του Θανάση Μουσόπουλου*

Ο Ανδρέας Κάλβος αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση δημιουργού. Ο Μάριο Βίττι τον αποκαλεί «Υμνητή της Επανάστασης» στην ενότητα που του αφιερώνει στην Ιστορία του της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και το τεκμηριώνει:

«Τα φιλελεύθερα ιδεώδη που διαπότισαν τη συνείδηση και τη σκέψη των Ελλήνων από τον διαφωτισμό και ύστερα, και που βρήκαν την πιο πειστική και ευγενική τους έκφραση στο έργο του Κοραή, αποτελούν και το ιδεολογικό υπόστρωμα του Κάλβου. Τον αγώνα για την ελευθερία τον βίωσε σαν μια οριακή εμπειρία στην οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει το διαφωτιστικό ιδεώδες της ελευθερίας και της ‘ευδαιμονίας’ εάν δεν βρισκόταν αντιμέτωπο με μια νέα αντίληψη ζωής και τέχνης όπως είναι ο ρομαντισμός.

Τα ποιήματα του Κάλβου φέρουν τη σφραγίδα του παράφορου ενθουσιασμού που η ιστορική αυτή εμπνέει […] Ο ένθερμος φιλελευθερισμός του μαρτυρείται από τα πρώτα του κιόλας έργα, γραμμένα στα ιταλικά […] Η δραματικότητα του ποιητικού λόγου επιτυγχάνεται με την επινόηση του Κάλβου να δώσει το λόγο σε ένα πρόσωπο που μιλά όπως ακριβώς τα πρόσωπα ενός δράματος».

Η ζωή του Ανδρέα Κάλβου παρουσιάζει «ποικιλία» και ενδιαφέρον. Στο διαδίκτυο (Βιβλιονέτ και Βικιπαίδεια) διαβάζουμε μια σύντομη εργοβιογραφία του.

«Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Η μητέρα του ονομάζονταν Αδριανή. Ο πατέρας του, ο Ιωάννης Κάλβος, ήταν εθελοντής και αξιωματικός στο βενετικό μισθοφορικό στρατό. Ο Ιωάννης είχε παντρευτεί δύο φορές και αυτό επηρέασε αρνητικά τον Ανδρέα με συνέπεια τα δραματικά του ποιήματα. Από το φθινόπωρο του 1813 στην Ιταλία γνώρισε τον Ούγο Φωσκόλο και αργότερα ετέθη στην υπηρεσία του ως γραμματικός και αντιγραφέας. Παράλληλα μελέταγε αρχαία κείμενα και ιδιαίτερα νεοκλασική ιταλική λογοτεχνία. Ο Κάλβος είχε έντονη και άστατη ερωτική ζωή. Τέλος το 1819 παντρεύτηκε την Αγγλίδα Μαρία Τερέζα Τόμας και απέκτησε μια κόρη. Όμως γρήγορα πέθαναν και οι δύο, μητέρα και κόρη, και έτσι ο Ανδρέας Κάλβος φεύγοντας από την Αγγλία το 1820 κινήθηκε μεταξύ Φλωρεντίας, Ελβετίας και Γαλλίας. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου εργάζεται ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα τον απασχολεί η έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 στη Γενεύη τη «Λύρα», συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται στα γαλλικά και βρίσκουν ευμενή υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές σε δίγλωσση έκδοση, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τις «Νέες ωδές». Τέλη Ιουλίου 1826 φτάνει στο Ναύπλιο όπου διαμένει για σύντομο χρονικό διάστημα και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου αναχωρεί για την Κέρκυρα. Μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως μαρτυρείται, «είχε απλή γνωριμία». Στα τέλη του 1852 έφυγε για το Λονδίνο όπου στις αρχές του 1853 παντρεύτηκε τη δασκάλα Καρλότα Αυγούστα Ουάνταμς. Εγκαταστάθηκαν στο Λάουθ του Λινκονσάιρ. Η γυναίκα του ίδρυσε εκεί ανώτερο παρθεναγωγείο και εκεί ο Ανδρέας Κάλβος δίδαξε μαθηματικά και ξένες γλώσσες. Πέθανε το 1867 και τάφηκε στο Κέντιγκτον. Τα οστά του Κάλβου και της γυναίκας του μεταφέρθηκαν το 1960 στη Ζάκυνθο».

Ο Γιάννης Κορδάτος στη δική του Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σημειώνει πολλά για την πορεία του έργου και κυρίως για την τύχη του ποιητή:

«Ο Κάλβος «έμεινε ‘αμετανόητος’ δημοκράτης και αποστρεφόταν και μισούσε τα απολυταρχικά καθεστώτα». Σημειώνει ότι η ποίησή του έμεινε στη σιωπή, «δε συγκινεί τους πολλούς». Ο Κορδάτος ομολογεί ότι ο Κάλβος είναι πατριώτης που οραματίζεται την Ελλάδα ελεύθερη. «Είναι υμνητής και ψάλτης της ελληνικής ανδρείας. Η σκέψη του όμως πολλές φορές είναι ταραγμένη και η ιδεολογία του αναρχούμενη […] Ο Σολωμός είχε φίλους και θαυμαστές, ενώ αυτός έμεινε παραμερισμένος. Γι’ αυτό, πληγωμένος ψυχικά, τραβήχτηκε στην Κέρκυρα». Αφού πέρασαν αρκετά χρόνια τον ‘ανακάλυψε’ ο Κωστής Παλαμάς στα 1888 και τον ανέβασε σε τιμές. Και πάλι πολύ λίγοι τον διάβαζαν, γιατί τον επισκίαζε ο Σολωμός. «Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να αξιολογηθεί και τιμηθεί η ποίηση του Κάλβου. Η τιμή ανήκει στους πνευματικούς ηγέτες της προοδευτικής παράταξης που ύστερα από την κατοχή (εννοεί 1941-44) έφεραν στη δημοσιότητα το Ζακυνθινό ποιητή».

***

Το 1992 συμπληρώθηκαν το 200 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Ανδρέα Κάλβου. Με την ευκαιρία εκείνη είχα γράψει ένα κείμενο με τίτλο «Γιατί, όχι;» Δεν θυμάμαι αν δημοσιεύθηκε. Στο σημερινό άρθρο θα αξιοποιήσω εκείνο το κείμενό μου, παραθέτοντας τη βασική μου θέση.

«Θα περίμενε ο καθένας μας η χρονιά αυτή να είναι ουσιαστικά αφιερωμένη από την Πολιτεία στη ζωή και στο έργο του πρωτοπόρου αυτού ποιητή.

Θα περίμενε κανείς αυτή τη σιωπή; Ή, καλύτερα, αυτή τη συνέχιση της σιωπής;

Μια ανίχνευση για πιθανές αιτίες, το σύντομο αυτό κείμενό μας.

Η «Λύρα, Ωδαί» (1824, Γενεύη) και τα «Λυρικά» (1826, Παρίσι) – για να μην αναφερθούμε στα άλλα έργα του Ανδρέα Κάλβου – είναι τα ίδια αρκετά για ν’ απαντήσουν.

Ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται η ποίησή του:

Αν η αρετή και ο ελεύθερος
νόμος ως άγια χρήματα
ειλικρινώς λατρεύωνται,
τότε καθό ο παράδεισος
δίδει η γη ρόδα.

ή, μ’ άλλους στίχους:

Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.

Το τραγικό, εναγώνιο ερώτημά του, αναπάντητο:

Ποίος μ’ οδηγεί την σήμερον / εις τον αγώνα;
Βέβαια: Την εκλογήν ελεύθερον / δίδει το θείον.
Όμως: Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; Τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας.

Είναι αυτό που θα λέγαμε «αγωνιστικός ρεαλισμός». Μια διάσταση της νεότερης ιστορίας μας, άγνωστη.

Ελεύθερος ή δούλος
τι χρησιμεύει αν είναι,
μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος
ότι είναι η γη παράδεισος
και η ζωή μία.

Η γωνία από την οποία ο Κάλβος βλέπει τη ζωή, ατομική και κοινωνική, είναι όχι μόνο για την εποχή του, πρωτοπόρα και σύνθετη.

Μερικοί προσδιορισμοί της ζωής μάς πείθουν:

Ψυχή ανδρική απορρίπτει / φρόνημα χαπερπές
[…]
Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν,
ω φίλοι, ας παραιτήσωμεν·
ξηρή πέτρα το στρώμα,
φαρμάκι το ψωμί
της δουλείας είναι.
[…]
Πάντα όσα εις την καρδίαν μας
είναι ακριβή, δεν πρέπουσιν
εις άνδρας που τρομάζουν
έμπροσθεν εις ανόητον
βάρβαρον σκήπτρον.

Κι από τους λίγους στίχους που παραθέσαμε, νιώσαμε γιατί δεν είναι ιδιαίτερα «αρεστός» ο Ανδρέας Κάλβος στο σύστημα…

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!