, οι ευθύνες που εκ των υστέρων επιρρίπτουν αυτά τα δημόσια πρόσωπα στους πολιτικούς οι οποίοι είναι «οι μόνοι υπεύθυνοι» και προωθούν την άνθιση της καπιταλιστικής κοινωνίας και το στραγγαλισμό του λαού, αποτελούν αντιφατικό επιχείρημα, εφόσον αυτοί οι ίδιοι πολιτικοί είναι, μεταξύ άλλων, το κοινό που τους αποθέωνε τόσα χρόνια στον χώρο εργασίας τους και οι ίδιοι φαίνονταν να το απολαμβάνουν. Όταν ένα υπολογίσιμο μέρος της εθνικής οικονομίας στηριζόταν στα άνθη και στις φιάλες που απλόχερα κατανάλωναν αυτοί οι πολιτικοί στα μαγαζιά όπου τραγουδούσαν οι δημοφιλείς καλλιτέχνες και στο συνεπακόλουθο μάρκετινγκ, η ιδέα της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν φαινόταν να τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Το σύστημα τους ευνοούσε και αυτοί το επικροτούσαν με αφιερώσεις, κολακευτικές δηλώσεις σε συνεντεύξεις και φιλικά χτυπήματα στον ώμο.
Τώρα κάτι άλλαξε και αποφάσισαν να στραφούν εναντίον μιας μερίδας χεριών από κείνα που τους τάιζαν τόσα χρόνια. Ενδεχομένως, με αυτό τον τρόπο, επιδιώκουν να δηλώσουν άμοιροι ευθυνών ή έστω μετανοημένοι. Παραβλέπουν βέβαια το γεγονός πως από το κακό πάνε στο χειρότερο και πως, ως δημόσια πρόσωπα, οφείλουν να μελετάνε προσεκτικότερα τα λόγια τους εφόσον η γνώμη τους έχει απήχηση σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Οι επιπόλαιες κουβέντες είναι επικίνδυνες. Το να θέλεις να στρέψεις την κοινή γνώμη υπέρ μιας ναζιστικής οργάνωσης μόνο αθώο δεν είναι. Το να αλλάζεις γνώμη είναι θεμιτό. Διαφέρει όμως παρασάγγας από το να προωθείς απόψεις και συμπεριφορές που όχι μόνο έρχονται σε πλήρη ρήξη με όσα με πίστη πρέσβευες επί μακρόν, αλλά βάζουν και σε αμετάκλητο κίνδυνο μια ολόκληρη κοινωνία, δίνοντας φτερά στους φασίστες.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας