Γιατί η περίφημη «Στέγη» δεν επιτρέπεται να φωτιστεί αντιφασιστικά ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαδηλώνει με σθένος εντός και εκτός βουλής σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Κι οι δυο οργανισμοί ασκούν πολιτική, βεβαίως άλλης ποιότητας και κλίμακας και σε διαφορετικά πεδία. Μιλώντας για τον δεύτερο, να θυμίσουμε ότι η υπογραφή των μνημονίων και οι κωλοτούμπες οδήγησαν σε μια αλλαγή του κοινωνικού κλίματος προς την ηττοπάθεια, την απογοήτευση, τη μοιρολατρία και τις μειωμένες προσδοκίες. Όχι, αυτά προφανώς δεν είναι φασισμός, εντούτοις αποτελούν πηγές μιας συντηρητικής στάσης μέσα στην κοινωνία. Θυμίζουμε επίσης ότι η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που ζωντάνεψε το απαξιωμένο για μεγάλο διάστημα πολιτικό σύστημα της χώρας, φράζοντας δρόμους για άλλου τύπου αρνήσεις του, πέραν των ακροδεξιών. Ενώ, την τελευταία περίοδο, η επίθεση διά του προέδρου του στον «ετερόκλητο όχλο» που αντιδρούσε για τις Πρέσπες, έκανε την αρχή για έναν καθεστωτικό αντιλαϊκισμό, συμπληρωματικό με την πλήρη υποταγή στα διεθνή αφεντικά. Μια εξουσία που τα βάζει με την κοινωνία την ώρα που προσκυνά τους μεγάλους, ενεργοποιεί θυμικά και τζίνι πολλών ειδών. Όσοι λοιπόν ενδιαφέρονται –και σωστά- για το τι χτίζεται μέσα στην κοινωνία, για τον «φασισμό από τα κάτω», για τον «κοινωνικό αντιφασισμό», όσοι θέλουν «να τσακιστούν οι ναζί», ας αναρωτηθούν και ως προς αυτό το ζήτημα, δηλαδή την πολλαπλή αποπολιτικοποίηση του φασισμού/αντιφασισμού. Κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, κινήματα και πολιτικοί ορίζοντες, κοινωνικό κλίμα και πολιτικές προτάσεις, «θέλω» της κοινωνίας και πολιτικές αποφάσεις, δεν λειτουργούν διαχωρισμένα και αυτόνομα. Κι εδώ οι σιωπές είναι πολλές. Το ίδιο και με αφετηρία το κοινωνικό. Δεν αρκεί η αλλαγή μιας πολιτικής –πόσο μάλλον όταν αυτό μεταφράζεται σε κομματικές ενισχύσεις και ψήφους- για να τροποποιηθεί μεμιάς μια κοινωνική κατάσταση.
Κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, κινήματα και πολιτικοί ορίζοντες, κοινωνικό κλίμα και πολιτικές προτάσεις, «θέλω» της κοινωνίας και πολιτικές αποφάσεις, δεν λειτουργούν διαχωρισμένα και αυτόνομα
ΤΙ ΤΥΠΟΥ αντιφασίστας είναι κάποιος που θεωρεί την ελληνική κοινωνία «τελειωμένη», ρατσιστική και ακροδεξιά; Που βαφτίζει «συλλογική ευθύνη της κοινωνίας» τις επιλογές του ελληνικού κράτους και ολόκληρες πόλεις -π.χ. Μυτιλήνη- «πρωτεύουσες του ελληνικού φασισμού». Στα παλιά τα χρόνια, θα τον έλεγαν… φασίστα. Που διευρύνει κατά το δοκούν την έννοια του φασισμού τσουβαλιάζοντας με φοβερή άνεση μια σειρά προβληματικών συμπεριφορών, από τον σεξιστικό λόγο ίσαμε το εγκληματικό κυνήγι μεταναστών. Αν υπάρχουν συνάφειες και «περάσματα» ανάμεσα σε στάσεις, αυτό δεν μπορεί να καταργεί τις ποιότητες. Όχι μόνο ως προς τους τρόπους εκδήλωσης αλλά και σε σχέση με τα περιεχόμενα. Γιατί τότε φτάνουμε σε άλματα. Όχι, δεν είναι ακροδεξιό κόμμα η Ν.Δ., δεν μετακομίζουν απλά οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής σε άλλα κόμματα ούτε είναι δολοφόνοι. Πόσο μάλλον δεν ρέπει στο φασισμό ο λόγος περί πατρίδας, δεν είναι ρατσιστής (και μαζί φασίστας) όποιος δυσανασχετεί με την μετατροπή περιοχών σε γκέτο κ.ο.κ. Υπάρχει εδώ κάτι βαθιά ιδεολογικό που συχνά χάνεται ή υποτιμάται. Δεν πρόκειται καθόλου για το τετριμμένο «αν δεν είσαι ενάντια στον καπιταλισμό δεν μπορείς να είσαι αντιφασίστας» -δεν λειτουργούν έτσι οι ιδεολογίες- αλλά για μια ελιτίστικη ματιά απέναντι στην κοινωνία και τον τόπο σου, εντελώς αδιέξοδη αλλά και εύκολα ενσωματώσιμη σε ποικίλους σχεδιασμούς.
Εποχή ενός αυθεντικού κινήματος που επιλέγει τη γλώσσα του αντιφασισμού για να εκδηλώσει βαθύτερα προτάγματα που κυοφορούνται; Εποχή ενός νέου ανθρωπισμού που υπερβαίνει πολιτικές σχηματοποιήσεις για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για τη σύγχρονη βαρβαρότητα; Δρώντα ιστορικά φορτία της χώρας μας κι ένα λαϊκό περί δικαίου αίσθημα που βάζουν όριο στο τι μπορεί να γίνει ανεκτό; Ενότητα όλων όσων «παραμένουν άνθρωποι»; Παύλος αλλά και Μάγδα Φύσσα σε κυνικούς καιρούς; Κάτι που ξεφυτρώνει μέσα σε ένα πολιτικό και κοινωνικό τοπίο που μοιάζει απροσπέλαστο και άγονο; Ή μήπως «εύκολος αντίπαλος»; Πόλωση που δεν απειλεί τις βασικές επιλογές των συστημικών κύκλων με περιορισμό σε ένα μόνο μέτωπο; Ξέπλυμα ευρείας κλίμακας, όχι του νεοναζισμού, αλλά της μάχης του συστήματος ενάντια σε «λαϊκισμό» και «εθνολαϊκισμό» δια της διολίσθησης από τα δεύτερα στον πρώτο;
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής έκανε κάθε «φυσιολογικό» άνθρωπο να χαμογελάσει και πάρα πολλούς να κλάψουν. Όμως η γενικευμένη απομόρφωση για τις έννοιες και την ιστορικότητα του φασισμού, η διαμόρφωση άποψης μέσα από εικόνες, φεισμπουκικές μάχες, φέικ νιους, μισο-ψέμματα και μισο-αλήθειες δημιουργεί προβλήματα. Τα επόμενα επεισόδια δεν αφορούν λοιπόν μόνο έναν «αγώνα ενάντια στον φασισμό που πρέπει να συνεχιστεί». Σε μεταβατικές εποχές, χρειαζόμαστε μάλλον εξίσου την αθωότητα και την έλλειψή της.