Είναι φανερό ότι εδώ και αρκετούς μήνες ξεδιπλώνεται από την τουρκική πλευρά ένα σχέδιο συστηματικής κλιμάκωσης επιθετικών ενεργειών χωρίς προηγούμενο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1974. Τόσο με τις ολοένα διευρυνόμενες επεκτατικές αξιώσεις που ανοιχτά πλέον διαγράφουν την ελληνική κυριαρχία σε στεριά και θάλασσα, σε σημαντικά τμήματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Όσο και κυρίως με τις αδιάκοπα εκδηλωνόμενες επιθετικές κινήσεις. Συγκεντρώνοντας μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και οικοδομώντας όρους σύγκρουσης μεγάλης κλίμακας σε όλη τη γραμμή των συνόρων από τον Έβρο έως το Καστελλόριζο, αλλά και με τη διαρκή προσβολή της κυριαρχίας και της ίδιας της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Και σίγουρα πρέπει να συνεκτιμηθεί το ότι δε φαίνεται για την ώρα να επηρρεάζεται η τουρκική πλευρά από τις απανωτές πιέσεις και «παραινέσεις» –δίβουλες σε κάθε περίπτωση πιέσεις– που της ασκούνται (και βέβαια πάντοτε ασκούνται ταυτόχρονα και προς την ελληνική πλευρά) από αμερικάνικα και ευρωπαϊκά κέντρα. Να κόψει ταχύτητα και να το γυρίσει σε διάλογο.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένα επεισόδια και εξάρσεις, και η φόρα της τουρκικής ηγεσίας σαφώς πλέον υπερβαίνει την κλίμακα ενός «μικρής» έκτασης θερμού επεισοδίου. Ο Ερντογάν ετοιμάζεται (διπλωματικά, εσωτερικά πολιτικά και στρατιωτικά), στήνει καρτέρι και θα επιχειρήσει –αν εκτιμήσει ότι τον ευνοούν οι συνθήκες– μια γενικευμένη σύγκρουση με την Ελλάδα και την Κύπρο με στόχο τη δραστική αρπαγή κυριαρχίας και των δύο κρατών. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η κλίμακα αφορά τη συνολική ανατροπή του στάτους κβο που έφερε η πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η υπόθεση της υπεράσπισης του λαού και της χώρας μας, εξαρτάται καθοριστικά από τη δυνατότητα του ελληνικού λαού να υπερβεί το πνεύμα αυταπατών φοβίας και ηττοπάθειας που δεν έπαψαν ποτέ να μεταδίδουν συστηματικά οι πολιτικές ελίτ
ΒΕΒΑΙΑ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ δεν έχει εξασφαλισμένη την απρόσκοπτη προώθηση των σκοπών της. Στο πλαίσιο του πολιτικοστρατιωτικού πόκερ που παίζει, με το άνοιγμα πολλαπλών μετώπων και με την άσκηση πιέσεων και εκβιασμών για την επίτευξη της αναβάθμισής της σε κραταιά περιφερειακή δύναμη, είναι υποχρεωμένη να μην αγνοεί και μια σειρά παραγόντων που θέτουν περιορισμούς στις φιλοδοξίες της. Τα όρια –οπωσδήποτε ασταθή και μετακινούμενα– που θέτουν στην ανεξέλεγκτη εξάπλωσή της οι μεγάλοι αλλά και κάποιοι σημαντικοί περιφερειακοί παίκτες (Αίγυπτος, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία και κάποια κράτη του Περσικού Κόλπου), το βάρος από τη υποστήριξη τριών πολεμικών προσπαθειών ταυτόχρονα, και οι αντοχές της τουρκικής οικονομίας είναι σίγουρο ότι ζυγίζονται. Όμως από την άλλη μεριά, πρέπει να μην υποτιμήσουμε τη δυναμική που γεννά μια κλιμάκωση αυτού του μεγέθους. Ο Ερντογάν δεν έχει πάψει να προτιμά να πάρει αυτά που θέλει στο τραπέζι του «διαλόγου» τρομοκρατώντας την ελληνική πλευρά με το «δίκαιο» της ισχύος και της απειλής πολέμου. Η ελληνική πλευρά άλλωστε, υπό το βάρος της υποτελούς, προς στα δυτικά κέντρα, στάσης της δίνει σταθερά μηνύματα ότι είναι έτοιμη για μια τέτοια πορεία (διάλογος, Χάγη, αποδοχή διμερούς διευθέτησης με τα προηγούμενα που θέτουν οι συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, και ουσιαστική αποδοχή ότι η Κύπρος κείται μακράν – παρά τις ασκήσεις κ.λπ.). Όμως ο χρόνος πιέζει αφόρητα τον Ερντογάν: Βιάζεται να ξεμπερδεύει πριν από τις αμερικάνικες εκλογές –δηλαδή πριν από τον Γενάρη του 2021– γιατί ξέρει ότι μετά οι εξελίξεις γίνονται πολύ πιο αστάθμητες γι’ αυτόν. Αλλά και γιατί «παίζει το κεφάλι του», ρίχνοντας διαρκώς καύσιμο στις προσδοκίες για γαλάζιες πατρίδες. Στηριζόμενος υπέρμετρα σε μια τέτοια πολιτική συσπείρωση επιχειρεί με αυτή την πολιτική να αντιρροπήσει τα επιδεινούμενα οικονομικά προβλήματά του, να κρατήσει υπό έλεγχο μια ογκώδη αντιπολίτευση (φυλακισμένη και υπό διαρκή καταστολή) και να διατηρήσει την επιβολή του στον εσωτερικό του πόλεμο με τους Κούρδους. Αλλά ακριβώς αυτά –αυτό το στρίμωγμα και το ίδιο το γεγονός ότι «τα παίζει όλα για όλα» έχοντας την ανάγκη για γρήγορες «επιτυχίες»– μετατρέπεται σε μια πολύ επικίνδυνη δυναμική και ενισχύει το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης μεγαλύτερης κλίμακας.
ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ η υπόθεση της υπεράσπισης του λαού και της χώρας μας, εξαρτάται καθοριστικά από τη δυνατότητα του ελληνικού λαού να υπερβεί το πνεύμα αυταπατών (ότι τάχα είναι αδιανόητος ένας «πραγματικός» πόλεμος επί «ευρωπαϊκού εδάφους»), φοβίας και ηττοπάθειας που δεν έπαψαν ποτέ να μεταδίδουν συστηματικά οι πολιτικές ελίτ. Δυνατότητα που δείχνει να ενισχύεται από την καθολική στήριξη που βρίσκουν οι υπαρκτές (ακόμα και οι αποσπασματικές και ανακόλουθες) κινήσεις υπεράσπισης του εθνικού χώρου. Και από τη διαφορά κοινωνικού τόνου σε σχέση με ένα προηγούμενο κλίμα απώθησης του πραγματικού ενδεχόμενου μιας σύγκρουσης με την Τουρκία.