Αυτό δεν άρεσε σε όλους. Κάποιοι ξεβολεύονταν, άλλοι ξεπερνιούνταν, μερικοί έμεναν εκτός από συντηρητισμό, αρκετοί παρακολουθούσαν την τροπή των πραγμάτων αποσβολωμένοι και πολλοί ζήλευαν. Το πολιτικό τραγούδι τύπου «είμαστε δυο-είμαστε τρεις» είχε ξεθυμάνει από υπερβολική δόση, το ελαφρολαϊκό ήταν απαξιωμένο λόγω χούντας, το έντεχνο είχε κάνει το θαυμαστό του κύκλο. Η καινούρια κατάσταση στο τραγούδι ήταν έξω από τον έλεγχο των εταιριών δίσκων και των εφημερίδων του συγκροτήματος Λαμπράκη. Αλλά και μακριά από τους θρόνους των καθιερωμένων καλλιτεχνών που ήθελαν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινωνίας. Σπουδαίοι τύποι όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ο Σπύρος Παπαϊωάννου, ο Παναγιώτης Κουνάδης, ο Τάσος Σχορέλης, ο Γιώργος Κοντογιάννης και ο Κώστας Χατζηδουλής ανέσυραν το ρεμπέτικο στην επιφάνεια και μας προμήθευαν με τα τραγούδια που επανεκδίδαμε σε δίσκους και ξανατραγουδούσαμε στις ταβέρνες.
Σχεδόν ταυτόχρονα, μια φουρνιά καλλιτεχνών, απρόβλεπτη, αποσπούσε την προσοχή του κόσμου και έφερνε τα πάνω κάτω. Εκατοντάδες κομπανίες με νεαρούς μουσικούς και ρεμπετάδικα σε νεοκλασικά ξεφύτρωναν σε όλη τη χώρα, εκατομμύρια δίσκοι με επανεκτελέσεις σμυρνέικων και λαϊκών του ’50 και του ’60 τυπώνονταν με ξέφρενους ρυθμούς και ένα σύγχρονο λαϊκό τραγούδι αναδυόταν φρέσκο, σύγχρονο, μεστό, πρωτότυπο, στοχαστικό και διασκεδαστικό, στις γειτονιές και τα πανεπιστήμια, μακριά από τα κέντρα της παραλίας, αλλά και από τις αυλές των «έντεχνων» συνθετών. Δίπλα στον Τσιτσάνη και τον Καλδάρα, ο Άκης Πάνου και ο Γαβαλάς, και παραδίπλα ο Ξυδάκης, ο Ρασούλης, ο Νικολόπουλος, ο Παπάζογλου, ο Φωτιάδης, η Γλυκερία, οι Κοντογιάννηδες, αλλά και ο Λοΐζος και ο Σαββόπουλος, η Χαρούλα, η Βιτάλη, η Ελευθερία, ο Γκολές, ο Βασιλόπουλος, η Αλαγιάννη, ο Βαγιόπουλος, ο Σαρρής, ο Σούκας, ο Μουσαφίρης, ο Μητροπάνος, ο Μόσχος, ο Σαλέας, η Πίτσα, η Αθηναϊκή, η Οπισθοδρομική, ο Ξηντάρης, ο Αγάθωνας, τα Παιδιά απ’ την Πάτρα…
Το 1982, βγάλαμε το «ντέφι». Φαληρέας, Κοντογιάννης, Αρβανίτης, Παπαδάκης, Άκης Πάνου, Ρασούλης, Σαββόπουλος, Βακαλόπουλος, Σαββάτης, Καλαϊτζής, Ταμπακέας, Ρίζου, Μπασίπαγλης, Νικολακόπουλος, Δελιαλής, Κούλογλου, Κοντιζάς, Μανίκας, Χατζηγώγας, Έξαρχος και πολλοί άλλοι φίλοι στη διαδρομή… και ανοίξαμε το θέατρο Λυκαβηττού στις λαϊκές συναυλίες με Πάνο Γαβαλά-Ρία Κούρτη, Γλυκερία, Παπάζογλου κ.ά.. Το 1983, ξεσηκώσαμε το πανελλήνιο με τις ζωντανές -ελέω Βασιλικού- μεταδόσεις από την ΕΡΤ των συναυλιών με Αλεξίου, Αγγελόπουλο, Βιτάλη, Μητροπάνο κ.λπ., ενώ παρουσιάσαμε σε Βόλο, Λάρισα και Θεσσαλονίκη τα «Τραπεζάκια έξω» του Σαββόπουλου σε πρώτη εκτέλεση!
Αλλά δεν αρέσαμε σε όλους. Σε δεξιούς γιατί ήμασταν αριστεροί, σε αριστερούς γιατί δεν ήμασταν κομματικοί ή γιατί μας θεωρούσαν εθνικιστές! Σε επαγγελματίες, γιατί αμφισβητούσαμε τα προνόμιά τους και τη μονοκρατορία τους. Γι’ αυτό, κάποιοι συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές και δημοσιογράφοι, τάχθηκαν εναντίον μας. Είναι τα λεφτά, η δόξα και η πρωτοκαθεδρία. Αυτοί που αισθάνονταν αδικημένοι, ξεπερασμένοι ή παραγκωνισμένοι, αντιδρούσαν άσχημα, γιατί υποστηρίζαμε ένα νέο σπουδαίο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα και γιατί δεν κρυβόμασταν πίσω από την ανωνυμία. Ο Ρασούλης έγραφε στο «ντέφι» για τον «Ντολάρα», ο Σαββόπουλος για ένα συνθέτη που «είναι αντάξιος του ονόματός του» και ο Άκης το ρέκβιεμ των δισκοεταιριών.
Όσοι κατονομάζονταν, αλλά και όσοι παραλείπονταν, ήθελαν να μας φάνε, να ανοίξει η γη να μας καταπιεί. Με τίτλο στο σαλόνι «Ο γύφτος στο Λυκαβηττό!» ενορχήστρωσαν «Τα Νέα» την καμπάνια εναντίον μας όταν ανεβάσαμε τον Μανώλη Αγγελόπουλο στο Λυκαβηττό. Και ο Θεοδωράκης έγραφε και έλεγε ασυναρτησίες βλέποντας τη νεολαία να χορεύει, ακομπλεξάριστα, ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια. Όσοι ήταν εκτός κλίματος, μας πολέμησαν και κάποιοι μας μίσησαν, ενώ σε κάποιους η επιτυχία μας έγινε ανίατη ψύχωση. Ακόμα και φίλοι που ήθελαν αποκλειστικότητα, μας πήγαν κόντρα.
Πέρασαν τριάντα χρόνια. Συνεργαστήκαμε με εκατοντάδες καλλιτέχνες, λαϊκούς, δημοτικούς, ροκ και έντεχνους. Δισκογραφία, συναυλίες, μαγαζιά, πανηγύρια, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, ταινίες, ντοκιμαντέρ, διαλέξεις, εκθέσεις, βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, φωτογραφίες, ηχογραφήσεις, τα πάντα σε υπέρμετρες δόσεις. Με τους περισσότερους καλλιτέχνες αγαπηθήκαμε, διαχρονικά. Με μερικούς που παρεξηγηθήκαμε και ακόμα λιγότερους που τσακωθήκαμε, καθ’ οδόν, φιλιώσαμε. Παρ’ όλο που φορτωθήκαμε ακόμα κι αυτά που δεν κάναμε και ενοχοποιηθήκαμε ακόμα και για τις αποτυχίες ή κακοτυχίες των άλλων. Αλλά κι αυτό είναι αναπόφευκτο. Μόνο όποιος είναι αμέτοχος κριτής δεν κινδυνεύει από στραβοπατήματα και παρεξηγήσεις, αλλά κινδυνεύει να πάθει κάτι χειρότερο, να μουχλιάσει. Εμείς, τουλάχιστον, παραμένουμε ζωντανοί και δημιουργικοί.
Μέσα στα χρόνια, επήλθε μια νέα ισορροπία στο τραγούδι και τις σχέσεις. Σε κανέναν δεν κρατήσαμε κακία για τα παθήματα. Αλλά, φαίνεται ότι, πάντα κάποιος θα μένει κολλημένος αρρωστημένα στο χθες, εξαρτημένος από τα απωθημένα του.
Επειδή δεν μπορεί να χωνέψει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, το ρόλο μας και τη συμμετοχή μας σε μια κοσμογονία στην οποία από δική του ανεπάρκεια ή στριμάδα έμεινε απ’ έξω. Το καταλαβαίνω. Είναι σαν να ήσουνα στο Παρίσι το 1968 και να μην συμμετείχες στην εξέγερση. Ο εγωισμός σου θα ρίξει την ευθύνη στους συμμετέχοντες. Εύκολα μαγειρεύεις κάτι κακό για τους άλλους, ειδικά γι’ αυτούς που τόλμησαν.
Τα… ποντικάκια
Σήμερα, που η Αριστερά απογειώνεται ερήμην τους, τα ποντικάκια πάλι κοιτάνε μέσα από τις τρυπίτσες τους βγάζοντας ακατάληπτους ήχους με τη μορφή ψεμάτων, συκοφαντιών, ύβρεων και λάσπης. Κι επειδή η μνήμη τους έχει αδυνατίσει, ευκολότερα κατασκευάζουν πλαστές ιστορίες. Αλλά, εις μάτην! Από το βάλτο που, εδώ και τριάντα χρόνια, έχουν κολλήσει καλλιτεχνικά, πολιτικά και ψυχολογικά, ούτε άλλο ένα παραλήρημα θα τους βγάλει. Και η αχαριστία θα τους βασανίζει εσαεί.
Εντελώς «συμπτωματικά», τέσσερις μόλις μέρες πριν από τις κρίσιμες εκλογές, της 17ης Ιουνίου που κρινόταν η τύχη της Ελλάδας, και όχι της 6ης Μαΐου, ένας συνθέτης που κάποτε τον θεωρούσα φίλο και του στεκόμουνα στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, προσωπικές, καλλιτεχνικές και επαγγελματικές, αποφάσισε να χτυπήσει εμένα και τον ΣΥΡΙΖΑ, με ένα κείμενο στο Protagon! Ενόψει της αχαριστίας, θυμήθηκα τη συμβολή μου για να βρει εταιρία όταν η προηγούμενη που συνεργαζόταν δεν ενδιαφερόταν πια γι’ αυτόν. Και τις φωτογραφίες που τραβούσα στο σπίτι του την ώρα που μου έπαιζε ανέκδοτα τραγούδια για να του πω τη γνώμη μου, μία από τις οποίες κάλυψε ολόκληρο το εξώφυλλο (31 Χ 31 εκατ.) του δίσκου για τα 15 χρόνια του στο τραγούδι, το 1980. Όλοι οι συνεργάτες μου ξέρουν ότι, την άνοιξη του 1983, μετά τις χειρουργικές επεμβάσεις και τη θεραπεία του σοβαρού τραύματος που είχε υποστεί βάζοντας τα δάχτυλά του στα γρανάζια της μοτοσικλέτας του, ζήτησε να ανακοινωθεί από το περιοδικό μας η επιθυμία του να κάνει συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, όταν τον προσέγγισαν δύο οργανωτές που διάβασαν την αναγγελία και συμφώνησε μαζί τους για μια συναυλία, με παρακάλεσε, επικαλούμενος τη φιλία μας και προφανώς εντυπωσιασμένος από τη μεγάλη επιτυχία των δικών μας εκδηλώσεων με Αλεξίου, Μητροπάνο, Αγγελόπουλο κ.ά. στο Λυκαβηττό, να τον βοηθήσω.
Πάντα, όλα, χωρίς οποιαδήποτε δική μου αμοιβή, πτυχή μιας πολύχρονης σχέσης που την αποκρύπτει εντάσσοντάς με στην κατηγορία των «αγνώστων».
Δυστυχώς, φαίνεται ότι τόσο ο υπερκερασμός του από το μεγάλο ρεύμα που αποτέλεσαν το ρεμπέτικο και η «Εκδίκηση της γυφτιάς», όσο και η αποτυχία της δικής του συναυλίας (βλ. «Μούτσης Λυκαβηττός» στο Youtube, που οι κάμερες της ΕΡΤ, που έχει όλα τα δικαιώματα, δείχνουν μόνο τρεις από τις 9 κερκίδες του θεάτρου) που οφειλόταν στο ότι ούτε ο ίδιος ήταν αρκετά δημοφιλής ως «ελαφρολαϊκός», ούτε η Μπέλλου και ο Μητροπάνος είχαν δεχτεί να συμμετέχουν, έχοντας προτιμήσει τη συναυλία του Δημήτρη Λάγιου η πρώτη και τη συναυλία του Τάκη Μουσαφίρη ο δεύτερος, άφησαν πικρίες στον συνθέτη που όχι μόνο δεν ξεπεράστηκαν, αλλά σταδιακά πήραν διαστάσεις τερατώδεις. Πιθανότατα, μέσα στα χρόνια, το προσωπικό του αδιέξοδο και η στειρότητα δημιουργίας που τον ταλανίζει από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, να ενίσχυσε αυτή την έμμονη ιδέα σε βαθμό υστερίας.
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς αυτό το μίσος κι αυτό το ψέμα, που κρατήθηκε μυστικό επί τριάντα χρόνια! Με καταφανείς διαστρεβλώσεις και αναφορές περιστατικών που δεν συνέβησαν ποτέ! Για απειλές, τηλεφωνήματα, ψησταριές και άλλα εξωφρενικά που γέννησε η διαταραγμένη φαντασία του.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου
Ανατρέχοντας στα τεύχη του 1983, βλέπει κανείς ότι στο καλοκαιρινό «ντέφι» υπάρχει μια ολόκληρη σελίδα με αποκλειστική δημοσίευση των στίχων από το «Ενέχυρο» με φωτογραφία που έχω βγάλει παρακολουθώντας τις ηχογραφήσεις στο στούντιο. Στο φθινοπωρινό τεύχος, αναφέρεται ένα πρόβλημα που είχε με τον στιχουργό Κώστα Τριπολίτη και διαφημίζονται οι εμφανίσεις του στο «Κύτταρο». Και στο χριστουγεννιάτικο τεύχος, πολλούς μήνες μετά τη συναυλία, εγώ ο ίδιος κάνω εκτενή παρουσίαση του δίσκου του «Ενέχυρο» όπου καταλήγω λέγοντας ότι είναι ο πιο ενδιαφέρων δίσκος των «έντεχνων» δημιουργών, επισημαίνοντας πολύ ήπια και τις αδυναμίες του. Ίσως κι αυτό να τον ενόχλησε, παρ’ όλο που ποτέ δεν μου είπε κάτι και ποτέ δεν τσακωθήκαμε για οτιδήποτε.
Ο λίβελός του με ξάφνιασε. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, σκέφτηκα. Και τιποτένια μερικές φορές.
Εντελώς αναπάντεχα, μετά από τριάντα χρόνια, αποπειράται, τώρα, στοχευμένα, να ενοχοποιήσει έναν από τους πρωταγωνιστές του κινήματος του λαϊκού τραγουδιού στη μεταπολίτευση και να προβοκάρει με χυδαίους παραλληλισμούς την Αριστερά στη φάση ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Με ένα σμπάρο δυο τριγώνια. Αλλά, πώς να απαντήσει κανείς σε ένα θρασύδειλο που ρίχνει λάσπη χωρίς να τολμάει να αναφέρει ονόματα; Για να μην μπορούν οι συκοφαντούμενοι να αντικρούσουν τα ψέματα και τις συκοφαντίες και να ξεσκεπάσουν τον άθλιο συκοφάντη. Και πώς να μη λυπηθεί κανείς έναν αξιοθρήνητο άνθρωπο, πολύ κατώτερο του ταλέντου του;
Προσωπικά, έχω δεχτεί πολλά πυρά, άσφαιρα τα περισσότερα, για χιλιάδες δράσεις, από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα, στην υπηρεσία του ωραίου, του οικουμενικού, της Αριστεράς και του δημιουργικού Ελληνισμού, από ζήλεια, φθόνο και ανταγωνισμούς.
Λάθη έχω κάνει και ανθρώπους έχω στεναχωρέσει, πράγμα αναπόφευκτο όταν αναλαμβάνεις εγχειρήματα δύσκολα, πολύπλοκα, τολμηρά και βασανιστικά, αλλά ποτέ από πρόθεση. Ούτε είμαι άτρωτος στις επιθέσεις, αλλά, ευτυχώς, η χαρά του έργου και η αγάπη των φίλων με προστατεύουν σαν φυλαχτά ανεκτίμητα.