Καλημέρα πελάτες μου, συντρόφια του Δρόμου.
Συγγνώμη που ξεχάστηκα στην όμορφη Μυτιλήνη, όπου έτυχα φιλοξενίας με ούζα και σαρδέλα παστή! Βλέπετε, η καταγωγή μου και όχι μόνο με καλεί κάθε τρεις και λίγο εκεί.
Συγγνώμη που ξεχάστηκα στην όμορφη Μυτιλήνη, όπου έτυχα φιλοξενίας με ούζα και σαρδέλα παστή! Βλέπετε, η καταγωγή μου και όχι μόνο με καλεί κάθε τρεις και λίγο εκεί.
Βέβαια, μόλις έφυγα, οι Μυτιληνιοί φιλοξένησαν τον Άδωνη (μέχρι και αυτόγραφα του ζήτησαν του ανθρώπου), τα είδατε στην τηλεόραση νομίζω τα αυτόγραφα (ντομάτες, αγγούρια, κολιοί παστοί και κλοτσιές, όλα με υπογραφή «θεία Αμερσούδα»!).
Την ίδια φιλοξενία, απ’ ό,τι μου λένε, θέλουν να δώσουν και στον Πάγκαλο. Μόνο που δεν έχουν βρει το καΐκι που θα φύγει ο αντιπρόεδρος από τη Λέσβο. «Άκου εκεί να πει τους αγανακτισμένους φασίστες και ηλίθιους»! Τα ακούτε αγανακτισμένοι και εσείς αριστεροί, που μόλις ακούτε για ενότητα και Μέτωπο, αυτομάτως φτιάχνετε ένα άλλο μέτωπο για να μη φτιαχτεί ποτέ το πραγματικό. Θα έρθει κάποια στιγμή που θα το σκεφτείτε σοβαρά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι θα είναι αργά. Να γιατί ο ταξιτζής είναι πεσμένος τελευταία. Είναι βέβαια και το γεγονός ότι λείπει από την κεντρική σκηνή ο Γιωργάκης! Η πηγή μας, το χιούμορ μας, η έμπνευσή μας! Να γιατί το κίνημα είναι πεσμένο τελευταίως. Είχε, όμως, την έμπνευση να προτείνει τον Πετσάλνικο για πρωθυπουργό! Και έτσι έχασαν οι σκιτσογράφοι τη μεγάλη ευκαιρία να έχουν την τιμητική τους με τον Φίλιππο. Να έχει μια συνέχεια το πράμα στη χώρα, βρε παιδί μου!
Πάμε τώρα στην ιστορία μας.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και βρίσκομαι στην Πάρνηθα, στο τελεφερίκ. Κάθομαι στην πιάτσα με αναμμένο το φως. Οπότε με ζυγώνει ένας «συνάδελφος» από την πιάτσα και μου λέει:
«Σβήσε το φως και αν τύχει κάτι, θα φύγεις πρώτος». Εγώ κατάλαβα ότι αυτοί κάτι άλλο περίμεναν και το έσβησα. Οπότε βγαίνει μια κυρία από το τελεφερίκ, μιλάει μαζί τους και κατευθύνεται σε μένα με πολύ βαρύ βήμα.
«Φίλε πάμε κέντρο; Έχω μόνο ένα εικοσάρικο».
«Φύγαμε και εγώ για ύπνο πάω», της λέω. Ξεκινάω και αφού περνάει λίγη ώρα τη ρωτάω: «Για πού πάμε;».
«Δεν ξέρω ακόμα» μου λέει. Την αφήνω λίγο και της λέω:
«Πώς πήγε η βραδιά;» Αυτή αμίλητη. Άστη, λέω από μέσα μου, θα έχει χασούρα. Κατεβαίνουμε προς τα κάτω και εγώ κοιτάω κλεφτά στον καθρέφτη. Αυτή ανοίγει και κλείνει α μάτια νυσταγμένα και συνάμα παραμιλάει. Πιο κάτω την ξαναρωτάω:
«Αποφασίσατε πού θα σας πάω κυρία;»
«Δεν ξέρω ακόμα, έχω μεγάλο πρόβλημα».
«Συμβαίνει κάτι, θέλετε να βοηθήσω;»
«Τι να βοηθήσεις φίλε, χάθηκαν». «Γιατί, ρωτάω, τι συμβαίνει;».
«Να έχω κατάστημα με δώρα στην Αχαρνών και δεν πάει καλά με την κρίση».
«Μην κάνετε έτσι κυρία, θα γίνει κάτι», της λέω για να την καλμάρω.
«Δεν είναι μόνο αυτό. Να, μένουμε με τον σύζυγο στην Κυψέλη και όταν γύρισα από την δουλειά, του είπα ότι θα βγω με κάτι φίλες».
«Και πού είναι το πρόβλημα;».
«Το πρόβλημα είναι, φίλε, ότι του πήρα κρυφά τη σύνταξη και πήγα με τις φίλες στο καζίνο μήπως ρεφάρω!».
«Και τώρα τι θα κάνετε;» ρωτάω.
«Φοβάμαι να πάω σπίτι. Και σκέφτομαι να κοιμηθώ στο μαγαζί, στην Αχαρνών».
«Το έχετε ξανακάνει αυτό;» ρωτάω. «Ναι, αλλά είχα ορκιστεί να το κόψω το καζίνο».
«Πού ορκιστήκατε;» ρωτάω με χιούμορ. «Θα σου απαντούσα, αλλά είμαι πολύ χάλια», μου λέει με γλυκόπικρο χαμόγελο.
«Θέλετε να πάμε μαζί στο σπίτι μήπως και σας χτυπήσει;». «Τρελάθηκες χριστιανέ μου, θέλεις να έχω και άλλο μπλέξιμο;».
«Τι να κάνω τότε;» ρωτάω. «Άσε με στην Αχαρνών και το πρωί θα δω». Αφού με ευχαρίστησε, φεύγοντας μου λέει με υπονοούμενο «καλύτερα να πηγαίνεις με ωραίες γκόμενες, παρά να κάνεις γκόμενα το χαρτί». Και εγώ τότε απαντάω: «Αυτή τη συνταγή είχα στη ζωή μου, για αυτό το ‘φαγα και εγώ το κεφάλι μου»!
Την ίδια φιλοξενία, απ’ ό,τι μου λένε, θέλουν να δώσουν και στον Πάγκαλο. Μόνο που δεν έχουν βρει το καΐκι που θα φύγει ο αντιπρόεδρος από τη Λέσβο. «Άκου εκεί να πει τους αγανακτισμένους φασίστες και ηλίθιους»! Τα ακούτε αγανακτισμένοι και εσείς αριστεροί, που μόλις ακούτε για ενότητα και Μέτωπο, αυτομάτως φτιάχνετε ένα άλλο μέτωπο για να μη φτιαχτεί ποτέ το πραγματικό. Θα έρθει κάποια στιγμή που θα το σκεφτείτε σοβαρά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι θα είναι αργά. Να γιατί ο ταξιτζής είναι πεσμένος τελευταία. Είναι βέβαια και το γεγονός ότι λείπει από την κεντρική σκηνή ο Γιωργάκης! Η πηγή μας, το χιούμορ μας, η έμπνευσή μας! Να γιατί το κίνημα είναι πεσμένο τελευταίως. Είχε, όμως, την έμπνευση να προτείνει τον Πετσάλνικο για πρωθυπουργό! Και έτσι έχασαν οι σκιτσογράφοι τη μεγάλη ευκαιρία να έχουν την τιμητική τους με τον Φίλιππο. Να έχει μια συνέχεια το πράμα στη χώρα, βρε παιδί μου!
Πάμε τώρα στην ιστορία μας.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και βρίσκομαι στην Πάρνηθα, στο τελεφερίκ. Κάθομαι στην πιάτσα με αναμμένο το φως. Οπότε με ζυγώνει ένας «συνάδελφος» από την πιάτσα και μου λέει:
«Σβήσε το φως και αν τύχει κάτι, θα φύγεις πρώτος». Εγώ κατάλαβα ότι αυτοί κάτι άλλο περίμεναν και το έσβησα. Οπότε βγαίνει μια κυρία από το τελεφερίκ, μιλάει μαζί τους και κατευθύνεται σε μένα με πολύ βαρύ βήμα.
«Φίλε πάμε κέντρο; Έχω μόνο ένα εικοσάρικο».
«Φύγαμε και εγώ για ύπνο πάω», της λέω. Ξεκινάω και αφού περνάει λίγη ώρα τη ρωτάω: «Για πού πάμε;».
«Δεν ξέρω ακόμα» μου λέει. Την αφήνω λίγο και της λέω:
«Πώς πήγε η βραδιά;» Αυτή αμίλητη. Άστη, λέω από μέσα μου, θα έχει χασούρα. Κατεβαίνουμε προς τα κάτω και εγώ κοιτάω κλεφτά στον καθρέφτη. Αυτή ανοίγει και κλείνει α μάτια νυσταγμένα και συνάμα παραμιλάει. Πιο κάτω την ξαναρωτάω:
«Αποφασίσατε πού θα σας πάω κυρία;»
«Δεν ξέρω ακόμα, έχω μεγάλο πρόβλημα».
«Συμβαίνει κάτι, θέλετε να βοηθήσω;»
«Τι να βοηθήσεις φίλε, χάθηκαν». «Γιατί, ρωτάω, τι συμβαίνει;».
«Να έχω κατάστημα με δώρα στην Αχαρνών και δεν πάει καλά με την κρίση».
«Μην κάνετε έτσι κυρία, θα γίνει κάτι», της λέω για να την καλμάρω.
«Δεν είναι μόνο αυτό. Να, μένουμε με τον σύζυγο στην Κυψέλη και όταν γύρισα από την δουλειά, του είπα ότι θα βγω με κάτι φίλες».
«Και πού είναι το πρόβλημα;».
«Το πρόβλημα είναι, φίλε, ότι του πήρα κρυφά τη σύνταξη και πήγα με τις φίλες στο καζίνο μήπως ρεφάρω!».
«Και τώρα τι θα κάνετε;» ρωτάω.
«Φοβάμαι να πάω σπίτι. Και σκέφτομαι να κοιμηθώ στο μαγαζί, στην Αχαρνών».
«Το έχετε ξανακάνει αυτό;» ρωτάω. «Ναι, αλλά είχα ορκιστεί να το κόψω το καζίνο».
«Πού ορκιστήκατε;» ρωτάω με χιούμορ. «Θα σου απαντούσα, αλλά είμαι πολύ χάλια», μου λέει με γλυκόπικρο χαμόγελο.
«Θέλετε να πάμε μαζί στο σπίτι μήπως και σας χτυπήσει;». «Τρελάθηκες χριστιανέ μου, θέλεις να έχω και άλλο μπλέξιμο;».
«Τι να κάνω τότε;» ρωτάω. «Άσε με στην Αχαρνών και το πρωί θα δω». Αφού με ευχαρίστησε, φεύγοντας μου λέει με υπονοούμενο «καλύτερα να πηγαίνεις με ωραίες γκόμενες, παρά να κάνεις γκόμενα το χαρτί». Και εγώ τότε απαντάω: «Αυτή τη συνταγή είχα στη ζωή μου, για αυτό το ‘φαγα και εγώ το κεφάλι μου»!
Φιλάκια πολλά!
Ο Ταξιτζής του Δρόμου της Αριστεράς
Ο Ταξιτζής του Δρόμου της Αριστεράς
Σχόλια