Την αίθουσα της Γερουσίας στη Βουλή, στην κοινή συνεδρίαση της Υποεπιτροπής για τη Δημοκρατική Διακυβέρνηση και της Υποεπιτροπής για τις Διατλαντικές Σχέσεις της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ, αξιοποίησε ο εκπρόσωπος της τουρκικής αντιπροσωπείας, Οσμάν Ασκίν Μπακ για να εκφράσει, με τον πιο επιθετικό τρόπο τις θέσεις της τουρκικής διπλωματίας: «Η Τουρκία είναι η τελευταία πλευρά που έχει το φταίξιμο με την Κύπρο. Η Τουρκία έχει μεγαλύτερη ακτογραμμή προς το Αιγαίο. Είναι μια διαμάχη και προϋποθέτει διαπραγματεύσεις που μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει κατορθωτές γιατί η ελληνική πλευρά εμμένει στις μονομερείς ενέργειες και ερμηνείες». Και συνέχισε: «Στην Κύπρο υπάρχουν δύο μέρη. Αν υπάρχει ανάγκη για υδρογονάνθρακες θα γίνει μετά την επίλυση ή με κοινή συμφωνία των δύο πλευρών για να μοιράζονται τις άδειες. Όταν όμως οι εξορύξεις σε μια περιοχή που ανήκει σε δύο περιοχές γίνονται μονομερώς αυτό δεν είναι αποδεκτό και έχει συνέπειες».

Θα ανέμενε κανείς μια αιτιολογημένη απάντηση από την ελληνική αντιπροσωπεία. Μάταια. Αντιθέτως είχαμε συνέχεια του γνωστού δόγματος του «κατευνασμού» του θηρίου.

«Σθεναρή» απάντηση

Η ελληνική αντιπροσωπεία, που αποτελείτο από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Δουζίνα και Χ. Καραγιαννίδη, σύμφωνα με τις διορθωτικές δηλώσεις που οι ίδιοι έκαναν μετά τις σχετικές δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, ανταπάντησαν ότι δεν είναι αρμόδια αυτή η επιτροπή να ασχοληθεί με το θέμα και ότι αναζητείται μια συμφωνία ανάλογη με εκείνη των Πρεσπών για την «ειρηνική επίλυση μέσω συμβιβασμών» των ελληνοτουρκικών διαφορών με την προϋπόθεση της αμοιβαίας αναγνώρισης του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου των Θαλασσών. Από την πλευρά του ο πρόεδρος της επιτροπής, Κ. Δουζίνας, διευκρίνισε ότι «αναφέρθηκα αναλυτικά στην κατοχή του 1/3 του νησιού από τα τουρκικά στρατεύματα, την απαίτηση της αποχώρησης του στρατού κατοχής και του τέλους των εγγυήσεων, τις οποίες ονόμασα ένα “αποικιοκρατικό απομεινάρι σε μια μετα-αποικιοκρατική εποχή”».

Ακόμα και με αυτές τις διευκρινήσεις το ερώτημα παραμένει. Τι ακριβώς διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση και σε τι αποσκοπούν τα λεγόμενα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης; Ποιες είναι οι ελληνοτουρκικές διαφορές που αναγνωρίζει η κυβέρνηση;

Η ελληνική διπλωματία θα όφειλε να καταγγείλει την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας και να πασχίζει για την διεθνή καταδίκη των απειλών της. Να πασχίζει για τη διεθνή απομόνωση της και να επιχειρεί να εξασφαλίσει συμμαχίες αποτροπής του σχεδίου της Άγκυρας για «επίλυση» μέσω απειλών και πολέμου των μονομερών βλέψεων της

Το πρόβλημα δεν είναι απλά ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει απλά το Δίκαιο της Θάλασσας. Το πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη Συνθήκη της Λωζάννης που, μεταξύ άλλων, οριοθετεί τα σύνορα των δύο χωρών. Και μάλιστα δεν την αναγνωρίζει όχι στα πλαίσια μιας διπλωματικής ή νομικής διεργασίας αλλά στη πράξη χρησιμοποιώντας την στρατιωτική ισχύ και την συνεχή απειλή ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών. Διατηρεί μια ισχυρότατη ένταση στο Αιγαίο που σταδιακά εξαπλώνει σε ολόκληρη τη Ν.Α. Μεσόγειο. Αμφισβητεί ανοικτά την διεθνώς αναγνωρισμένη ΑΟΖ της Κύπρου και απειλεί να ακυρώσει, με τη χρήση βίας, το ενεργειακό της πρόγραμμα. Διευρύνει συστηματικά τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας φθάνοντας στο σημείο να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία ακόμα και επί της Κρήτης. Εντείνει τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες σε ολόκληρη την Βαλκανική στηρίζοντας κάθε απαίτηση των γειτονικών χωρών όχι μόνο επί θεμάτων προς συμφωνία (ΑΟΖ Ιονίου) αλλά και αυτής ακόμα της αναγνώρισης των σημερινών συνόρων μεταξύ Ελλάδας-Αλβανίας. Διατηρεί μονομερώς το casus belli και δεν χάνει ευκαιρία για προκλητικές επιθέσεις σε βάρος της χώρας.

Άλλη κατεύθυνση

Η ελληνική διπλωματία θα όφειλε να καταγγείλει αυτή την επιθετική συμπεριφορά από μια δήθεν σύμμαχο χώρα και να πασχίζει για την διεθνή καταδίκη των απειλών της. Να πασχίζει για τη διεθνή απομόνωση της, όχι μόνο στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών που παίρνει μέρος (ΟΗΕ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ), αλλά απευθυνόμενη σε όλα τα μέλη του πολυπολικού κόσμου (Κίνα, Ρωσία, Λατινική Αμερική, αραβικός κόσμος) να επιχειρεί να εξασφαλίσει συμμαχίες αποτροπής του σχεδίου της Άγκυρας για «επίλυση» μέσω απειλών και πολέμου των μονομερών βλέψεων της.

Τίποτα από όλα αυτά δεν γίνεται, εδώ και δεκαετίες. Αντίθετα η διατεταγμένη πολιτική υπαναχωρήσεων και κατευνασμού, που σήμερα εμπνέεται από το υπόδειγμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, ενδυναμώνει τον τούρκικο επεκτατισμό και τον αποθρασύνει.

Την ίδια στιγμή η επιλογή της πλήρους ένταξης της χώρας στις επιλογές των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στη Μ. Ανατολή και τα Βαλκάνια όχι μόνο δεν εξασφαλίζει εγγυήσεις για τη χώρα αλλά την οδηγεί σε διπλωματική απομόνωση από έως τώρα συμμάχους και την εκθέτει άμεσα στους τεράστιους κινδύνους που κρύβει η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσία σε ολόκληρη την περιοχή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!