Του Μάρκου Δεληγιάννη
Σήμερα, πάλι, κοντά στ’ ακροθαλάσσι, του πόνου οι οιμωγές, διώξανε το καλοκαίρι. Ερήμωσε ο γιαλός. Σύννεφα γκρίζα, του ήλιου τις στράτες μπλοκάρισαν. Η απανεμιά, αλλόκοτη, τα καράβια ακινητοποίησε. Τα κράτησε απόμακρα κι είναι τα πανιά τους πεσμένα, σαν σάρκες γερασμένες, γεμάτες από σχέδια ρικνά. Μάνα γη, σ’ ανάξιους μοίρασες τους δικούς σου θησαυρούς. Τώρα αυτοί γελάνε, μεθάνε, ασχημονούν, φτύνουν την ομορφιά κατά πρόσωπο. Κι εγώ μονάχος απόμεινα σε τούτην εδώ την ερημιά να συλλογιέμαι, πώς του θανάτου του φριχτού η οδύνη, εκδίκηση θα ‘βρει.
Άνοιξη ήταν, φίλε μου, μέρα του Μάη, κι εσύ παρέα με άλλους τρεις συντρόφους σου, στο θυσιαστήριο οδηγηθήκατε από τ’ ανήμερα θεριά του κέρδους, χωρίς σκέψη καμιά. Οι φλόγες σας αγκάλιασαν, σας άρπαξαν απ’ της ζωής το πανηγύρι το μοναδικό. Αλίμονο, ποτέ πια δεν θα ξαναδείτε του ήλιου το φως, βουτιές να κάνει στο γαλάζιο του Σαρωνικού. Ποτέ δεν θ’ αγκαλιάσετε ξανά της αγαπημένης σας το κορμί, σαν γυρίζετε απ’ του μεροκάματου τη δοκιμασία. Τα βλαστάρια σας δεν θ’ ακούσουνε ξανά την ήρεμη φωνή σας -του πατέρα τη φωνή- με δύναμη μαγνήτη να τα μαζεύει. Δεν θα γευτείτε ξανά αφράτο καρβέλι ζυμωμένο με του ιδρώτα την αλμύρα. Δεν θα νιώσετε ξανά της ρετσίνας την αψάδα, τον ουρανίσκο σας να ερεθίζει. Όχι, ποτέ πια! Γιατί είστε νεκροί, για πάντα νεκροί, ανέκκλητα νεκροί. Τέσσερις μια καλάδα, εκεί στου Ασπρόπυργου τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις. Τέσσερις νέοι άνθρωποι, δεν θα ξαναπερπατήσουν στης ζωής τις στράτες. Άλλοι τέσσερις ήρθαν να προστεθούν στη ματωμένη στρατιά των ανθρωποθυσιών, στο βωμό του αχόρταγου κέρδους. Είπαν πως όλα τούτα ήταν απόρροια ανθρώπινου λάθους. Ας πρόσεχαν. Τ’ αφεντικά ποτέ δεν φταίνε! Τι να κάνουνε; Αποστείλανε κιόλας ειλικρινή συλλυπητήρια στις οικογένειες των θυμάτων! Άλλα θέματα, πολύ πιο σοβαρά απ’ των εργατών τη ζωή, απασχολούν τις βαρύγδουπες κεφαλές των αφεντικών. Άλλωστε αναλώσιμοι είναι οι μεροκαματιάρηδες.
Ω ποίηση, εσύ που ποτέ ψέματα δεν λες, οδήγησε τη γραφίδα μου, στίχο ηχηρό, στου κέρδους τις πανοπλίες να σκαλίσει, εκδίκηση για σένα αδικοχαμένε, παγκόσμιε προλετάριε, να κερδίσει!
Άκλαυτοι, ανώνυμοι, χαθήκατε! Κανείς επικήδειος δεν εκφωνήθηκε. Κανένας καναλάρχης δεν έστερξε, λίγα λεπτά σε σας ν’ αφιερώσει. Σαν ποτέ να μην υπήρξατε. Σβήστηκαν τα ονόματά σας απ’ τους ανθρωποκαταλόγους, όπως ακριβώς ο σπόγγος του δασκάλου καθαρίζει το μαυροπίνακα από λέξεις χρησιμοποιημένες. Τώρα οι βαρύγδουποι προγάστορες θα παρελαύνουν στα τηλεπαράθυρα, ξερνοβολώντας ασχήμια, αμοραλισμό, ύβρεις. Και κάποια μεγαλόσχημος κυρία με ύφος περισπούδαστο θα προαναγγέλλει οδυνηρή πτώχευση -bank run- εντός του περασμένου τριημέρου. Τι σημασία έχει τι είναι αλήθεια, τι είναι ψέμα. Άλλα μετράνε. Σε τι βαθμό η κοινωνία τρομοκρατήθηκε. Πόση φθορά η κυβέρνηση θα υποστεί, πόσα ρήγματα θα χάσκουν στα οχυρά του ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι, σύσσωμοι, όσοι πιστά υπηρετούν, χρόνια τώρα, τ’ αδηφάγα θεριά του κέρδους, μαύρο μέτωπο έχουν συμπήξει. Απειλούν, εκβιάζουν, συσκέπτονται, μηχανορραφούν, εκλιπαρούν, προσφέρουν τα πάντα, φτάνει η αριστερή αυτή παρένθεση -έτσι καλούν την κυβέρνηση της χώρας- να κλείσει όσο γίνεται πιο γρήγορα. Έτοιμοι είναι τα πάντα να εκποιήσουν. Τίμημα, ένα και μοναδικό, πάση θυσία, αυτοί και μόνον αυτοί, να είναι οι θλιβεροί μεταπράτες του χαλασμού, προϊόν που παράγεται στ’ άδυτα της διεθνούς των τοκογλύφων. Φωνάζουν, ωρύονται στα δελτία ειδήσεων πως η χώρα οδηγείται στο χαμό.
Κι εσύ, αδικοχαμένε εργάτη, μάταια προσμένεις, έστω και σ’ ένα μπαλκόνι ψηλά, μια σημαία να δεις μεσίστια να χαμηλώνει. Η υγρασία του τάφου, μαχαίρι αμφίστομο, μαχαιρώνει πισώπλατα το ξεδίπλωμα μιας νέας ελπίδας, μιας καινούργιας πεθυμιάς για ζωή. Μα, όχι σύντροφε, η ελπίδα δεν θ’ ανατείλει σιωπηλή σαν μεταμέλεια. Απ’ τα μαλλιά θα την αδράξουμε και στη μέση της πλατείας θα τη στήσουμε. Τώρα που τίποτα καινούργιο δεν έχεις να πεις, να δείξεις, να υποδείξεις, καιρός όσες φτερούγες ατόφιες μείνανε ας τις ματίσουμε κι ας πετάξουμε στις ποθούμενες αετοφωλιές.