Ολοκληρώθηκε ο κύκλος συναντήσεων για τον εκλογικό νόμο
Δοκιμή συναινέσεων για το Μαξίμου με αφορμή τις συζητήσεις για τον εκλογικό νόμο. Οι ξεχωριστές συναντήσεις με τους αρχηγούς των κομμάτων ολοκληρώθηκαν χθες και ο Αλ. Τσίπρας έκλινε σε όλους τους τόνους την ανάγκη ευρύτερων συγκλίσεων στο πολιτικό σκηνικό. Οι «αγριάδες» και η αντιδεξιά ρητορεία είναι καλές για να συσπειρώνεται ένα κομματικό ακροατήριο που ψάχνει από κάπου να «πιαστεί», αλλά πιο σημαντικές είναι οι πρόβες συναίνεσης σε οικουμενική ή «κεντροαριστερή» εκδοχή, μιας και είναι σαφές ότι το περιβάλλον σκουραίνει επικίνδυνα για την κυβέρνηση.
Βεβαίως, ο Αλ. Τσίπρας έχει δείξει ότι είναι αποφασισμένος να εξαντλεί κάθε φορά τα όρια που υπάρχουν ώστε να είναι εκείνος ο αποκλειστικός «κυρίαρχος» του παιχνιδιού (του εσωτερικού πάντα παιχνιδιού γιατί για τα σημαντικά αποφασίζουν άλλοι εκτός Ελλάδας). Τώρα όμως, με τη δημοτικότητα τη δική του και της κυβέρνησης σε βαρομετρικά χαμηλά, με ψηφισμένους τους νόμους και νέο τσουνάμι να έρχεται αυτή τη φορά στα εργασιακά, η αναζήτηση εφεδρειών και διάδοχων λύσεων μοιάζει επιβεβλημένη.
Η συναίνεση, βέβαια, θέλει τουλάχιστον δύο. Κανείς, όμως, δεν δείχνει διατεθειμένος να «κάτσει» εύκολα στον Τσίπρα και μάλιστα σε μια στιγμή που η δυναμική του φθίνει διαρκώς. Έτσι, λοιπόν, και με αφορμή των εκλογικό νόμο, οι πολιτικοί αρχηγοί έθεσαν μια σειρά προσκόμματα στις «άτσαλες», είναι αλήθεια, επιθέσεις φιλίας. Ο Κ. Μητσοτάκης αποδίδει ιδιοτέλεια και τακτικιστική διάθεση στην κυβέρνηση και λέει «όχι» σε αναλογικότερο σύστημα, η Φ. Γεννηματά δηλώνει «δεν θα τους κάνουμε τη χάρη να φύγει η συζήτηση από τα καθημερινά προβλήματα», ενώ ανάλογες ενστάσεις διατυπώθηκαν και από τους υπόλοιπους με περισσότερο «συνεργάσιμο» τον Π. Καμμένο και λιγότερο τον Δ. Κουτσούμπα που δήλωσε ότι δεν βλέπει «βάση για συναίνεση».
Όλοι, λοιπόν, κρατούν τις επιφυλάξεις τους αλλά και δεν κλείνουν τις πόρτες για την αυριανή μέρα, αφού κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει. Το μόνο ίσως ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι η γενικευμένη αστάθεια του πολιτικού συστήματος συνεχίζεται, αφού τα κόμματα που κυβερνούν τσουρουφλίζονται, οι αρχηγοί είναι αναλώσιμοι και τίποτα από όσα ισχύουν σήμερα δεν φαίνεται δεδομένα για αύριο. Η πηγή της αστάθειας, φυσικά, δεν αναζητείται στη σφαίρα του μεταφυσικού, αφού δεν είναι άλλη από τη μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο, όπως πρόσφατα παρατήρησε ακόμα και ο «φίλος» του Έλληνα πρωθυπουργού, Πάμπλο Ιγκλέσιας.
Κρίση εκπροσώπησης
Επιστρέφοντας στα του εκλογικού νόμου, διαπιστώνει κανείς ότι ο κυνισμός επικρατεί, αφού για τη μεταμοντέρνα «κυβερνώσα Αριστερά», όλα αντιμετωπίζονται σαν μια ακόμα παρτίδα με μπόλικες μπλόφες. Ο μαγικός αριθμός της νέας παρτίδας δεν είναι το «121» (που πριν από ενάμιση περίπου χρόνο θα έφερνε την «ελπίδα» μέσω της αδυναμίας εκλογής ΠτΔ), αλλά το «200». Τα 2/3 των βουλευτών, δηλαδή, που είναι απαραίτητα για να περάσουν από τώρα οι όποιες αλλαγές ή έστω για να φανεί μια δυναμική πολιτικών πρωτοβουλιών και συνεργασιών γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ με σχετικά απομονωμένο τον Κ. Μητσοτάκη, εάν εκείνος συνεχίσει να αρνείται τη σύγκλιση, επιδιώκοντας να γίνει ο νέος αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του «παιχνιδιού».
Η κομματοκρατία λοιπόν καλά κρατεί, αφού πρωθυπουργός και λοιποί πολιτικοί αρχηγοί κάνουν σαν να μην καταλαβαίνουν ότι η κοινωνία είναι πλέον «αλλού» και συνεχίζουν να παίζουν ένα έργο με ελάχιστους θεατές. Συναντήσεις πίσω από κλειστές πόρτες, πρωτόκολλο και «πολιτικός πολιτισμός», μαγειρέματα για τα επουσιώδη, δίνουν τον τόνο. Ακόμα και το αίτημα της απλής αναλογικής, πάγια θέση της Αριστεράς, γίνεται αντικείμενο παζαριών και διαστρέφεται, μετατρέπεται σε όχημα πολιτικής επιβίωσης και αυριανών συγκλίσεων πάνω στα ερείπια των σημερινών πολιτικών.
Μα να μη γίνουν κάποιες έστω αλλαγές; Όχι μόνο αλλαγές, μια ολόκληρη δημοκρατική επανάσταση είναι επίκαιρη όσο ποτέ και στο επίκεντρο θα είχε μεγάλες τομές στον τρόπο που οι πολίτες ψηφίζουν, συμμετέχουν, αποφασίζουν. Η μικρή… λεπτομέρεια είναι ότι στο στόχαστρο μιας τέτοιας αλλαγής θα ήταν το ίδιο το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό που σήμερα μαγειρεύει τον εκλογικό νόμο, ενώ έχει ήδη βυθίσει τη χώρα. Η δεύτερη «λεπτομέρεια» είναι ότι μια τέτοια μεγάλη αλλαγή δεν θα έμενε στις λεπτομέρειες για μπόνους και πλαφόν, ούτε καν στην απλή αναλογική, αλλά θα άλλαζε σαρωτικά τον τρόπο που νοείται και ασκείται η πολιτική, που λειτουργούν τα πολιτικά υποκείμενα, που υπάρχει ή δεν υπάρχει η δημοκρατία. Αριστερίστικες υπερβολές; Μάλλον όχι γιατί αυτά είναι σήμερα απαίτηση πλειοψηφικών τμημάτων της κοινωνίας και όχι κάποιων «ρομαντικών» που τα θέλουν όλα. Υποκείμενο αυτής της αλλαγής δεν είναι φυσικά ούτε οι «121», ούτε οι «153», ούτε οι «200», αλλά μερικά εκατομμύρια. Αυτό είναι το δύσκολο της υπόθεσης αλλά και το μοναδικό που θα την έκανε ενδιαφέρουσα.