του Ιάσονα Θεοδωρίδη

Δύο εντοπίζω ως τα βασικά προβλήματα της ποίησης σήμερα. Το ένα είναι η σταδιακή εξάλειψη της ιδιοσυγκρασίας του δημιουργού από τη λαϊκή ψυχή, και το δεύτερο, ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν θέλει πλέον κανείς πραγματικά να ζήσει. Κι αν αυτά τα δύο παρουσιάζονται ως καθοριστικά για την ανάπτυξη της τέχνης, είναι γιατί παρέχουν ορμή και όραμα, χωρίς τα οποία, για να είμαστε ειλικρινείς, τέχνη δεν μπορεί να αναπτυχθεί.

Κοιτώντας πίσω στον Ερωτόκριτο, το Σολωμό, τα δημοτικά τραγούδια, βλέπω σαν συμπυκνώματα της λαϊκής ποίησης το θετικό βλέμμα προς τη ζωή. Κατάφαση που κάποτε ανταριάζει και αναγεννιέται μέσα από το Τραγικό, ή την πίκρα του Σεφέρη. Ας σταθούμε λίγο στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού. Έργο γραμμένο πάνω στην πιο αρνητική συνθήκη, άνθρωποι καταδικασμένοι να πεθάνουν, γυναίκες και παιδιά. Πώς μεταπλάθει ο οικουμενικός ποιητής αυτό το βίωμα/γεγονός; Την ώρα που οι Μεσολογγίτες οδεύουν προς το θάνατο, βλέπουν την ανθηρή Άνοιξη της Φύσης, γίνονται μάρτυρες της ροπής της ζωντανής ύλης για ζωή. Ο έρωτας είναι μια μακρινή ανάμνηση, το μεγάλο θαύμα γι’ αυτούς τελειώνει, και γράφει ο Σολωμός, «όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει». Υπάρχει ζωή στην πολιορκία, υπάρχει ζωή στην έξοδο, και αξίζει ίσως μια αντιπαράσταση του σολωμικού οράματος με το σύμβολο της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, ως το μεταφορικό τέλος μιας (ποιητικής) εποχής.

Σήμερα, τόσο για να παράξουμε ποίηση, όσο και για να σταθούμε στα πόδια μας σαν λαός, πρέπει να θεμελιώσουμε μια νέα κατάφαση, ένα σύγχρονο «Ναι» στη ζωή. Κοιτώντας από πιο μακριά, είναι υποχρέωση κάθε λαού να μεταπλάθει τα πιο γόνιμα ιστορικά και πολιτισμικά του στοιχεία που εμφανίστηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, σε μια ιστορικά επίκαιρη κατάφαση. Στην Ελλάδα, παράδειγμα ενδεικτικό αποτελεί η γενιά του ’30, η οποία γονιμοποίησε όλους τους καρπούς του τρισχιλιετούς σχεδόν ελληνισμού, από τον Όμηρο και τη Σαπφώ, στην κρητική αναγέννηση, το Σολωμό και τον άγνωστο Μακρυγιάννη. Και το έκανε με έναν τρόπο γόνιμα αφομοιωτικό, ώστε να επικυριαρχήσει αυτή πλέον στη χάραξη της πολιτισμικής πορείας του ελληνισμού, χωρίς να καταφύγει στον άγονο ιστορισμό ή στην απλή διακειμενική αναφορά του μεταμοντερνισμού.

Ταυτόχρονα με το θετικό βλέμμα προς τη ζωή, προκύπτει κοπιαστικά το ερώτημα της αναζήτησης της νεοελληνικής ταυτότητας, το οποίο με κάθε κίνδυνο παραφράζω, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Ελύτη, ως «την έκφραση της αντίθεσης ανάμεσα στο ελάχιστο της υλικής και στο απέραντο της πνευματικής Ελλάδας». Δύο μορφές που το μεγάλο τους χάσμα απλώνει βασανιστικά πάνω μας, και που πρέπει να τις φιλιώσουμε, φέρνοντας κοντύτερα όσο γίνεται τη μία με την άλλη. Η ποίηση μπορεί να συμβάλλει σ’ αυτό το βάθεμα, να εξάγει από τον αισθητικό πυρήνα κάθε ανθρώπου τα πιο φωτισμένα χαρακτηριστικά του και μέσω αυτής της διαδικασίας να σημασιοδοτήσει την ποιότητα ως ηθικό και πολιτικό πρόταγμα.

Να μην φοβηθούμε την καζαντζακική έφοδο, και να θυμόμαστε πάντα το βαθύ προγονικό βίωμα του ανθρώπου, που απ’ αρχής του κόσμου έγερνε ανάμεσα Γραβιάς και Παραδείσου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!