Την παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου, στις 2 Απριλίου, το ελληνικό τμήμα της IBBY –Κύκλος Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου– ανακοίνωσε τα βραβεία του 2021 για βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά και νέους. Μεταξύ των βραβείων, και αυτό που απονεμήθηκε στον Δημήτρη Μαστώρο, το βραβείο για την εικονογράφηση βιβλίου με εικόνες για παιδιά και νέους, για το έργο «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου».
Πρόκειται για τη διασκευή του εμβληματικού βιβλίου της Άλκης Ζέη σε graphic novel σε συνεργασία με τη συγγραφέα Αγγελική Δαρλάση.
Πράγματι είναι μια εξαιρετική δουλειά, μια καθόλου εύκολη υπόθεση, όταν έχεις να κάνεις με ένα βιβλίο που αγαπήθηκε τόσο πολύ και συνεχίζει να διαβάζεται και να ξαναδιαβάζεται… Πώς λοιπόν να αποδώσεις σε εικόνες τη γραφή της Άλκης Ζέη; Πώς να αναμετρηθείς με ένα τέτοιο βιβλίο που θεωρείται από τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας;
Το έργο ανέλαβε να φέρει σε πέρας μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της νεότερης γενιάς και μάλιστα με την παρακίνηση της ίδιας της Άλκης Ζέη.
Η Αγγελική Δαρλάση, μας έχει ήδη δώσει σημαντικά μυθιστορήματα, όπως «Το παλιόπαιδο», το «Όταν έφυγαν τα αγάλματα», «Το αγόρι στο θεωρείο» κ.ά.
Τώρα όμως είχε να αναμετρηθεί με κάτι εντελώς διαφορετικό. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος μπορώ να πω ότι το εγχείρημα πέτυχε απολύτως. Και το λέω ως «φανατικός» της Άλκης Ζέη που έχει διαβάσει πολλές φορές και σε διαφορετικές ηλικίες τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» και έχοντας δει και την επίσης θαυμάσια διασκευή για το θέατρο.
Πιστεύω επίσης ότι –όπως έγινε και στη δική μου τη γενιά με τα «Κλασικά εικονογραφημένα»– ένα τέτοιας ποιότητας graphic novel δεν έρχεται να υποκαταστήσει το πρωτότυπο, αλλά να δώσει ένα επιπλέον ερέθισμα για να το προσεγγίσουν και να το διαβάσουν ακόμη περισσότεροι νέοι αναγνώστες.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Πώς προέκυψε το σχέδιο για ένα graphic novel με τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου»;
Ήταν μια ιδέα της εκδότριάς μας, της Ελένης Παπαγεωργίου. Και την μοιράστηκε πρωτίστως με τους συνεργάτες στο Μεταίχμιο και, φυσικά, με την Άλκη Ζέη. Κι όλοι ενθουσιάστηκαν. Πρώτα απ’ όλους η Άλκη. Στη συνέχεια μου έγινε κι εμένα η πρόταση.
Το είχατε συζητήσει με την Άλκη Ζέη;
Η Άλκη ήταν αυτή που τελικά με έπεισε. Θέλω να πω όταν το πρωτάκουσα, παρά τον ενθουσιασμό μου, είχα τις επιφυλάξεις μου – σχετικά με το κατά πόσο θα μπορούσα να φέρω αντάξια σε πέρας ένα τόσο απαιτητικό εγχείρημα. Μετά από ένα ενθουσιώδες τηλεφώνημά της δεν μπόρεσα παρά να αφεθώ να με παρασύρει ο ενθουσιασμός της – και καθόλου δεν το μετάνιωσα. Με την Άλκη συζητήσαμε μαζί και με τον Δημήτρη Μαστώρο τα πολύ βασικά. Η επιλογή του να είναι ασπρόμαυρο το σκίτσο ήταν δική της επιθυμία και μας έβρισκε απολύτως σύμφωνους κι εμάς. Στη συνέχεια της δείξαμε δείγμα, σεναρίου και σκίτσων και, έχοντας την έγκρισή της, ριχτήκαμε με τα μούτρα στη δουλειά.
Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Μιλάμε για ένα πολύ πυκνό σε δράση, τόσο εξωτερική όσο κι εσωτερική, κείμενο. Αυτό ίσως ήταν το πιο δύσκολο. Το πώς να μεταφέρουμε πέρα από την εξωτερική και την εσωτερική δράση και παράλληλα να διατηρήσουμε την ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου. Ήταν κάτι για το οποίο από την αρχή προβληματιστήκαμε με τον Δημήτρη.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Δημήτρη Μαστώρο;
Μας πήρε αναλογικά ελάχιστο χρόνο να μάθουμε ο ένας τον τρόπο δουλειάς και την οπτική του άλλου, μιας και δεν είχαμε ξανασυνεργαστεί. Όμως με το που βρήκαμε τα πατήματά μας μετά τα πάντα κυλούσαν νεράκι. Δούλευα το σενάριο, το έστελνα στον Δημήτρη, εκείνος δούλευε τα προσχέδια, τα βλέπαμε, προσθέταμε, αφαιρούσαμε –κείμενο, εικόνες – και συνεχίζαμε με νέα όρεξη. Εξαιρετική κι αβίαστη συνεργασία, λες και δουλεύαμε χρόνια μαζί.
Μιλάμε για ένα πολύ πυκνό σε δράση, τόσο εξωτερική όσο κι εσωτερική, κείμενο. Αυτό ίσως ήταν το πιο δύσκολο. Το πώς να μεταφέρουμε πέρα από την εξωτερική και την εσωτερική δράση και παράλληλα να διατηρήσουμε την ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου
Το βιβλίο σας κυκλοφόρησε εν μέσω της πανδημίας. Πιστεύετε πως το βιβλίο και εν γένει ο πολιτισμός έχουν τη στήριξη που θα έπρεπε;
Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια τις παθογένειες της κοινωνίας μας. Παθογένειες που κρύβαμε επιμελώς κάτω από το χαλάκι με πρώτη την απαξίωση προς τον πολιτισμό για τον οποίο μας αρέσει μεν, δοθείσης ευκαιρίας, να επαιρόμαστε αλλά εμπράκτως και επί της ουσίας αγνοούμε και συχνά υποτιμούμε διαχρονικά, τόσο οι πολίτες όσο και η κρατική εξουσία. Δυστυχώς θεωρούμε τον πολιτισμό ως κάτι που δεν μας αφορά ούτε σε προσωπικό επίπεδο ούτε σε συλλογικό και εθνικό. Κι είναι λυπηρό κι απογοητευτικό. Γι’ αυτό και τον πολιτισμό τον ξεχάσαμε πολύ ελαφρά τη καρδία και δεν έμοιαζε να στενοχωριόμαστε καν γι’ αυτό – μάλλον απορήσαμε όταν ξαφνικά τόσοι άνθρωποι από αυτόν τον χώρο άρχισαν να διαμαρτύρονται. Λες και τότε πρωτοανακαλύψαμε την ύπαρξή τους και τις ανάγκες τους.
Προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να κλείσουν τα βιβλιοπωλεία ή για παράδειγμα, αν όχι τα μουσεία, τουλάχιστον, οι ανοιχτοί αρχαιολογικοί χώροι – τους οποίους έχουμε το προνόμιο να διαθέτουμε σε αφθονία. Θα έπρεπε στη χώρα, για την οποία αρεσκόμαστε να επαναλαμβάνουμε το τσιτάτο «ότι γέννησε τον πολιτισμό», ο πολιτισμός να θεωρείται «είδος πρώτης ανάγκης». Να μας αφορά. Κρατάω ως θετικό το ότι πολύς κόσμος στην πανδημία άρχισε να διαβάζει και το βιβλίο «άντεξε».
Ας ελπίσουμε να μας μείνει και μετά αυτή η αναγνωστική συνήθεια όπως και το ενδιαφέρον, γενικότερα, για τον πολιτισμό. Μήπως κάτι αρχίσει να αλλάζει προς το θετικότερο. Αν και δεν είμαι πολύ αισιόδοξη…