του Νίκου Λάιου*

Υπάρχουν δύο «κρατούμενα» για να κατανοηθεί ο τίτλος. Το πρώτο έχει να κάνει με τη θέση ότι οι εξαρτήσεις ως φαινόμενο κοινωνικό γεννιούνται, αναπαράγονται κι αλλάζουν μορφές στο υπόβαθρο μιας διαρκούς κρίσης, εγγενούς του καπιταλισμού και του ειδικού πολιτισμού που εισήγαγε: της νεωτερικότητας.

Το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι, τουλάχιστον από το 2008, χώρα και κοινωνία είναι σφηνωμένες στη μέγγενη μιας κρίσης καθολικής: μιας συνολικής κατάρρευσης και μιας συνολικής δυσκολίας ανάκαμψης, διεξόδου.

Από αυτά τα δύο «κρατούμενα» προκύπτει ότι σήμερα κάθε παρέμβαση πρωτογενούς πρόληψης –στα αίτια της εξάρτησης πριν την εκδήλωσή της– είναι «παρέμβαση στην κρίση». Η τεχνητή κατάτμηση της πρωτογενούς πρόληψης σε τρία εσωτερικά υποστρώματα [«καθολική» (σε «ολόκληρη την κοινωνία»), «επικεντρωμένη» (σε λίγες «ομάδες σε κρίση») και «ενδεδειγμένη» (σε λίγα «άτομα σε κρίση»)], δεν επαρκεί μπρος σε απαιτήσεις τέτοιας ποιότητας και διάστασης. Αντίθετα, η επιμονή στην επίκλησή της, ανταποκρίνεται σε κελεύσματα απόσυρσης πόρων και σταθερής φροντίδας απ’ την κοινωνική πλειοψηφία, με τη στροφή της έμφασης στα δυο τελευταία υποστρώματα. Ώστε πόροι και φροντίδα να περιορίζονται σε «κάτι λίγο, για λίγους», όπως γινόταν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, βέβαια με τις αναγκαίες λεκτικές προσαρμογές στην πολιτική ορθότητα της «προχωρημένης» εποχής μας.

Τα «επιτελεία» μακριά από την πραγματικότητα

Ξεκομμένα από την κοινωνική πραγματικότητα και τις απαιτήσεις της, τα στενά «επιτελεία» των πολιτικών υγείας στη χώρα μας, υποστηρίζουν επίσημα πως η ολιστική πρόληψη στην κοινότητα –από το άτομο ως το σύνολο αδιάσπαστα, και με μιαν έμφαση στην ανασυγκρότηση κοινωνικών σχέσεων, δεσμών, δικτύων, χώρων συμμετοχής, πολιτισμού και δημοκρατίας– δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες… Στη θέση της, προτείνουν «μετατόπιση στην επικεντρωμένη πρόληψη», δηλαδή εστίαση σε «ευάλωτες ομάδες». Ακριβώς στη φάση όπου η «ευαλωτότητα» διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία, ανακαλύπτονται ξανά πολιτικές που έχουν διατυπωθεί και εφαρμοστεί από τα τέλη του 19ου αιώνα (επανέκαμψαν στις δεκαετίες του 1970-1980) και είναι γνωστές στη βιβλιογραφία της κοινωνικής πολιτικής ως «(νεο)φιλελεύθερες» ή «οριακές», στοχευμένες στους «αναξιοπαθούντες».

Μάλιστα, τα στενά κυβερνητικά επιτελεία (όπου συμπεριλαμβάνονται υψηλά και μεσαία στελέχη φορέων αντιμετώπισης των εξαρτήσεων) εκδηλώνουν ζήλο στην παρουσίαση των ιδεών αυτών ως σύγχρονων, καινοτόμων και αριστερών. Χωρίς να έχουν μελετήσει, επομένως, καν τις τελευταίες εκθέσεις του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά –την ίδια στιγμή που ανερυθρίαστα τις επικαλούνται. Αν έμπαιναν στον κόπο να τις μελετήσουν, θα έβλεπαν ότι βρίσκονται στον αντίποδα όσων πρεσβεύουν. Εκτός και αν τις έχουν μελετήσει, οπότε η διαστρέβλωση είναι εντελώς συνειδητή.

Για να μελετήσεις, πάντως, επιστημονικά κείμενα χωρίς προκατάληψη και να μην τα χαλκεύεις, θα πρέπει να έχεις συναίσθηση της σοβαρής συνθήκης που έχεις να αντιμετωπίσεις. Τέτοια συναίσθηση δεν φαίνεται να υπάρχει στα στενά «επιτελεία». Γι’ αυτό και η ελαφρότητα με την οποία χρησιμοποιούν μιαν αντεστραμμένη, οργουελική γλώσσα, μοχθώντας για μια πολιτικά ορθή συρρίκνωση της φροντίδας, σε βάρος της επιστήμης και των απαιτήσεων.

Γι’ αυτό και η έγνοια τους για συγκεντροποίηση, καθετοποίηση και πλήρη κυβερνητική χειραγώγηση υπηρεσιών, αντί για τον πλαισιωμένο μετασχηματισμό τους σε μοχλούς κοινωνικής ενδυνάμωσης, ενεργοποίησης της ίδιας της κοινωνίας για την αναμέτρησή της με τις απειλές που αντιμετωπίζει –έκφραση των οποίων είναι και οι εξαρτήσεις.

Σε αυτό συνίσταται η πρόληψη των εξαρτήσεων, άλλωστε. Σε ειλικρινή διάλογο, εμπιστοσύνη, δημοκρατία, κίνηση των πολλών για την κοινή υπόθεσή τους στην πράξη, χωρίς πολλά-πολλά. Κι όχι σε κάμωμα της νύχτας σε μέρα με τις επιστημονικοφανείς σοφιστείες, με τα ριζοσπαστικά λόγια να καμουφλάρουν πράξεις αντίθετες, με το στέριωμα ενός ελεγχόμενου «σούπερ μάρκετ» στη θέση των «μικρομάγαζων»

Όλοι στον «μεγάλο ΟΚΑΝΑ»;

Το στίγμα αυτής της συγκεντροποίησης δίνεται με τη διαφαινόμενη έγνοια άθροισης όλων των φορέων σε έναν υπερφορέα, με επίκεντρο τον ΟΚΑΝΑ –όχι απαραίτητα ως μορφολογία, αλλά ως αντίληψη, κουλτούρα, διαδικασίες. Τέτοιου τύπου άθροιση θα ολοκληρώσει τη συρρίκνωση υπηρεσιών και την αποδυνάμωση εναλλακτικών μοντέλων, προσεγγίσεων, φιλοσοφιών, όπως αυτά έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας με πολύ κόπο και θυσίες από τους/τις εργαζομένους του ΚΕΘΕΑ, του 18 ΑΝΩ, των Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων, των Προγραμμάτων Προαγωγής Αυτοβοήθειας, δομών του ΨΝΘ, αλλά και του ίδιου του ΟΚΑΝΑ.

Ενώ η αναδιάρθρωση αυτή στην εποχή των πρώτων μνημονιακών κυβερνήσεων ονομαζόταν «συγχώνευση φορέων», πλέον παρουσιάζεται με το ευγενικό όνομα «ενιαίος φορέας εξαρτήσεων». Παρακολουθώντας τέτοιους ελιγμούς, αναρωτιέται κανείς αν απέχουμε, άραγε, από το σημείο όπου οι ίδιοι/ες εργαζόμενοι/ες που τότε, κινητοποιούμενοι κατά των συγχωνεύσεων, χαιρετιζόμασταν ως αντιστεκόμενοι, θα κατηγορούμαστε τώρα ως οπισθοδρομικοί προασπιστές «μαγαζιών» όσο θα αρνούμαστε την κατάλυση της διακριτότητάς μας, που κουβαλάει ένας τέτοιος «ενιαίος φορέας».

Η κατσαρόλα και η κοινωνία

Είναι καιρός οι εργαζόμενοι/ες σε όλες αυτές τις δομές να κοιτάξουμε κατάματα τις διεργασίες, όπως έχουν φανερωθεί μέσα από τις διαδικασίες συζήτησης του θεσμικού πλαισίου των Κέντρων Πρόληψης, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Στο διάστημα αυτό εργαζόμενοι/ες των Κέντρων Πρόληψης τοποθετούμαστε δημόσια, με Δελτία Τύπου, σημειώματα και αρθρογραφία σε ΜΜΕ, που θα έπρεπε να προβληματίσουν.

Το ίδιο κατάματα ας κοιτάξουν και όσοι/ες υπάλληλοι μέσα σε υπουργεία τυχόν προσπαθούν για κάτι διαφορετικό, πιο δημοκρατικό και πολυφωνικό στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων: τα στενά «επιτελεία» από πάνω τους, φαίνεται να έχουν εντελώς διαφορετική άποψη.

Όσον αφορά τους/τις εργαζόμενους στα Κέντρα Πρόληψης, είμαστε σταθεροί/ες. Με αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεών μας, διεκδικούμε την αλλαγή θεσμικού πλαισίου των δομών με την ίδρυση ενός πανελλαδικού, ενιαίου και δημόσιου φορέα πρόληψης: που θα αντικαταστήσει τα όντως «μικρομάγαζα», τις 67 αστικές εταιρείες που βρίσκονται στο έλεος διοικήσεων συνήθως άσχετων με την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων, στο έλεος και μιας παραδειγματικά άσπονδης και αποτυχημένης συνεργασίας με τον ΟΚΑΝΑ. Ενός φορέα τέτοιου, ώστε γύρω από ένα κέντρο ευέλικτο και διακριτό να συναρθρώνεται σε ενιαία φιλοσοφία και πολιτική η αποκεντρωμένη προσφορά μας. Ενός φορέα που, χωρίς να επιβαρύνει οικονομικά τους πολίτες, θα τιμά και θα βαθαίνει την ιδιαίτερη κουλτούρα της κοινοτικής πρόληψης, όπως την οικοδομούμε εδώ και 20 χρόνια με κόπο και φροντίδα, επιτρέποντάς μας να δουλεύουμε περισσότερο και αποτελεσματικότερα. Ενός φορέα που θα συνυπάρχει και θα συνεργάζεται με τους υπόλοιπους ενιαίους φορείς αντιμετώπισης των εξαρτήσεων (ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ κ.λπ.), ως ίσος προς ίσους.

Προτείνουμε, δηλαδή, πολυφωνία σε πλαίσιο –ούτε πολύξερη μονοκρατορία, ούτε ανταγωνιστικές δυνάμεις και, κάπου στο περιθώριο, τα Κέντρα Πρόληψης, σαν σκόρπια και γονατισμένα τιμάρια.

Η κυβέρνηση, στο τρίχρονο που ασκεί εξουσία, δεν έχει τολμήσει την αλλαγή θεσμικού πλαισίου στη βάση της πρότασης αυτής, χάνοντας την πολιτική βούληση που είχε όταν ως ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην αντιπολίτευση (βλ., λ.χ., Πρόταση Νόμου που κατέθεσε στη Βουλή η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, τον Δεκέμβριο του 2010, στη βάση της τότε πρότασης των εργαζομένων).

Γιατί, άραγε, δεν τολμά, αφού δεν κοστίζει τίποτα και για πρώτη φορά στα χρονικά διορθώνει την ανωμαλία στη χώρα μας, να υπάρχουν επί 20ετία δομές πρόληψης που οικοδομούν κοινοτικό προσανατολισμό και αποκεντρωμένη πρακτική, δίχως να συγκροτούν ενιαίο και διακριτό Πυλώνα στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων;

«Δεν είναι η απάντηση που μας διαφωτίζει, αλλά η ερώτηση», είχε πει ο Ιονέσκο.

Με αυτό οδηγό, ο λόγος ξανά στις Γενικές Συνελεύσεις μας και, αποκεί, στις τοπικές κοινωνίες, αφού τις ενημερώσουμε ενεργητικότερα για το πραγματικό, συντηρητικό περιεχόμενο των πολιτικών αντιμετώπισης των εξαρτήσεων και τη σύνδεσή του με τη γενικότερη κατάσταση στον τόπο.

Σε αυτό συνίσταται η πρόληψη των εξαρτήσεων, άλλωστε. Σε ειλικρινή διάλογο, εμπιστοσύνη, δημοκρατία, κίνηση των πολλών για την κοινή υπόθεσή τους στην πράξη, χωρίς πολλά-πολλά. Κι όχι σε κάμωμα της νύχτας σε μέρα με τις επιστημονικοφανείς σοφιστείες, με τα ριζοσπαστικά λόγια να καμουφλάρουν πράξεις αντίθετες, με το στέριωμα ενός ελεγχόμενου «σούπερ μάρκετ» στη θέση των «μικρομάγαζων».

* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!