Γράφει ο Γιώργος Βαρθαλίτης
Κανένας δεν ενσάρκωσε τον ποιητή ιεροφάντη όπως ο Σικελιανός. Η ιερατική του φυσιογνωμία, που θύμιζε τον προφήτη Ιωήλ, η υψηλή αντίληψη που είχε της ποιητικής αποστολής, η λαγαρή και δυνατή του απαγγελία, η αγωνιστικότητά του στην πραγμάτωση της δελφικής ιδέας, όλα αυτά συνθέτουν την εξωτερική προσωπογραφία του Σικελιανού. Οι μελλοντικές γενιές, όπως λέει ο Πρεβελάκης, θα σκύψουν στις φωτογραφικές απεικονίσεις του ποιητή και θα προσπαθήσουν να νιώσουν κάτι από την γοητεία που δοκίμασαν όσοι τον εγνώρισαν στη ζωή. Αλλά, συνεχίζει ο ίδιος , αυτοί που θα θελήσουν να γνωρίσουν καλύτερα τον ποιητή, θα πρέπει να τον αναζητήσουν στο έργο του. Αυτή την εσωτερική προσωπογραφία, όπως διαφαίνεται σ’ αυτό το έργο, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε και εμείς. Γιατί, όπως έγραψε ο Ντύρερ, κάτω απ’ το πορτρέτο του Εράσμου: την κρείττω τα συγγράμματα δείξει.
Η λυρική πορεία
Θα ‘λεγες πως ο Σικελιανός βγήκε ακέραια σχηματισμένος, με την πρώτη του ποιητική πράξη που είναι ο Αλαφροϊσκιωτος, όπως η Αθηνά από την κεφαλή του Διός. Δεν εννοώ πως το πρώτο του αυτό βιβλίο φέρει τα χαρακτηριστικά ενός έργου της ωριμότητας. Δείχνει όμως πως ο Σικελιανός έχει κατακτήσει ήδη την προσωπική του φωνή. Τι μακρύς δρόμος, αντίθετα, από Τραγούδια της Πατρίδας μου μέχρι την Ασάλευτη Ζωή και τον Δωδεκάλογο, ή, για να έρθουμε πιο κοντά, τι εκφραστική απόσταση από τη Στροφή μέχρι το Μυθιστόρημα κι από το Τρακτέρ μέχρι Το τραγούδι της Αδερφής μου!
Αλαφροϊσκιωτος είναι, στη λαϊκή αντίληψη, αυτός που βλέπει ξωτικά, πνεύματα, νεράιδες. Ενός τέτοιου ανθρώπου ακόμα και το σώμα έχει αποπνευματωθεί, έχει χάσει, θα ‘λεγες, το υλικό βάρος του, για αυτό και έχει σκιά ελαφριά. Τι παράξενο! Η σκιά του Σικελιανού πέφτει –το νιώθεις– βαριά. Κανείς ποιητής μας, άλλωστε, δεν ρίζωσε την ύπαρξη του τόσο βαθιά στο ίδιο του το σώμα, το κατορθωμένο σώμα, όπως θα το ονομάσει, όσο εκείνος. Κι αν ο αλαφοϊσκιωτος βλέπει τον αόρατο κόσμο, στον Σικελιανό δεν κυριαρχεί τόσο η ενορατική όσο η οπτική ικανότητα. Ο Παντελής Πρεβελάκης, ένας από τους λίγους που τον κατάλαβαν πραγματικά, γράφει κάπου πως ο «ποιητής μεθάει από τις οπτικές εντυπώσεις που του προμηθεύει η υπερφυσική οπτική του ικανότητα» και την παραλληλίζει με τις οπτικές ηδονές του Λυγκέα, όπως τον τραγούδησε ο Γκαίτε στον δεύτερο Φάουστ.
Αλαφροϊσκιωτος είναι αυτός που βλέπει ξωτικά, πνεύματα, νεράιδες. Ενός τέτοιου ανθρώπου ακόμα και το σώμα έχει αποπνευματωθεί, έχει χάσει, θα ‘λεγες, το υλικό βάρος του, για αυτό και έχει σκιά ελαφριά. Τι παράξενο! Η σκιά του Σικελιανού πέφτει –το νιώθεις– βαριά
Μαζί με την πλαστική ένταση, τη δύναμη του στίχου του, αυτή η εικονοπλαστική δεινότητα είναι το βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Σικελιανού, όπως αποκρυσταλλώνεται, για πρώτη φορά, στον Αλαφροϊσκιωτο.
Στην ποίηση αυτή αποτυπώνονται και αναζούν όλες οι πτυχές του ελληνικού τοπίου, κυρίως του λευκαδίτικου, –τα βουνά, οι ακρογιαλιές, οι θάλασσες, οι ελαιώνες, οι κάμποι– σ’ όλες τις εναλλαγές τους μέσα στην ημέρα και τη χρονιά. Το πρωί, η νύχτα, το μεσημέρι, το ηλιοβασίλεμα, αλλά κι η άνοιξη, το θέρος και το φθινόπωρο μετασχηματίζουν αδιάκοπα και αναδημιουργούν τη φύση, που την κατοικούν άνθρωποι, ζώα και πουλιά ως αδιάσπαστη προέκτασή της.
Η μέθοδος, λοιπόν, του Σικελιανού είναι εικονοπλαστική και κατά τούτο διαφοροποιείται από τον μεγάλο προπάτορά του, τον Κωστή Παλαμά, που η δική του μέθοδος είναι ρητορική. Από μιαν άλλη πλευρά, είναι μια μέθοδος πύκνωσης κι όχι ανάπτυξης.
Ο Αλαφοΐσκωτος είναι το ευδαιμονικό λουτρό του ποιητή μέσα στην ίδια τη φύση. Ο νεαρός Σικελιανός αναβαπτίζεται μέσα της, αλλά κι η φύση αναβαπτίζεται μέσα σε εκείνον. Αυτή η αναχώνευση του μέσα και του έξω, η «εσωτερίκευση» του εξωτερικού, που εκπηγάζει από μιαν υπερχείλιση του ψυχικού στοιχείου στον περιβάλλοντα κόσμο, είναι μια απ’ τις κατακτήσεις του νεότερου λυρισμού, που στον Σικελιανό τον χαιρόμαστε σε μιαν απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του.
Όποιος όμως διαβάσει τον Πρόλογο στη Ζωή, που αντιπροσωπεύει, την πρώτη φάση της ερωτικής συνείδησης του ποιητή, δεν μπορεί να μην παραγνωρίσει και την επιδίωξη μιας βαθύτερης αγνότητας και μια κάποιαν απέχθεια που προξενεί στον ποιητή η γυναικεία λαγνεία
Η φύση στον Αλαφροϊσκιωτο έχει κάτι απ’ τον όρθρο της δημιουργίας: κουβαλάει μέσα της απειράριθμες δυνατότητες μύθων, που ακόμη δεν έχουν παγιωθεί σε σταθερά σχήματα. Ο Πρόλογος στη Ζωή, η δεύτερη πράξη του σικελιανικού έργου, είναι μια είσοδος στον χώρο του μυθικού, και μάλιστα σε μια περιοχή του, όπου κυριαρχούν οι μορφές κι οι δυνάμεις της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, η Ορθία Αρτέμιδα, ο Διόνυσος, η Διοτίμα, η Εστιάδα, ο Απόλλων. Και εδώ όμως, και στο Πάσχα των Ελλήνων, συνεχίζεται η ευδαιμονική διάχυση του ποιητή στον κόμσο.
Στην τελευταία σύνθεση οι πρωταγωνιστές του κατά Σικελιανόν απόκρυφου ζουν σε ευδαιμονική εγγύτητα με τη φύση. Ο Ιησούς κι η Μαριάμ αφουγκράζονται τους παλμούς της δημιουργίας –τις νύχτες και τους όρθρους, τους ανέμους και τις καταιγίδες– γεύονται, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σικελιανού, το μάννα ολόκληρης της πλάσης.
Αδάμ Κάδμον, Κένωμα, Αποκατάστασις
Για να κατανοήσουμε την πορεία του Σικελιανού, μπορούμε να επιστρατεύσουμε έννοιες από τους Γνωστικούς. Οι Γνωστικοί πρεσβεύουν πως αυτός ο κόσμος είναι ένας ελαττωματικός κόσμος, είναι ο κόσμος της έκπτωσης. Το κοσμικό επίπεδο από το οποίο εξέπεσε αποκαλείται πλήρωμα. Ο κόσμος της έκπτωσης είναι το κένωμα. Κάποια όμως στιγμή ο κόσμος θα αποκατασταθεί και θα επανέλθει στον κόσμο του πληρώματος – η πίστη στην αποκατάστασιν.
Ο Αλαφροϊσκιωτος εκφράζει άνθρωπο του πληρώματος- τον πρωτάνθρωπο (ο Σικελιανός κάπου αποκαλεί τον εαυτό του αρχέφηβο).
Αυτό διακρίνει την όψιμη δημιουργία του είναι το βιώμα του κενώματος αλλά κι η πίστη στην αποκατάστασιν. Αυτό φαίνεται στην περίφημη Ιεράν Οδό, ίσως το πιο εμβληματικό του ποίημα. Η αρκούδα είναι ένα «μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο» όλου του κόσμου, που ακόμα «δεν του πληρώθει ο φόρος της ψυχής». Συμβολίζει τον ματωμένο διαχασμό φύσης και ανθρώπου, τον βιασμό της φύσης, με γνωστικούς όρους το κένωμα. Ταυτόχρονα όμως εκφράζει και την πίστη στην αποκατάσταση της κατακερματισμένης ενότητας:
K’ η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:
“Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,
κ’ η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;”
Kι ως προχωρούσα,
και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο, κ’ έμοιαζ’ έλεε:
“Θά ‘ρτει.”
Η ερωτική συνείδηση του Σικελιανού
Τον Σικελιανό σίγουρα τον απασχόλησε ο Χριστιανισμός – ορισμένως θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει Χριστιανό. Κι αν δεν ήταν, μερικά από τα καλύτερα ποίηματά του είναι χριστιανικά. Ωστόσο, υπάρχει ένα σημείο, στο οποίο ο Σικελιανός διαφοροποιείται από την παγιωμένη εικόνα που έχουμε της Χριστιανοσύνης: είναι η απόρριψη της ασκητικής πλευράς του. Στο πρόλογο του Λυρικού Βίου υπάρχει προτάσσεται μια ρήση από έναν συρροσιναϊτικό κώδικα που αντιστρέφει μιαν ευαγγελική: το μεν πνεύμα ζωοποιεί την σάρκα. Και πως υμείς λέγετε ότι η σαρξ ουδέν ωφελεί; Έρχομαι έτσι σ’ ένα από τα όχι λιγότερο βασικά ζητήματα: την ερωτική συνείδηση του ποιητή.
Tην απάντηση εδώ δεν πρέπει να τη αναζητήσουμε μήτε στη βιογραφία του ποιητή μήτε –πολύ περισσότερο– στην σχετική ανεκδοτολογία αλλά στο έργο του: εκεί βρίσκεται ακέραιος ο άνθρωπος.
Η ενότητα που επιγράφεται «Η συνείδηση της γυναίκας» από τον Πρόλογο στη Ζωή αποτυπώνει την πρώιμη φάση της ερωτικής του συνείδησης, που ακόμη δεν έχει κρυσταλλωθεί. Αδυνατείς να ξεχωρίσεις την υπαρκτή γυναίκα μέσα σ’ όλες αυτές τις υπερβατικές ιδέες του αιωνίου θήλεος: την Εστιάδα, την Δέσποινα-Υπομονή ή τη Διοτίμα. Θαρρείς πως ο Σικελιανός, εμφορούμενος από έναν βαθύτερο πόθο, βιάζεται να αφήσει το ερωτικό κλινάρι για να ατενίσει την μυσταγωγική νύχτα. Ο «τέλειος πόθος» βρίσκεται πέρα από την επιθυμία του σώματος, πέρα από την «γοργή ιθυφαλλική χαρά», πέρα ακόμη κι απ’ τον όλβιο ύπνο των εραστών, που «αναπαύονται γλυκά στο Παν» και κλείνουν «γαλήνια με τα σύμπαντα» τον κύκλο της ζωής σ’ ευτυχισμένο θάνατο. Όχι. Ο τέλειος πόθος θέλει τον άντρα, λυτρωμένο απ’ την αγκαλιά της γυναίκας, να «κοιτάει κατάβαθα τον τρίσβαθο απονύχτερο ουρανό».
Όποιος όμως διαβάσει τον Πρόλογο στη Ζωή, που αντιπροσωπεύει, όπως είπαμε, την πρώτη φάση της ερωτικής συνείδησης του ποιητή, δεν μπορεί να μην παραγνωρίσει και την επιδίωξη μιας βαθύτερης αγνότητας και μια κάποιαν απέχθεια που προξενεί στον ποιητή η γυναικεία λαγνεία.
Με τον καιρό, βέβαια, το ερωτικό βίωμα βαθαίνει. Το μαντεύουμε σε στίχους, που μιλάνε για την ερωτική ένωση, όταν το ένα κορμί αγγίζει το άλλο κι «η Αφή του απολυτρώνει μέσα του το απέραντο / κι εκμηδενίζει / όλους τριγύρα του ορίζοντες του κόσμου».
Ας το πούμε ξεκάθαρα: ο Σικελιανός τοποθέτησε στο επίκεντρο της ερωτικής του συνείδησης τη σεξουαλική εμπειρία. Ο ίδιος υπήρξεν αναμφίβολα άνθρωπος με ρωμαλέο ερωτισμό. Στον Σικελιανό, άλλωστε συναντώ και τον πιο σεξουαλικό στίχο της ποίησής μας. Είναι από τον Πρόλογο στη Ζωή, μια σύνθεση που αξίζει όσο ο καλύτερος Σεφέρης και Ελύτης:
Μήτ’ η ανατολίτικη αλαφίνα…..
μ’ άτελειωτο το μυστικό της μαύρης ήβης σκίρτημα
Αυτή όμως την ερωτικήν εμπειρία τη θέλει καθαρμένη από τις ενοχές και τις νευρώσεις και ιεροποιημένη εκ νέου. Δείτε τους στίχους από τη Μελέτη Θανάτου, όπου καυτηριάζει την σύγχρονην ερωτικήν έκπτωση. Στον Σικελιανό ο έρωτας νοείται ως μια προσπάθεια αναγωγής ολόκληρου του ανθρώπινου είναι, στην «κοσμική του ακεραιότητα».
Στον Πρόλογο στον Λυρικό Βίο, όπου προβάλει η ώριμη κατασταλαγμένη ερωτική του συνείδηση, ο Σικελιανός αποστέργει και έναν ανούσιο αισθησιασμό και έναν εξίσου ανούσιο συναισθηματισμό. Στο Δαίδαλο στην Κρήτη καυτηριάζει τον άναρχον ερωτισμό, όπως αυτός εκπροσωπείται από τον Μίνωα. Ο Σικελιανός δεν υπήρξε νικολαϊτης.