Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Η Αντέλ, μια έφηβη από λαϊκό περιβάλλον, ένιωσε να κεραυνοβολείται, όταν διασταυρώθηκε με μια όμορφη, σαν ξωτικό, κοπέλα με μπλε μαλλιά. Η αμοιβαία, ακαταμάχητη έλξη οδηγεί τις δύο κοπέλες στο κρεβάτι. Τα παθιασμένα σαρκικά συμπλέγματα -λες κι έχουν ξεπηδήσει από πίνακες του Γκιστάβ Κουρμπέ- εξελίσσονται σε ένα βαθύ έρωτα, που δεν ξεφεύγει από το πεπρωμένο του επώδυνου χωρισμού. Το χρονικό αυτής της σχέσης ανατέμνει ο αραβικής καταγωγής Γάλλος Αμπντελατίφ Κεσίς, στην ταινία Η ζωή της Αντέλ, που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Την Αντέλ ενσαρκώνει εκπληκτικά η ελληνικής καταγωγής Αντέλ Εξαρχόπουλος, πλάι στην Λεά Σεϊντού, στο ρόλο της Εμά, φοιτήτριας Καλών Τεχνών.
Η κάμερα του Κεσίς παρακολουθεί την ερωτική σχέση μέσα από κοντινά πλάνα, στα γεμάτα έξαψη πρόσωπα, με τα φιλήδονα χείλη και τα υγρά βλέμματα. Η νεανική σάρκα κυριεύει την οθόνη, μεταγγίζοντας στον θεατή τους ερωτικούς παλμούς που αναδύει. Η προβληματική γύρω από τον εφηβικό, κεραυνοβόλο έρωτα και τη σημασία του, ανεξαρτήτως φύλου, ανοίγεται όμως και σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
Η Αντέλ συμμετέχει στις σχολικές πορείες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και στις πολύχρωμες πορείες ομοφυλόφιλων, μετά τη σχέση της με την Εμά. Η μετωπική αποτύπωση των συμμαθητών της Αντέλ, καθώς αναλύουν ένα μυθιστόρημα του Μαριβό, αλλά και οι αυθόρμητες εκφράσεις των μικρών μαθητών της όταν, ως δασκάλα πλέον, τους μαθαίνει ανάγνωση και γραφή, τονίζουν τη σημασία της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην εξέλιξη του ατόμου, με κύριο σταθμό τις παθιασμένες εφηβικές ερωτικές εντάσεις, που αποτελούν, όπως και στην Αντέλ, ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα ζωής.
Ο Κεσίς εμπνεύστηκε την ταινία αυτή από το κόμικ Μπλε, το πιο ζεστό χρώμα, όπου το ψυχρό μπλε αντιμετωπίζεται αντιθετικά, σηματοδοτώντας τη ζεστασιά του έρωτα, ως αναπόσπαστο συστατικό της ζωής, ακόμα και αν περιέχει πόνο, ενώ αρκεί να θυμηθούμε πως «μπλουζ» ονομάζονται τα τραγούδια των Αφρικανών σκλάβων. Παραδόξως, το μπλε μετέχει διακριτικά στη δόμηση μιας αισιόδοξης ατμόσφαιρας στην ταινία, ενώ παραπέμπει και στην πρώιμη, μπλε, περίοδο του Πικάσο, στον οποίο γίνεται επίσης αναφορά.
Πέρα από τις λογοτεχνικές αναφορές στον Μαριβό και στον Σαρτρ, η ταινία πραγματεύεται πλήθος εικαστικών αναφορών. Ο φακός κοντοστέκεται στην Αντέλ, που διαβάζει ξαπλωμένη μπρούμυτα, φορώντας πιτζάμες, ως σύγχρονη, ανέμελη εκδοχή μιας οδαλίσκης. Παράλληλα, η Αντέλ γίνεται η μούσα της ανερχόμενης ζωγράφου Εμά, που προέρχεται από περιβάλλον διανοούμενων. Στις συζητήσεις μεταξύ φίλων, γίνονται αναφορές στον Κλιμτ και τον Σίλε, ενώ αναλύεται η απεικόνιση του γυναικείου σώματος στη ζωγραφική, που σε αντίθεση με το αντρικό, είναι συνήθως ιδωμένο μέσα από την ηδονή και την έκσταση. Το γυναικείο γυμνό, ως έμπνευση και φόρμα στην τέχνη, στην ταινία εξετάζεται υπό το πρίσμα της γυναικείας σεξουαλικότητας, οπτική που συναντάμε και στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, όπως στην αριστουργηματική Μαύρη Αφροδίτη.
Ο Κεσίς επιλέγει ένα σκηνοθετικό ρεαλισμό, αποσπώντας συγκλονιστικές ερμηνείες και από τις δυο πανέμορφες πρωταγωνίστριες. Ξεκινώντας απ’ την εφηβεία, μεταβατική περίοδο υπαρξιακής αναζήτησης, επικεντρώνεται στη σεξουαλικότητα, χωρίς να παραβλέπει τις ταξικές και ιεραρχικές κοινωνικές δομές, που καθιστούν αναπόφευκτη μια προκαθορισμένη κατανομή ρόλων, ακόμα και σε ένα ομόφυλο ζευγάρι.
Στη συνέντευξη Τύπου στις Κάννες, ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε στις πρόσφατες αραβικές εξεγέρσεις, ελπίζοντας η ταινία του να εμπνεύσει τους νέους εκεί, γιατί όπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «…μια επανάσταση δεν μπορεί να πετύχει, αν δεν είναι ταυτόχρονα και σεξουαλική».
Η Αντέλ, που στα αραβικά σημαίνει δικαιοσύνη, απεικονίζεται να απολαμβάνει ελεύθερα την αυτοδιάθεση της γυναικείας της υπόστασης, σε αντίθεση με τη γυναίκα στις ισλαμικές κοινωνίες, ενώ ακόμα και οι ηλιόλουστοι ανοιξιάτικοι φωτισμοί της ταινίας λειτουργούν παραλληλίζοντας την αραβική άνοιξη, με την κατεξοχήν ρομαντική εποχή του έρωτα.
Ο σεξουαλικός αισθησιασμός ρεαλιστικής απεικόνισης της ταινίας, επικρίθηκε θυμίζοντας την αντίστοιχη υποδοχή της «Αυτοκρατορίας των αισθήσεων», του Ναγκίσα Οσίμα. Ο πολυεπίπεδος στοχασμός που διατρέχει την τρίωρη ταινία του Κεσίς, προσδίδει μια κοινωνική και ανθρωπολογική διάσταση, υπερβαίνοντας το διάχυτο ερωτισμό, ενώ οι αυθεντικές, έντονες καταστάσεις, με τις συγκλονιστικές ερμηνείες, τους καλογραμμένους διαλόγους και τις εικαστικές αναφορές, καθιστούν την ταινία έναν ύμνο στον έρωτα και στη ζωή.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου