Τω καιρώ εκείνω στη Συρία και τη θεοφύλακτη πόλη της Αντιόχειας, ο βασιλιάς Αντίοχος ο Επιφανής (ας του χαρίζουν χρόνια οι θεοί και ιδιαιτέρως ο Ερμής, μιας και οι δουλειές πήγαιναν μια χαρά) είχε τη συνήθεια κάποιες νύχτες να ντύνεται με ρούχα απλά, ενός κρασέμπορου ή κάποιου αγγειοπλάστη, και να τριγυρίζει στους δρόμους, στις αγορές και τα καπηλειά της πόλης προκειμένου να μαθαίνει από πρώτο χέρι τι απασχολούσε τους υπηκόους του, πώς ζούσαν κι αν του ήταν πιστοί. Προσπαθούσε δηλαδή να κάνει, τρόπον τινά, μια δημοσκόπηση.
Εις μάτην! Μοσχοβολούσε ο βασιλιάς και όλοι καταλάβαιναν ότι κάποιος σεπτός πρίγκηπας είχε κατέλθει από τα Ιερά Δώματα να κάνει τα δικά του. Κι έτσι, ποτέ δεν μάθαινε ο Σελευκίδης αυτά που γύρευε να μάθει, ενώ ταυτοχρόνως οι φιλοπαίγμονες Αντιοχείς πολύ το διασκέδαζαν – αλλά με μέτρο. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος σε άκουσε και πόσο μεγάλο στόμα έχει.Με τα πολλά κι αφού πέρασαν χρόνια πολλά, οι σπιούνοι του παλατιού πρόφθασαν στον βασιλιά τι συνέβαινε κάθε φορά που κατέβαινε, αποφεύγοντας βεβαίως να τον στενοχωρήσουν με το να τον πληροφορήσουν για το αγαπησιάρικο ή τσουχτερό δούλεμα που του έριχναν οι Αντιοχείς.
Δεν είπε τίποτα ο βασιλιάς, ήταν άλλωστε και μεσήλικας πλέον, βαριόταν λίγο κιόλας, ζήτησε τους αυλούς, τους χορούς και τις φωταψίες για το δείπνο – φιλοξενούσε κι έναν φυγάδα Πτολεμαίο, καθώς και μια πρεσβεία από τη Ρόδο, είχε δηλαδή πολλές κρατικές υποθέσεις σε εξέλιξη.
Μέσα του όμως κάτι τον πείσμωσε.
***
Λίγες μέρες μετά λοιπόν, φώναξε τον επικεφαλής της Φρουράς του, έναν Μακεδόνα κάπως αγροίκο από τη γενιά του Κάσσανδρου, και τον διέταξε: «Αρχίλοχε, βρες και φέρε μου το βράδυ τον πιο θαρραλέο πολίτη που θα εντοπίσεις, ξέρεις εσύ!»
Χαιρέτισε ο Αρχίλοχος, έφυγε και νωρίς το βράδυ επέστρεψε. «Διογένης του Τηλέμαχου, Αντιοχεύς» ανέφερε, και στάθηκε παράμερα – πολύ παράμερα, να μην ενοχλεί τον Αντίοχο, αλλά να ελέγχει τον Διογένη.
«Λέγε», του είπε ο βασιλιάς, «πώς ζεις; Μίλα, μόνον αν ξέρεις να λες την αλήθεια! Αλλιώς φύγε! Είσαι ελεύθερος να κάνεις το ένα ή το άλλο!» Και πρόσθεσε: «Να μην σε βλέπω Αρχίλοχε, κι εσύ να μην ακούς».
Ο Αρχίλοχος τραβήχτηκε ακόμα λίγο πιο παράμερα, κι ο Διογένης άρχισε.«Βασιλιά μου γεννήθηκα εδώ στην ένδοξη Αντιόχεια, παιδαγωγός μου ήταν ο μέτοικος Θεόφραστος από την Τύρο. Την ίδια εποχή που έγινα πολίτης, πέθανε ο πατέρας μου κι ανέλαβα εγώ το εργαστήριο χρυσοχοΐας που έχει η οικογένειά μου εδώ και δύο γενιές. Όλα πήγαιναν καλά, είχα κάποια λεφτά, μπήκα σε Χρηματιστήριο και καταστράφηκα. Όμως αγωνίστηκα να ορθοποδήσω, πάλεψα, ξανανοικοκυρεύτηκα, αλλά μετά τη Μάχη της Μαγνησίας, το κράτος μού πήρε πάλι ό,τι είχα και δεν είχα για να ορθοποδήσει το ίδιο. Δεν ορθοπόδησε. Ούτε κι εγώ. Έκτοτε φυτοζωώ. Χρωστάω στους τοκογλύφους το εργαστήριο, το σπίτι μου κι ένα χτηματάκι που έχω στη Λαοδικεία για τα γεράματα. Φοβάμαι ότι στο τέλος θα με πουλήσουν δούλο για τα χρέη μου».
«Πόσο χρονώ είσαι;» μουρμούρισε ο βασιλιάς.
«Πάτησα τα 61 στα περασμένα Διονύσια, βασιλιά μου. Και είναι τώρα πολύς καιρός που σχεδόν κάθε μέρα θυμάμαι αυτό που έλεγε ο πατέρας μου. “Η ζωή είναι μικρή, παιδί μου! Ώσπου να καταλάβεις τι γίνεται γύρω σου, γερνάς και πεθαίνεις”…»
Ο Αντίοχος έμεινε σιωπηλός.
«Εσύ Διογένη, τι έχεις καταλάβει;» ρώτησε μετά από λίγο.
«Εσύ, βασιλιά, τι έχεις καταλάβει;»
Με ένα νεύμα του βασιλιά, ο Διογένης έφυγε σχεδόν «σηκωτός» στα χέρια του Αρχίλοχου, και στο δώμα της Μεγάλης Βιβλιοθήκης –εκεί είχε δεχθεί τον Διογένη ο βασιλιάς– επικράτησε η συνηθισμένη σιωπή.
«Θα παραμείνει ο Κύριος; Θέλει να διαβάσει;» ρώτησε ο σύμβουλος Ιάσωνας, βγαίνοντας απ’ το ημίφως πίσω από τους κίονες της μεγάλης σάλας και πλησιάζοντας το προσωπικό δώμα-αναγνωστήριο του βασιλιά.
«Όχι, Ιάσωνα! Φύγε κι εσύ!»…
***
Στα σκαλιά των Ανακτόρων, ο Αρχίλοχος βρυχήθηκε χαμηλόφωνα (είχε αυτήν την ικανότητα) στον Διογένη: «Δίκιο έχεις, η ζωή είναι μικρή! Φρόντισε να ζήσεις, όση σου μένει. Μην κάνεις τον έξυπνο. Πάρε τώρα ένα τάλαντο από τον Βασιλιά να ξεχρεώσεις».
Ο Διογένης κοίταξε τον Αρχίλοχο στα μάτια, γύρισε την πλάτη του και χάθηκε στους δρόμους της Αντιόχειας καθώς εκείνη άναβε τα φώτα της για τη νύχτα.
Ο τραχύς Μακεδόνας έμεινε στις σκάλες με το τάλαντο στο χέρι. Ανέβηκε σκεφτικός τα σκαλιά. «Κορώνα το κρατάω, γράμματα το επιστρέφω» κάγχασε. Κι έχωσε το τάλαντο μέσα στον δερμάτινο θώρακα υπηρεσίας που φορούσε…
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
11•ΙΧ•2025
Σημείωση: Το παρόν συνετέθη με αναφορές σε ποιήματα του Καβάφη. Κάθε ομοιότης με το τότε και με το τώρα, είναι τελείως συμπτωματική, όπως συμβαίνει στα ποιήματα και τα παραμύθια.