Του Μάρκου Δεληγιάννη. Σκυφτός βάδιζες στους δρόμους της αλωμένης πόλης, χωρίς να βιάζεσαι, σαν του ρολογιού την ατέρμονα πορεία, σίγουρα κι αβίαστα.
Ένιωθες την κούραση να σου βαραίνει τους ώμους. Πώς να μην αισθάνεται, άλλωστε, κανείς κατάκοπος, όταν τόση φαιά σκόνη έχει τρυπώσει ανάμεσα στα ρούχα κι ύστερα λίγο-λίγο κατακάθεται στις καρδιές, ξεθωριάζοντας το χρώμα το κόκκινο και μεταβάλλοντάς το σε μοβ; Ήθελες να γεννηθείς άνθρωπος. Λουλούδια να παίρνουν τον ανασασμό σου. Λαχταρούσες το νιόβρεχτο χώμα, την ανάσα σου να είχε τυλίξει.
Όμως, εσύ, καιρό τώρα, εισπνέεις τη βρόμικη ανάσα, σάπιων δοντιών. Το δηλητήριο κατεδαφίζει τα ξαφνιασμένα σπλάχνα σου. Θέλεις κραυγή να σύρεις τρανή: Αφήστε ήσυχους τους νέους! Δώστε τους τόπο να ζήσουν! Πόσο κοστίζει στον πλανήτη ο έρωτας για ζωή; Μα η κραυγή σου σκάλωσε στο λαβύρινθο των αρτηριών σου κι έμεινε εκεί φυλακισμένη. Ενώ της Ρώμης οι υποτακτικοί συνεχίζουν πολέμους, ανενόχλητοι, να απεργάζονται. Ονειρεύονται νίκες χωρίς επιζώντες. Το βρόμικο χώμα να σε σκεπάσει και πάλι. Μάτια να μην έχεις. Ένα λησμονημένο όνομα να είσαι.
Βραδιάζει. Χειμώνιασε. Κι εσύ φαίνεται κάτι προσμένεις. Ποιον; Ίσως το απροσδόκητο σάλπισμα. Παρατηρείς μελαγχολικά το γκρίζο του ουρανού. Ίσως το κατακάθι μιας θλιμμένης ημέρας, δολοφονημένης απ’ του χειμώνα τις ριπές, να σε συγκλόνισε. Ξάφνου επιταχύνεις το βήμα σου, σαν να θέλεις της νύχτας τη περίπτυξη ν’ αποφύγεις.
Όχι, άνθρωπε σκυφτέ, ατένισε τη θάλασσα την ιταμή, καθώς σπάζει τα βράχια τα αμετακίνητα. Τρία νεανικά κορμιά ξέβρασε το πέλαγος το αχόρταγο, κάτω στης Χίου τις ακτές. Τρεις άνθρωποι ξεριζωμένοι απ’ του αδηφάγου κέρδους τον εκσκαφέα, κίνησαν το αύριο να χτίσουν. Εφοδιάστηκαν όνειρα και πείσμα και κίνησαν. Τους νίκησε το πέλαγος. Χάθηκαν ανώνυμοι, αδάκρυτοι, χωρίς αγγελτήριο θανάτου ν’ ακουστεί στην έρημη πλατεία του χωριού τους. Τούτη τη νύχτα που εσύ μάταια προσπαθείς τα νύχια της ν’ αποφύγεις, οι αρχιερείς του ψεύδους, της υποκρισίας, της απληστίας, του θράσους, ανενόχλητοι απεργάζονται σχέδια εξανδραποδισμού της νιότης αυτού του τόπου.
Ο θάνατος, φίλε μου, μας κοιτάζει κατάματα. Κούρνιασε στα νοσοκομεία, στους διαδρόμους, στα λαϊκά υπνωτήρια, στις πλατείες. Είναι και δική μας υπόθεση, όχι μόνο των δύστυχων των ξεριζωμένων, που τους βάφτισαν λαθραίους. Ο θάνατος λαίμαργος κόκκαλα συλλέγει. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι, μια κωμόπολη ολάκαιρη, παραδόθηκε στα χέρια σου, Χάρε, μην μπορώντας του εξευτελισμού το χνώτο ν’ αντέξει, το ξεσπίτωμα, την αθλιότητα του δρόμου, κι έγιναν τραγικοί αυτόχειρες! Ήταν αρκετά τα τρία χρόνια υποταγής στη διεθνή των υαινών για να δολοφονηθεί η ελπίδα. Κι αυτοί, φίλε, δεν ήταν λαθραίοι, μα έντιμοι πολίτες, ατυχείς δανειολήπτες, θύματα του άμετρου πλουτισμού που οι πραίτορες ανερυθρίαστα διαφήμιζαν.
Όχι, φίλε μου, καιρός να υψώσεις κι εσύ την άρνησή σου. Καιρός και του δικού σου «όχι». Καιρός των μεγάλων κατεδαφίσεων, των μεγάλων ανοικοδομήσεων. Αφουγκράσου την αγωνία των κυνηγημένων, των αβόλευτων. Καιρός να χτίσεις λιμάνια αληθινά, τα λάφυρα των οραμάτων σου ν’ αράξεις.
Καιρός της προσωπικής αντίστασης ενάντια στους μεγεθυντικούς φακούς της εξουσίας που παραβιάζουν τη στεγανότητα της ψυχής, το απόρρητο της καρδιάςΠριν από κάθε πολεμική επιχείρηση, προηγείται η επιδρομή των λέξεων. Αυτός που θα κερδίσει τούτη εδώ τη μάχη, είναι σίγουρο, πως και στον πόλεμο θα θριαμβεύσει. Ξαφνικά, βγήκαν στο προσκήνιο, μέθοδες παλιές, δοκιμασμένες. Οι αρχιερείς της βίας, της τρομοκρατίας, του τραμπουκισμού, μεταβλήθηκαν σε ιεροκήρυκες της αγάπης και παρέα με τις βραχνές φωνές των φαιών χιτώνων, εγκαλούν το ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως, όμως, τρομοκρατία δεν είναι όταν ψηφίζεται ένα τέτοιο φορομπηχτικό νομοσχέδιο, που είναι σίγουρο πως θα εξωθήσει χιλιάδες πολίτες στην πείνα, στην ανέχεια, στην εξαθλίωση, στην κακομοιριά; Ή μήπως δεν είναι απροκάλυπτη βία, όταν το σκοτάδι κοντοζυγώνει και σε βρίσκει να ψάχνεις εναγώνια, απάνεμη γωνιά, τον κάβο της νύχτας να καβατζάρεις; Σκυφτέ άνθρωπε, ο νεοφιλελευθερισμός έχει προοδεύσει τόσο, που δεν χρειάζεται πλέον εργαζόμενους, ούτε τον πολιτισμό της εργασίας. Χρειάζεται σκλάβους. Όχι πολίτες, αλλά φοβισμένα όντα απ’ την ανεργία ή τα χρέη. Άνθρωποι που βρίσκονται κοντά στο θάνατο, προγραμμένοι, έτοιμοι να εκποιηθούν.
Υποκρίνονται, πως μόνη τους έγνοια, είναι η προστασία της ειρήνης και της έρημης της δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή, μες την αναμπουμπούλα, ψηφίζουν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που δένουν χειροπόδαρα το λαό και παράλληλα η Βουλή μεταβάλλεται σε μουσείο!
Σκυφτέ άνθρωπε, καιρός να γνωρίσεις πως και εσύ ανήκεις σ’ αυτόν το γαλάζιο θόλο του ουρανού, φτάνει να σηκώσεις ψηλά το κεφάλι σου και να τον ατενίσεις.