Η σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου στην Αθήνα και οι μηχανισμοί (εντός και εκτός συνόρων) που πιέζουν για τη διατήρηση του «θετικού μομέντουμ» δουλεύουν ακατάπαυστα. Μπορεί η γενικότερη αναταραχή στην περιοχή μας, με τον νέο κύκλο πολεμικής ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, που όξυνε τις αντιθέσεις της Δύσης με την Τουρκία, να τροποποιεί τους αρχικούς σχεδιασμούς που μιλούσαν για μια «εκτόξευση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», όμως η κατεύθυνση για ευρείας κλίμακας διευθετήσεις, έστω και βήμα-βήμα παραμένει εν ισχύ. ΗΠΑ και ΝΑΤΟ προκρίνουν για τη χώρα μας ένα ρόλο μοχλού προσέλκυσης της Τουρκίας στον δυτικό άξονα, με υποχωρήσεις και δώρα προς τη γείτονα, με τη διαδικασία της «θετικής ατζέντας» να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και τις δύο πλευρές να δουλεύουν ακατάπαυστα και στο σκέλος του λεγόμενου «πολιτικού διαλόγου» για τη διευθέτηση των μειζόνων διαφορών με ορίζοντα τη Χάγη.
Σύμφωνα με τις νεότερες πληροφορίες και διαρροές, τόσο από την Αθήνα όσο και από την Άγκυρα, η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα αναμένεται να είναι μονοήμερη και, πέρα από τις εργασίες του Συμβουλίου, θα περιλαμβάνει συναντήσεις με την Π.τ.Δ. Αικ. Σακελλαροπούλου και τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και κοινές δηλώσεις. Τον Τούρκο πρόεδρο θα συνοδεύει ομάδα εννιά υπουργών, υπεύθυνων για την υπογραφή πρωτοκόλλων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών για μια σειρά ζητήματα της λεγόμενης ήπιας διπλωματίας ενώ τελικά την αποστολή δεν θα ακολουθήσει πολυπληθής ομάδα επιχειρηματιών όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί – μειώνοντας έτσι τον πανηγυρικό τόνο της επίσκεψης. Τέλος δεν υπάρχει κάποια ανακοίνωση σχετικά με πιθανή επίσκεψη του Τ. Ερντογάν στη Θράκη –παρά τις προ ημερών διαρροές–, όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες επισκέψεις στη χώρα μας.
Πιο συγκεκριμένα οι, υπό διαμόρφωση, συμφωνίες περιλαμβάνουν σειρά πρωτοκόλλων συνεργασίας για θέματα οικονομίας, εμπορίου, τουρισμού, πολιτικής προστασίας, μετανάστευσης και πολιτισμού. Παράλληλα οι συζητήσεις για τα ΜΟΕ, που διεξάγονται με διμερής επαφές, φαίνεται να αποτυπώνουν και στον τομέα της αμυντικής συνεννόησης συμφωνίες που έχουν ως επίκεντρο την εδραίωση μηχανισμών αποφυγής μελλοντικών εντάσεων. Πάντως, όλοι έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο τετ α τετ Μητσοτάκη-Ερντογάν και τις επίσημες δηλώσεις που θα το συνοδεύουν, καθώς εκεί είναι πιθανό να υπάρξουν διατυπώσεις, εμπρηστικές ή κατευναστικές, πανηγυρικές ή ουδέτερες που θα αποκρυπτογραφούν αν οι, εν κρυπτώ, διπλωματικές επαφές κινούνται στη βάση του προ μηνών συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους.
Το ανέφικτο της εξομάλυνσης
Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης που βλέπουν ευκαιρίες στρατηγικών συγκλήσεων με την Άγκυρα, η Τουρκία παραμένει πιστή στη λογική της «Γαλάζιας Πατρίδας». Δεν παύει στιγμή να υπενθυμίζει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και τη Αν. Μεσόγειο αμφισβητώντας την κυριαρχία της χώρας μας, δεν σταματά να επεκτείνει και να βαθαίνει την τουρκοποίηση της Κύπρου, να δημιουργεί τετελεσμένα σε όλα τα μέτωπα.
Ακόμη και λίγες μέρες πριν τη σύνοδο της Αθήνας η Τουρκία προκαλεί, δεσμεύοντας το μισό Αιγαίο για ασκήσεις έρευνας και διάσωσης, με NOTAM που εξέδωσε στις 25/11, ενώ με αφορμή το ναυάγιο του Raptor, 4,5 ν.μ από τη Λέσβο, με νέα NOTAM αμφισβητεί το δικαίωμα των ελληνικών αρχών για έρευνα και διάσωση, ισχυριζόμενη πως η ενέργεια αυτή παραβιάζει τα τουρκικά χωρικά ύδατα, κι ας απέχει η περιοχή που δέσμευσαν οι ελληνικές αρχές για την επιχείρηση αυτή, ελάχιστη απόσταση 10 ν.μ από τα παράλια της Μ. Ασίας, διεκδικώντας με τον τρόπο αυτό στην πράξη χωρικά ύδατα 12 ν.μ. την ίδια ώρα που αρνείται το ίδιο δικαίωμα στην Ελλάδα.
Παράλληλα οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πραγματοποίησαν διεθνή στρατιωτική άσκηση υπό την ονομασία «Ανατολική Μεσόγειος 2023», από τις 18 έως τις 25 Νοεμβρίου, με την συμμετοχή εννιά χωρών, μεταξύ των οποίων και χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, στα σενάρια της οποίας περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων ασκήσεις απόβασης, με τη συμμετοχή και του νεοαποκτηθέντος μικρού αεροπλανοφόρου Anadolu. Τις ίδιες μάλιστα ημέρες που ο τουρκικός στόλος έκανε επίδειξη δύναμης στην Αν. Μεσόγειο, η Άγκυρα ανακοίνωσε την πραγματοποίηση ερευνών σε θαλάσσιες περιοχές της κυπριακής ΑΟΖ που διεκδικεί, μεταξύ Ρόδου και Κύπρου αλλά και στη θαλάσσια περιοχή στα ανοιχτά των κατεχόμενων.
Αθήνα και Λευκωσία κάνουν πως δεν βλέπουν την πρόκληση για να μην χαλάσουν το θετικό κλίμα. Δίνουν έτσι το πράσινο φως στην Άγκυρα να συνεχίσει τις παράνομες και παράλογες ενέργειές της εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου. Η πολιτική Ερντογάν για τον «τουρκικό αιώνα», η φιλοδοξία μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης που θα ασκεί την επιρροή της στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελέγχοντας μια περιοχή από τα Βαλκάνια μέχρι το Σουέζ και από τον Καύκασο μέχρι τη Ν.Α. Μεσόγειο, και η μετατροπή του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου σε τουρκικές θάλασσες είναι στην ημερήσια διάταξη του καθεστώτος Ερντογάν, τόσο όταν αυτό επιδίδεται σε κραυγές και προκλητικές ενέργειες όσο και όταν στα πλαίσιο του ανατολίτικου παζαριού με την Δύση επιλέγει πιο ήπιους τόνους. Καλώς ή κακώς τα όνειρα αυτά προσκρούουν στην ίδια τη γεωγραφία και την ιστορία της περιοχής, στο πυκνό νησιωτικό δίκτυο του Αιγαίου, στο ακριτικό Καστελόριζο και την Κύπρο που στέκει εκεί στο όριο μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Οι απειλές, οι πιέσεις, τα τετελεσμένα, οι δήθεν «καζάν-καζάν» λύσεις που επανέρχονται έναν στόχο έχουν, να ακυρώσουν, άμεσα ή δια της ολισθήσεως, την κυριαρχία αυτών των περιοχών, κάνοντας αποδεκτή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη δορυφοροποίηση από την Άγκυρα μέσα από ΝΑΤΟϊκής κοπής διευθετήσεις.
ΗΠΑ και ΝΑΤΟ προκρίνουν για την Ελλάδα ένα ρόλο μοχλού προσέλκυσης της Τουρκίας στον δυτικό άξονα, με υποχωρήσεις και δώρα προς τη γείτονα, με τη διαδικασία της «θετικής ατζέντας» να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και τις δύο πλευρές να δουλεύουν ακατάπαυστα και στο σκέλος του λεγόμενου «πολιτικού διαλόγου» για τη διευθέτηση των μειζόνων διαφορών με ορίζοντα τη Χάγη
Παραφωνίες στο πολιτικό σύστημα
Παρά τα κυβερνητικά αφηγήματα το περιεχόμενο του ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι η αποδοχή μέρους των τετελεσμένων και η υποχώρηση της ελληνικής πλευράς σε ζητήματα κυριαρχικών δικαιωμάτων σε όλη τη γραμμή Θράκη, Αιγαίο, Κύπρος. Αυτό το σχέδιο έχει δεσμευτεί να υπηρετήσει η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη. Γνωρίζουν ότι αυτό θα έχει πολιτικό κόστος, γνωρίζουν πως ο ελληνικός λαός δεν συναινεί σε μια πολιτική παραχωρήσεων. Το συμβόλαιο όμως πρέπει να εκτελεστεί διότι αυτό προστάζουν οι «ισχυροί σύμμαχοι», όπως εκτελέστηκε πριν μερικά χρόνια από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το άλλο συμβόλαιο της Συμφωνίας των Πρεσπών κι ας ήταν βέβαιο πως θα οδηγήσει σε πολιτική φθορά – όπως και έγινε.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι τα «φίλια πυρά» που δέχεται το τελευταίο διάστημα το Μαξίμου από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς και βασικούς μετόχους της Ν.Δ. με επίκεντρο τα ελληνοτουρκικά. Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, με εγνωσμένη εμπειρία επί του θέματος, προειδοποιούν πως είναι επιζήμιο για τα εθνικά μας συμφέροντα το τρέχον διπλωματικό φλερτ με τη γείτονα. «Ο κατευνασμός υπήρξε κατά κανόνα ο προθάλαμος των συγκρούσεων», υπενθύμισε ο Κώστας Καραμανλής προ ημερών ενώ σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Καθημερινή –έχει και το μέσο τη σημασία του– ο Α. Σαμαράς επανέλαβε πως «με τον πειρατή δεν συζητάς».
Παρά τις δύο αυτές «παραφωνίες», στο πολιτικό σύστημα κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να βάλει εμπόδια στην «ιδιωτική εξωτερική πολιτική» της Μητσοτάκης Α.Ε. ειδικά όσο αυτή υπαγορεύεται από το μεγάλο αφεντικό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Έτσι ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αρκούνται σε υπαινιγμούς, δηλώνοντας όμως πιστοί στη γραμμή του διαλόγου με την Άγκυρα, δίνοντας έτσι το πράσινο φως στην κυβέρνηση ενώ αναιμικές είναι και οι πρωτοβουλίες που παίρνουν για ενημέρωση της Βουλής, των κομμάτων και της κοινής γνώμης για το περιεχόμενο των συζητήσεων. Άλλωστε τα ελληνοτουρκικά αποτελούν πέτρα του σκανδάλου και για την Κεντροαριστερά αφού το εκσυγχρονιστικό μπλοκ αποτελεί σημαιοφόρο της πολιτικής της «Χάγης» ενώ οι διαφορετικές προσεγγίσεις επί του θέματος φαίνεται να είναι ένα από τα ζητήματα τριβής και στην πρόσφατη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ όπως αποκάλυψε ο πρόσφατος δημόσιος «διάλογος» Κοτζιά-Μπίστη, με τον πρώτο να βλέπει στην αποχώρηση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης δάκτυλο ολιγαρχών που ποντάρουν στις ελληνοτουρκικές μπίζνες και τον δεύτερο να μέμφεται την νέα ηγεσία του κόμματος για τους συνομιλητές της, λέγοντας πως ο Ν. Κοτζιάς «έχει τις ίδιες απόψεις με τον Σαμαρά».
Σε κάθε περίπτωση, το πολιτικό σκηνικό στη χώρα δεν φαίνεται ικανό να παράξει πολιτική απεγκλωβισμού από τις ράγες των υποχωρήσεων και του κατευνασμού. Τα κυρίαρχα κόμματα ορκίζονται πίστη και υποταγή στο ΝΑΤΟϊκό και ευρωπαϊκό άρμα, δεν φέρουν ούτε μια φρέσκια ιδέα αναγέννησης και ανασυγκρότησης της χώρας. Εγκλωβίζουν έτσι τη συζήτηση και για τα εθνικά θέματα στο ίδιο αδιέξοδο και χαμηλού επιπέδου επικοινωνιακό πολιτικό παιχνίδι που δεν εγγυάται τίποτε άλλο πέρα από την αποδυνάμωση της χώρας, την απομείωση της κυριαρχίας της, την εκούσια δορυφοροποίηση από τις μεγάλες δυνάμεις, σε μια εποχή που οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι καλούν κάθε δύναμη (έθνος, κοινωνία, χώρα, λαό) που θέλει να αντέξει στα τραντάγματα σε μια ενεργητική και βασισμένη στις δικές της δυνάμεις γεωπολιτική στάση.
Μια άλλη στρατηγική είναι αναγκαία
Η συνάντηση της 7ης Δεκεμβρίου είναι ακόμη ένα βήμα για την εμπέδωση της ενδοτικής πολιτικής και δεν θα έπρεπε να έχει συμφωνηθεί η πραγματοποίησή της. Θα ήταν προς όφελος των συμφερόντων της χώρας μας η, έστω και εκ των υστέρων, ματαίωσή της. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο θα λάβει χώρα αλλά θα αξιοποιηθεί (εκτός απροόπτου) και ήδη αξιοποιείται από τους κυβερνώντες για να στοιχειοθετήσουν το αφήγημα της «θετικής ατζέντας».
Πέφτει λοιπόν το βάρος στην ίδια την κοινωνία να εγγυηθεί τις κόκκινες γραμμές, μην επιτρέποντας υποχωρήσεις στις τουρκικές απαιτήσεις. Βασική προϋπόθεση να μπουν εμπόδια στην εν κρυπτώ και εν πολλοίς ιδιωτική –μη υποκείμενη σε κανέναν κοινοβουλευτικό έλεγχο και πέραν των ορίων των εθνικών γραμμών– εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του Κ, Μητσοτάκη, που ασκείται από τους έμπιστους (δικούς του και της πρεσβείας) αρμόδιους υπουργούς «ειδικών αποστολών», Γ. Γεραπετρίτη και Α. Παπαδοπούλου. Κόντρα στο μασάζ για «πάση θυσία ήρεμα νερά» να επιμείνουμε πως είναι αδιέξοδη η πολιτική του κατευνασμού, αναδεικνύοντας ως κρίσιμο στοιχείο ισχύος την προετοιμασία, την ενημέρωση και το φρόνημα της κοινωνίας, βάζοντας τις βάσεις για μια άλλη στρατηγική ανάκτησης βαθμών κυριαρχίας που θα αντιτάσσει στον διαχρονικά παρόντα τουρκικό επεκτατισμό την αποτρεπτική ισχύ και την πολιτική αποφασιστικότητα, που σήμερα θυσιάζονται και αδυνατίζουν συστηματικά κατ’ εντολή των «συμμάχων».
Κατευνασμός με υποχωρήσεις και δώρα
Η πολιτική των «ήρεμων νερών» έχει ήδη μετρήσιμο κόστος για την ελληνική πλευρά. Χωρίς απτά ανταλλάγματα, πέρα από κούφιες υποσχέσεις για αποφυγή εκατέρωθεν επιθετικών ενεργειών, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπούν χωρίς κόστος για την Άγκυρα, η χώρα μας φαίνεται να έχει ήδη αποδεχθεί σειρά υποχωρήσεων και δώρων για τον κατευνασμό του Ερντογάν.
Μεταναστευτικό: Συμφωνία συγχωροχάρτι
Με τη διαφαινόμενη συμφωνία που διαμόρφωσαν οι υπουργοί Δ. Καιρίδης και Α. Γερλίκαγια, Ελλάδα και Τουρκία δηλώνουν πως από κοινού εργάζονται για τον «κοινό στόχο» του περιορισμού των μεταναστευτικών ροών. Η Τουρκία λαμβάνει συγχωροχάρτι για τη δράση της ως οργανώτρια των δουλεμπορικών δικτύων. Πέρα από τα άμεσα επιχειρησιακά οφέλη για την Άγκυρα –έλεγχος της δράσης του ελληνικού λιμενικού, παρουσία Τούρκου αξιωματικού στην Μυτιλήνη– η συμφωνία αυτή μπορεί να διαβαστεί και ως προοίμιο μιας νέας ανανεωμένης συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε., που θα επιβεβαιώνει και θα επεκτείνει τις προβλέψεις της προηγούμενης, εν ισχύ συμφωνίας, που παρά τον πακτωλό χρημάτων που έλαβε η Τουρκία είναι τουλάχιστον αναποτελεσματική για τον περιορισμό των ροών και τη θωράκιση των ελληνικών συνόρων.
Τουριστική βίζα
Στην ίδια συμφωνία η Ελλάδα φαίνεται να αποδέχεται ένα διαχρονικό αίτημα της τουρκικής πλευράς για διευκόλυνση στην έκδοση βίζας, δωδεκάμηνης ισχύος για Τούρκους πολίτες που επισκέπτονται τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου – θυμίζουμε πως την κυριαρχία κάποιων εξ αυτών αμφισβητεί η γείτονα. Και εδώ έχουμε την Ελλάδα να προστρέχει σε ειδικές προνομιακές συμφωνίες με την Τουρκία, στρώνοντας το έδαφος και για αντίστοιχες συμφωνίες συνολικά με την Ε.Ε., στα πλαίσια των εν εξελίξει ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων (τελωνειακή ένωση, διευκόλυνση βίζας κ.ά.).
Σιωπηρή αποστρατιωτικοποίηση νησιών
Μόνο ως σύμπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί η συγχρονία που παρατηρήθηκε μεταξύ της ανακίνησης από πλευρά της Τουρκίας του ζητήματος της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της απομάκρυνσης από αυτά σημαντικών οπλικών συστημάτων στο όνομα της κάλυψης συμμαχικών μας υποχρεώσεων. Η αποστολή οπλικών συστημάτων προς την Ουκρανία είχε σαν παράπλευρη απώλεια την εκ του αποτελέσματος αποδυνάμωση της αμυντικής θωράκισης των νησιών. Τα τεθωρακισμένα BMP-1 δεν αντικαταστάθηκαν όπως προβλεπόταν από τα γερμανικά Marder –τα οποία πήγαν στην Ξάνθη–, τα ρωσικής προέλευσης αντιαεροπορικά συστήματα των νησιών μένουν χωρίς πρόβλεψη συντήρησης ενώ ερώτημα αποτελεί και η επάρκεια σε βλήματα. Τα παραπάνω κρύβονται πίσω από τον χαρακτηρισμό του απόρρητου, με την κυβέρνηση να αρκείται να απαξιώνει το υλικό των ενόπλων δυνάμεων χαρακτηρίζοντας ότι φεύγει από τα νησιά –χωρίς να αντικαθίσταται θυμίζουμε–) ως άχρηστο και απαρχαιωμένο για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
Ευκαιρία για μπίζνες
Ως μέρος της θετικής ατζέντας λογίζεται και η προσέλκυση τουρκικών κεφαλαίων στη χώρα μας. Ήδη η παρουσία τουρκικών συμφερόντων επιχειρήσεων, στον τουρισμό και την εστίαση στα νησιά αλλά και στο real estate και τις υποδομές, είναι μια πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια. Μένει να δούμε αν η συνεδρίαση του ΑΣΣ Ελλάδας-Τουρκίας θα φέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα και στον συγκεκριμένο τομέα. Σε κάθε περίπτωση, επιχειρηματίες και στις δύο πλευρές του Αιγαίου είναι έτοιμοι για κοινές μπίζνες, από «ανώδυνους» τομείς όπως το εμπόριο και η εστίαση μέχρι και άλλους που άπτονται στρατηγικών επιλογών, όπως η ενέργεια (πράσινη ή μη).