«Το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της βάσης [του Κόμματος Εργατών] προτιμά την καταγγελία της νομιμότητας μιας εκλογικής διαδικασίας χωρίς τον Λούλα, ενώ την ίδια στιγμή οι “ρεαλιστές” προωθούν την υποψηφιότητα του 55χρονου Φερνάντο Χαντάντ… Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος να διασπαρούν οι ψήφοι που θα συγκέντρωνε ο Λούλα και σε άλλους υποψήφιους – με τον φιλοαμερικάνο νοσταλγό της χούντας Μπολσονάρου να καραδοκεί, ελπίζοντας να συσπειρώσει γύρω του τους υπόλοιπους δεξιούς και κεντροδεξιούς (αφού μέχρι στιγμής μόνος του δεν υπερβαίνει το 21-22% των ψήφων, βάσει των δημοσκοπήσεων)». Έτσι κατέληγε πρόσφατο άρθρο του Δρόμου για τη Βραζιλία.

Οι υποθέσεις δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν. Ο ακροδεξιός Μπολσονάρου είδε τα δημοσκοπικά ποσοστά του να διπλασιάζονται τις τελευταίες δύο εβδομάδες πριν την εκλογική αναμέτρηση, και το τελικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής ήταν ακόμη χειρότερο: πήρε 46%, έναντι 29,3% του Χαντάντ, υποψήφιου του Κόμματος Εργατών (ο οποίος αντικαθιστούσε τον φυλακισμένο Λούλα). Τρίτος, με 12,5%, ήρθε ο Σίρο Γκόμες, επίσης υποστηρικτής του Λούλα και υποψήφιος  του Δημοκρατικού Κόμματος Εργασίας… Τέλος, η επιτυχία του Μπολσονάρου –και η αποτυχία του Χαντάντ να πείσει– ενισχύεται και από την «τέταρτη πολιτική δύναμη»: δηλαδή το 9% των εκλογέων (πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι!) που, παρά την ύπαρξη 13 συνολικά προεδρικών υποψηφίων, έριξε λευκό και άκυρο.

Αντιφατική εικόνα στις βουλευτικές και πολιτειακές εκλογές

Ταυτόχρονα με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών (ο δεύτερος θα διεξαχθεί στις 28 Οκτωβρίου) πραγματοποιήθηκαν και εκλογές για την ομοσπονδιακή Βουλή και τη Γερουσία, καθώς και πολιτειακές (για την ανάδειξη κυβερνήτη και βουλευτών των 26 ομόσπονδων πολιτειών). Το αποτέλεσμα αυτών των αναμετρήσεων ήταν πιο συγκεχυμένο. Μέσα στο χάος των… 29 κομμάτων που μοιράστηκαν τους 513 βουλευτές της ομοσπονδιακής Βουλής μπορούν να ξεχωρίσουν, ωστόσο, κάποιες γενικές τάσεις. Καταρχήν, το Κόμμα Εργατών παρέμεινε οριακά πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη με 56 βουλευτές (13 λιγότερους). Οι απώλειες ωφέλησαν άλλες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς: το  Δημοκρατικό Κόμμα Εργασίας (28 βουλευτές, +9 σε σχέση με το 2014), το Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας (10 βουλευτές, διπλάσιοι σε σχέση με το 2014) κ.ο.κ.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, το PSL του Μπολσονάρου εκτινάχθηκε σε δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη με 52 βουλευτές (έναντι μόλις 8 το 2014!), αποψιλώνοντας σχεδόν όλα τα υπόλοιπα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα. Μεταξύ αυτών και το MDB του πραξικοπηματία Τεμέρ, που έχασε τους μισούς βουλευτές του (εξέλεξε μόλις 34, από 66 το 2014). Βαριά ήττα υπέστη και το κατ’ όνομα σοσιαλδημοκρατικό PSDB, που στήριζε τον Τεμέρ και απέμεινε με 29 βουλευτές (έναντι 54 το 2014). Αντιφατική, σε σχέση με την προεδρική αναμέτρηση, είναι η εικόνα και στις πολιτειακές εκλογές: η πλειοψηφία των κυβερνητών που εκλέχθηκαν από τον πρώτο γύρο εντάσσεται στο προοδευτικό στρατόπεδο

Εξηγήσεις που ισχύουν αλλά δεν αρκούν

Σε μια τεράστια και αντιφατική χώρα όπως η Βραζιλία, είναι δύσκολο να διαβαστεί η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Πολλοί αναλυτές φιλικά προσκείμενοι στον Λούλα (και, λιγότερο, στον Χαντάντ) συγκλίνουν ότι δύο ήταν τα βασικά στοιχεία που καθόρισαν το εκλογικό αποτέλεσμα – τουλάχιστον όσον αφορά την αναμέτρηση για την προεδρία. Πρώτον, η απαγόρευση στον Λούλα να θέσει υποψηφιότητα. Είτε παράνομη (όπως επεσήμανε και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ) είτε όχι, η απόφαση του Ανώτατου Εκλογικού Δικαστηρίου να θέσει εκτός μάχης τον Λούλα είχε πάντως τα αναμενόμενα αποτελέσματα: διασπορά ψήφων και σε άλλους προοδευτικούς υποψήφιους, αλλά και πριμοδότηση του δήθεν αντισυστημικού Μπολσονάρου από πλατιά στρώματα που σαγηνεύτηκαν από τις υποσχέσεις του για πάταξη της διαφθοράς και της εγκληματικότητας.

Η δεύτερη εξήγηση που προβάλλεται είναι η απογείωση της αντιδραστικής προπαγάνδας αφότου επικράτησε στο Κόμμα Εργατών η «ρεαλιστική» πτέρυγα και αποφασίστηκε η συμμετοχή στις εκλογές με τον μάλλον άχρωμο και άοσμο Χαντάντ. Είναι αλήθεια ότι χιλιάδες έμμισθοι έβαλαν φωτιά στο Διαδίκτυο και ταυτόχρονα χιλιάδες ακόμη πραγματοποιούσαν «δημοσκοπήσεις» πόρτα-πόρτα, ιδίως στις φαβέλες των βραζιλιάνικων μεγαλουπόλεων, με απίστευτα ερωτήματα – του τύπου «Συμφωνείτε ο γιος σας να πάρει γυναικείο όνομα, όπως προτείνει ο κύριος Χαντάντ;», ή «Συμφωνείτε με την ανεκτική αντιμετώπιση των συμμοριών, όπως προτείνει ο κύριος Χαντάντ;»… Επιπλέον οι υπερσυντηρητικοί Ευαγγελιστές (στους οποίους προσχώρησε ο Μπολσονάρου πρόπερσι, εγκαταλείποντας την Καθολική Εκκλησία), που διατηρούν μεγάλη επιρροή στη φτωχολογιά μέσω φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, πρωτοστάτησαν στην καμπάνια «ενάντια στην επιστροφή των λαϊκιστών του ΡΤ» – όπως βέβαια και τα μεγάλα ΜΜΕ. Τελικά, υπέρ του Μπολσονάρου πλειοδότησαν ακόμη και οι εξαθλιωμένες φαβέλες. Αρκούν όμως αυτές οι εξηγήσεις;

Αποτυχία της «κεντροαριστερής» διαχείρισης

Παραμονές των εκλογών ο Αργεντίνος κοινωνιολόγος Ατίλιο Μπορόν επεσήμαινε: «Τα αντιδραστικά, σεξιστικά, ομοφοβικά και φασιστικά ξεσπάσματα του Μπολσονάρου, και ιδίως η υπεράσπιση της στρατιωτικής χούντας και των βασανιστηρίων, προκάλεσαν αποστροφή στην κοινωνία. Στην καλύτερη περίπτωση, οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι τον αντιμετώπιζαν ως παλιάτσο και νοσταλγό των μολυβένιων χρόνων. Γι’ αυτό και, επί δύο χρόνια, το δημοσκοπικό ποσοστό του δεν ξεπερνούσε το 15-18%. Όμως οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων δύο εβδομάδων δείχνουν μια κάθετη άνοδο των ποσοστών του»… Μια βαθύτερη εξήγηση της εκτίναξης του Μπολσονάρου απαιτεί να εξεταστεί με ειλικρίνεια η κεντροαριστερή διαχείριση της Βραζιλίας, ιδίως από το 2010, όταν η Ρούσεφ διαδέχθηκε τον Λούλα στην προεδρία, και μέχρι την ανατροπή της από το θεσμικό πραξικόπημα του 2016 – στο οποίο πρωτοστάτησε ο τότε «έμπιστος» αντιπρόεδρός της, ο Μισέου Τεμέρ.

Αυτή η διαχείριση, λοιπόν, γινόταν όλο και λιγότερο κεντροαριστερή και όλο και περισσότερο νεοφιλελεύθερη. Τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα, όπως το MST, που πρωτοστάτησαν στην άνοδο του Λούλα και στήριξαν και τη διάδοχό του, σταδιακά άρχισαν να αντιδρούν στις «υπεύθυνες» και κατασταλτικές πολιτικές της Ρούσεφ. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης και του Κόμματος Εργατών στο τεράστιο πάρτι της διαφθοράς προκάλεσε απέχθεια στη βάση. Η απάντηση της Ρούσεφ ήταν να στηριχτεί ακόμη περισσότερο σε άσπονδους «συμμάχους» όπως ο Τεμέρ… Κάπως έτσι θάμπωσαν σταδιακά οι επιτυχίες των δύο θητειών του Λούλα, με αποτέλεσμα να επιβληθεί σχετικά εύκολα καταρχήν το θεσμικό πραξικόπημα της φιλοδυτικής ολιγαρχίας, η οποία ένιωσε ότι δεν χρειάζεται πια να ανέχεται έναν συμβιβασμό. Και τώρα –με εξουδετερωμένο τον Λούλα– να πλασαριστεί εξίσου εύκολα ως «εναλλακτική» ο Μπολσονάρου.

Από την περασμένη Κυριακή η Αριστερά τρέχει να στοιχηθεί πίσω από τον Χαντάντ, ελπίζοντας ότι μια πανστρατιά έστω και την τελευταία στιγμή ίσως αποτρέψει το ενδεχόμενο που ο Μπορόν περιγράφει ως «φρικτό εφιάλτη, όχι μόνο για τη Βραζιλία αλλά για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική». Λογική κίνηση αυτοάμυνας, αν και είναι πολύ αμφίβολο ότι θα ευοδωθεί. Αλλά, ακόμη κι αν πετύχαινε, η Αριστερά θα ξαναβρισκόταν σύντομα στη σημερινή δυσχερή κατάσταση όσο δεν μπορεί (ή δεν θέλει…) να δει κατάματα την πραγματικότητα: και στη Βραζιλία, αυτού του είδους η διαχείριση έφτασε στα όριά της, αυτοαναιρέθηκε, εν τέλει απέτυχε. Και, όπως συνέβη σχεδόν παντού, την αποτυχία της (και τη συνακόλουθη απογοήτευση των εκατομμυρίων που είχαν κινητοποιηθεί) δεν την καρπώθηκε μια Αριστερά που αρκούνταν να παίζει το ρόλο του γκρινιάρικου δεκανικιού. Αντίθετα, και εκεί, η αποτυχία έθρεψε τέρατα. Τα οποία δεν αντιμετωπίζονται με ξόρκια, αλλά με μια επίπονη, αυτοκριτική επιστροφή στους πληβείους και στη συνδιαμόρφωση, μαζί τους, ενός νέου απελευθερωτικού σχεδίου που θα είναι αποτελεσματικό και θα υπηρετεί τις ανάγκες τους.

Μια νέα γενιά πολιτικών

Καθώς οι Βραζιλιάνοι έχουν αποσύρει την εμπιστοσύνη τους από την παλιά πολιτική τάξη (η πατρική φιγούρα του Λούλα μάλλον είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα), αυτή τη φορά έκανε αισθητή την παρουσία της μια νέα γενιά μη «επαγγελματιών» πολιτικών. Χαρακτηριστική περίπτωση ο ελληνικής καταγωγής 33χρονος πανεπιστημιακός Βασίλης Χριστόπουλος, που ήταν υποψήφιος κυβερνήτης της πολιτείας Αλαγκόας για λογαριασμό  του θεωρούμενου ακροαριστερού Κόμματος Σοσιαλισμού και Ελευθερίας. Την επομένη των εκλογών απευθύνθηκε ανθρώπινα σε όσους τον στήριξαν: «Ζούμε σε μια πολιτεία που κυριαρχείται από τους ισχυρούς της οικονομίας και της πολιτικής, στην οποία πολλοί δεν τολμούν καν να εκφράσουν την άποψή τους για να μην χάσουν τη δουλειά τους. Σε αυτό το κλίμα αμφισβητήσαμε την εξουσία τους, με μια καμπάνια τίμια, με ουσία και ελπίδα. Δεν κερδίσαμε, αλλά βγαίνουμε δυνατότεροι, πιο έμπειροι, καλύτερα προετοιμασμένοι για τις μελλοντικές μάχες. Φυτέψαμε τους σπόρους μας με αγάπη, και με τον καρπό τους θα τραφούμε για να προχωρήσουμε»…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!