Μπορεί το θέμα που απασχόλησε την εγχώρια πολιτική σκηνή την περασμένη εβδομάδα να ήταν η εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας, δεδομένης της πρωτοβουλίας της κυβέρνησης να στείλει πολεμικό υλικό στην πρώτη, ωστόσο η εμπλοκή μας σε αυτόν τον πόλεμο δεν σταματά εκεί. Η επιλογή να αποτελέσει η Ελλάδα το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ, επιφέρει και την παροχή διευκολύνσεων σε ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις ώστε να κάνουν χρήση των ελληνικών θαλασσών και του εναέριου χώρου στις επιχειρήσεις τους αλλά και την εμπλοκή ελληνικών δυνάμεων σε αντίστοιχες επιχειρήσεις, στο πλαίσιο μάλιστα αναβάθμισης των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ. Με αποτέλεσμα τις τελευταίες μέρες στρατηγικά αεροσκάφη των ΗΠΑ να έχουν φτάσεις στις ελληνικές ΝΑΤΟϊκές βάσεις και να τις χρησιμοποιούν για επιχειρήσεις στη Μαύρη Θάλασσα και τα ουκρανικά σύνορα, τη μετάβαση αεροπλανοφόρου των ΗΠΑ στο Β. Αιγαίο, αλλά και την αποστολή ελληνικών αεροσκαφών στη Μαύρη Θάλασσα.

ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ αποτελούν ουσιαστική αναβάθμιση της εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας σε τέτοιο βαθμό που ουσιαστικά εντάσσουν την Ελλάδα στους πρωτοπόρους των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών και σε καμία περίπτωση δεν απορρέουν αυτόματα από κάποια συμμαχική ανελαστική υποχρέωση. Ξεκινώντας από την αποστολή πολεμικού υλικού, το ζήτημα δεν είναι απλά το αν στάλθηκε το υλικό αλλά επιπρόσθετα το ότι στάλθηκε απευθείας από την Ελλάδα, σε αντίθεση για παράδειγμα με την αποστολή αεροσκαφών από την Πολωνία, που ναυάγησε καθώς η Πολωνία δέχτηκε να τα στείλει μόνο σε βάσεις του ΝΑΤΟ και από εκεί να διατεθούν στην Ουκρανία, πράγμα που θεωρήθηκε επικίνδυνο από της ΗΠΑ καθώς θα οδηγούσε σε εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον πόλεμο. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πως όχι μόνο η αποστολή υλικού δεν ήταν με κανένα τρόπο υποχρεωτική αλλά αποτελεί ιδιαίτερα επικίνδυνο χειρισμό. Αντίστοιχα, η αναβάθμιση του ρόλου των ΝΑΤΟϊκών βάσεων της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Αλεξανδρούπολης με τη μεταφορά στρατηγικού πολεμικού υλικού των ΗΠΑ, τη μετακίνηση αεροπλανοφόρου στο Β. Αιγαίο, ουσιαστικά τις αναδεικνύει ως βασικό επιχειρησιακό κόμβο των ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις τους στη Μαύρη Θάλασσα και τα ουκρανικά σύνορα. Επιπλέον η χρήση ελληνικών αεροσκαφών για τη συλλογή πληροφοριών στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και την προώθηση τους στο ΝΑΤΟ με σκοπό την ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας, δείχνει πως η Ελλάδα εντάσσεται πλήρως στις ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις και δεν αρκείται καν στην παροχή διευκολύνσεων στις βάσεις και τον εναέριο χώρο της.

Η Ελλάδα θα έπρεπε να παλεύει για να κρατήσει βαθμούς ουδετερότητας, τέτοιους που να εξασφαλίζουν την αυτονομία της

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ αυτό η Ελλάδα εμπλέκεται πολυεπίπεδα στον πόλεμο και εξ’ αντικειμένου αποτελεί μια χώρα κόμβο, που εντάσσεται στον αμερικανορωσικό ανταγωνισμό και τους σχεδιασμούς των δύο χωρών σε οποιαδήποτε περίπτωση κλιμάκωσης αυτού του ανταγωνισμού. Πράγμα που επιφυλάσσει σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια της χώρας και πλήττει σημαντικά τις δυνατότητες ασκήσεις εξωτερικής πολιτικής στο μέλλον καθώς επί της ουσίας αφαιρεί –αντί για να κατοχυρώνει– βαθμούς αυτονομίας για τη χώρα. Μέσα από αυτές τις κινήσεις το πολιτικό σύστημα φαντασιώνεται πως αν επιδείξει αφοσίωση άνευ όρων στη δυτική συμμαχία θα εξασφαλίσει την προστασία της χώρας από τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Αδυνατεί όμως να δει, πως εν αντιθέσει με την ελληνική αφοσίωση, οι τουρκικές κινήσεις σε σχέση για παράδειγμα με το ουκρανικό έτυχαν συγχαρητηρίων από τους «συμμάχους». Δεν αντιλαμβάνονται πως το δυτικό σύστημα συμμαχιών υπό την έμπνευση των ΗΠΑ, βαδίζει προς σημαντικές εμπλοκές και περιλαμβάνει και «αναλώσιμα μέρη». Το αν κανείς όμως είναι «αναλώσιμος» στην νέα εποχή που βαδίζουμε δεν αφορά αποκλειστικά το πόσο αφοσιωμένος είναι αλλά και το μέγεθος, τις σχέσεις, τις κινήσεις που μπορεί να κάνει, ώστε να παίξει κάποιο ρόλο στην περιοχή του.

ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ όμως με τις κινήσεις που κάνει η κυβέρνηση –με τη αμέριστη συμφωνία ΚΙΝΑΛ- ΣΥΡΙΖΑ–, η χώρα θα έπρεπε να παλεύει για να κρατήσει βαθμούς ουδετερότητας, τέτοιους που να εξασφαλίζουν την αυτονομία της. Καταρχήν, η Ελλάδα θα έπρεπε και θα όφειλε να είναι μια δύναμη που να προωθεί την ειρήνη και να μην ρίχνει λάδι στη φωτιά του πολέμου. Έπειτα, η ευαίσθητη θέση της χώρας, σε συνδυασμό με τους κινδύνους που αντιμετωπίζει επιτάσσουν να προσπαθήσει να μείνει έξω από τον ανταγωνισμό μεγαλοκρατικών δυνάμεων, που είναι αποδεδειγμένο ότι ανατινάζει τις μικρότερες δυνάμεις που λαμβάνουν μέρος σε αυτόν, ειδικά όταν βρίσκονται στα σύνορα αυτών των ανταγωνισμών. Κάτι τέτοιο για να γίνει σήμερα εφικτό απαιτεί ένα μεγάλο συνειδησιακό άλμα από την κοινωνία, σε ότι αφορά τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων και το τι μπορεί να περιμένει κανείς από αυτές, αλλά και την ενίσχυση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου αντιπολεμικού κινήματος τέτοιου, που να μην αποτελεί υποχείριο του δυτικού «δημοκρατικού» ιμπεριαλισμού απέναντι στην «αυταρχική» Ανατολή. Πράγμα εντελώς απαραίτητο, για να μπορέσει η κοινωνία να βγει αλώβητη από την μακαρθικής έμπνευσης προπαγάνδα που στοχεύει στη διάχυση της ΝΑΤΟοφροσύνης στην κοινωνία και τη βίαιη ανασύνταξή της ώστε να μην «κλωτσήσει» στους πολεμικούς χειρισμούς του μέλλοντος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!