Γνωστός για τα αξιόλογα ντοκιμαντέρ του, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος καταπιάνεται ξανά με το μυθοπλαστικό σινεμά, δημιουργώντας τη νεανική ταινία «Ντάνιελ ’16», που αφιερώνει στην οικογένειά του. Ένας έφηβος, ο Ντάνιελ (Νικόλα Κίσκερ), βρίσκεται στον Έβρο, εν έτει 1916, σε μια παρηκμασμένη φάρμα όπου φιλοξενείται άλλο ένα αγόρι, εκτίοντας μια ολιγόμηνη ποινή, χάρη σε έναν άγνωστο, για το ευρύ κοινό, θεσμό του γερμανικού κράτους, που επιτρέπει σε γερμανόφωνους παραβατικούς ανήλικους μια εναλλακτική ποινή, με προσφορά εργασίας σε ελληνικές φάρμες. Ο δυνατός, ψηλός και εύσωμος Ντάνιελ, με το πανκ κούρεμα και το στενό παντελόνι, εμφανίζεται μονίμως συνοφρυωμένος και ανυπάκουος, σε διαρκή διαπληκτισμό με τον Σταύρο (Βασίλης Κουκαλάνι), που διαχειρίζεται τη φάρμα μαζί με την Γερμανίδα σύζυγό του Άννα (Μαρλίνε Καμίνσκι), νιώθοντας εγκλωβισμένος σε μια άγνωστη, εγκαταλελειμμένη στην τύχη της επαρχία, αίσθηση που ο σκηνοθέτης έχει προβάλει και στην παλιότερη ταινία του «Ο γιος του φύλακα» (2006). Αποφασισμένος να γυρίσει με κάθε τρόπο πίσω στη Γερμανία, ο Ντάνιελ αναζητά διακαώς σχέδιο διαφυγής. Από την τυχαία γνωριμία του με έναν μικρό μετανάστη από την Συρία, που κρύβεται με τον πατέρα του σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στον κάμπο, μαθαίνει πως πρόκειται να περάσουν λαθραία στην Ευρώπη, σε μια εποχή που οι μεταναστατευτικές ροές αφήνουν ξοπίσω πλήθος άτυχων ανώνυμων νεκρών μεταναστών. Ο Ντάνιελ ετοιμάζεται να τους ακολουθήσει, οι επικίνδυνες όμως συναλλαγές με τον υπόκοσμο, αλλάζουν άρδην τα δεδομένα.
Με την έγνοια πάντα για την τύχη του γέρικου σκυλιού του, που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω στη Γερμανία, ο Ντάνιελ που αρχικά σκιαγραφείται εξεγερμένος, σκληρόπετσος και αδιάφορος, μαλακώνει μόλις συναντήσει έναν αδέσποτο πεινασμένο σκύλο. Η στάση του αλλάζει ριζικά και συνειδητοποιούμε πόσο ευαίσθητος κατά βάθος είναι, μόλις νιώσει υπεύθυνος για το ορφανό αγόρι από τη Συρία, που προσπαθεί να βοηθήσει.
Με βασικό σεναριακό εύρημα ιρανικής επιρροής την αγωνία του πρωταγωνιστή για τον σκύλο του, παρουσιάζεται ένας εκρηκτικός εφηβικός χαρακτήρας, που θυμίζει και ταινίες ρουμάνικου ρεαλισμού, περιγράφοντας μια σκληρή ενηλικίωση που διαμορφώνεται υπό δύσκολες εξωτερικές καταστάσεις. Μπλέκοντας με ζηλευτή ισορροπία το τραγικό αποκορύφωμα του υπαρκτού μεταναστευτικού ζητήματος, ο Κουτσιαμπασάκος δημιουργεί μια άτυπη οικογένεια, γνωστοποιώντας και στις μικρότερες ηλικίες μέσα από τα μάτια του δυναμικού Ντάνιελ, μια δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα, πλάι στο δυσβάσταχτο αίσθημα του εγκλεισμού. Παράλληλα, μέσα από το συμβολισμό των γρήγορων και μεγαλόσωμων πτηνών της φάρμας, τα εμού, που κινούνται πέρα-δώθε ανήσυχα, όπως και ο διαρκώς εν κινήσει και βιαστικός Ντάνιελ, δημιουργείται μια παραβολή για την ελευθερία και τη δύσκολη αφηρημένη έννοια των συνόρων, εκσυγχρονίζοντας τα αγγελοπουλικά διδάγματα από το «Μετέωρο βήμα του Πελαργού» (1991). Εκτός από όλες τις εξαιρετικές ερμηνείες, στο πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα συμβάλλει και η πρωτότυπη μουσική κιθαριστικών ηχοχρωμάτων του Βαγγέλη Φάμπα, στενού συνεργάτη του σκηνοθέτη.
Με μακρινή συγγένεια με τις αρχαιοελληνικές σειρήνες και τις γοργόνες, ο μύθος της νύμφης του νερού Ουντίνε, που απαντάται στις κέλτικες, ιρλανδέζικες, γερμανικές και δανέζικες παραδόσεις, γίνεται η πρώτη ύλη της νέας ταινίας του Κρίστιαν Πέτζολντ «Η νύμφη του Νερού-Undine» με το ίδιο πρωταγωνιστικό ζευγάρι -Φραντς Ρογκόβσκι και Πάουλα Μπέερ- της προηγούμενης ταινίας του «Transit» (2018). Το υδάτινο στοιχείο, ως πρωταρχική συνιστώσα της περιοχής και της ταινίας, συνδέει το μύθο της Ουντίνε με την ίδια την περιοχή του Βερολίνου, που εκτείνεται σε υδατοφόρα επίπεδα εδάφη, συνδέοντας ένα δίκτυο διαδοχικών λιμνών με τον ποταμό Σπρέε, που διασχίζει την πόλη.
Σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής της, η νεαρή ξεναγός Ουντίνε, που έχει μόλις χωρίσει από τον εραστή της, γνωρίζεται με τον συνεσταλμένο δύτη Γκούντερ, σε μια πολύ εντυπωσιακή σκηνή. Το τυχαίο τράνταγμα του Γκούντερ που σκόνταψε κατά λάθος σε ένα έπιπλο μιας καφετέριας, είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει το μεγάλο ενυδρείο που στηριζόταν πάνω του, συμπαρασύροντας στην άξαφνη πλημμύρα, εκτός από τα ψαράκια, τον ίδιο, αλλά και την Ουντίνε, που βρισκόταν εκεί, η οποία βρέθηκε άξαφνα λιπόθυμη στην αγκαλιά του. Αυτή η μοιραία περίπτυξη γρήγορα κατέληξε σε έναν δυνατό έρωτα, με τους δύο νέους να κινηματογραφούνται διαρκώς αγκαλιασμένοι, σε τρυφερά στιγμιότυπα, δίχως να αντέχουν ο ένας μακριά από τον άλλο. Ο έρωτάς τους επεκτείνεται μέσα και έξω από την πόλη, στη στεριά και στο νερό, σε ένα παιχνίδι συνταιριασμάτων και αντίστροφων προσεγγίσεων. Η θέα του φωταγωγημένου Βερολίνου από ψηλά, από το μπαλκόνι της Ουντίνε, ανακαλεί τα πλάνα της μακέτας της πόλης στην ξενάγησή της, δημιουργώντας αντίθεση με τα πλάνα της εξοχής στα περίχωρα του Βερολίνου, που γίνονται ο τόπος των ερωτικών συναντήσεων των πρωταγωνιστών, καθώς σε αυτές τις περιοχές εργάζεται ο Γκούντερ, ως δύτης σε υποβρύχιες οξυγονοκολλήσεις, για την επιδιόρθωση του παλιού δικτύου καναλιών, έξω από την πόλη. Διάσπαρτα κάποια στοιχεία στην ταινία, όπως το αγαλματίδιο του δύτη με το σκάφανδρο και την τρίαινα που πέφτει και σπάει, αλλά και ένας λεκές στον τοίχο από κόκκινο κρασί σε μια νύχτα έρωτα, χρησιμοποιούνται ως οιωνοί που προμηνύουν τη δραματική πλοκή, σε μια ιστορία για την εξαπάτηση, την ελπίδα και το πεπρωμένο στον έρωτα, που καταλήγει στο υπερφυσικό και στον παραμυθένιο συμβολισμό.
Μέσα από την αποσπασματική ξενάγηση της Ουντίνε, είτε όταν η ίδια προβάρει το κείμενό της, είτε όταν το λέει στους επισκέπτες μπροστά από τη μεγάλη μακέτα του Βερολίνου, οι ιστορικές αναφορές στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική διάσταση της πόλης ανά χρονολογικές στιγμές αναδύουν πλήθος πολύτιμων χωροταξικών πληροφοριών, παράλληλα όμως μεταφέρουν και το στίγμα του Βερολινέζου σκηνοθέτη για την ίδια του την γενέτειρα και την ιστορία της. Σκηνοθέτης που γεννήθηκε και ανδρώθηκε στο Βερολίνο, ο Πέτζολντ βίωσε τις συνταρακτικές συνέπειες της διχοτόμησης, όσο και της ιστορικής επανένωσής της, θέμα που διαρκώς τον στοιχειώνει και επανέρχεται στις ταινίες του. Σ’ ένα από τα πιο εμπνευσμένα κωμικά στιγμιότυπα της ταινίας, ο Γκούντερ σώζοντας την Ουντίνε από βέβαιο πνιγμό της κάνει μαλάξεις πρώτων βοηθειών στο ρυθμό του ντίσκο τραγουδιού «I will survive» (1978/Γκλόρια Γκέινορ), ενώ το πιανιστικό άκουσμα μπεργκμανικής έμπνευσης της μελωδίας του Αντάτζιο απ’ το Κονσέρτο σε ρε ελάσσονα BWV974 του Γ.Σ. Μπάχ, γίνεται το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της αγάπης τους, πέρα από το θάνατο.
Στη συνέντευξη τύπου στην Μπερλινάλε του 2020, όπου είχε κάνει πρεμιέρα η ταινία κερδίζοντας το βραβείο Α΄ Γυναικείου ρόλου, ο Πέτζολντ είχε αναφέρει για βασική σκηνογραφική επιρροή του τον παραμυθένιο υποθαλάσσιο κόσμο του Ιούλιου Βερν στο φημισμένο βιβλίο του «20 000 λεύγες υπό τη θάλασσα», που το 1954 γύρισε ταινία ο Ρίτσαρντ Φλέτσερ με πρωταγωνιστή τον Κέρκ Ντάγκλας, ενώ αποκάλυψε πως άκουγε συνέχεια το κομμάτι αυτό του Μπαχ στα γυρίσματα, στην εκδοχή του από τον Γκλεν Γκουλντ, το οποίο μάλιστα το έβαζε να το ακούσουν και οι ηθοποιοί για να μπουν στο κλίμα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]