Η Σύνοδος Προέδρων και Κοσμητόρων Παιδαγωγικών Τμημάτων και Σχολών με δυσαρέσκεια, αλλά όχι με έκπληξη αφού το είχε προβλέψει και είχε έγκαιρα τοποθετηθεί σχετικά, πληροφορήθηκε μαζί με την ελληνική κοινωνία τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων σύμφωνα με τα οποία η θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) είχε ως αποτέλεσμα περισσότερες από 16.000 θέσεις στα δημόσια πανεπιστήμια να μείνουν κενές, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εν δυνάμει πελάτες για τα κολλέγια. Την ίδια μέρα, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, παρακολουθήσαμε την συνέντευξη της υπουργού στην Ελληνική Τηλεόραση και την είδαμε αφενός να αγνοεί και να μην απαντά σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με την δυνατότητα των αποτυχόντων υποψήφιων φοιτητών να εγγραφούν σε ιδιωτικά κολλέγια και αποφοιτώντας από αυτά να μπορούν να έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους αποφοίτους των δημοσίων πανεπιστημίων, αφετέρου να διατυπώνει την αυθαίρετη, αντιπαιδαγωγική, αντιεπιστημονική και τελικά άκρως προσβλητική για τα ελληνικά πανεπιστήμια άποψη, ότι οι «αδύναμοι» φοιτητές που έμειναν εκτός πανεπιστημίων, δεν θα εγκλωβίζονται πλέον σε αυτά.
Θέση της Συνόδου είναι ότι, η θέσπιση ΕΒΕ με βάση το μέσο όρο του βαθμού των υποψηφίων του πεδίου με δυνατότητα δεν έχει καμιά παιδαγωγική τεκμηρίωση, δεν αναβαθμίζει την ποιότητα σπουδών των Ιδρυμάτων, όπως υποκριτικά διακηρύσσεται. Αντίθετα, συμβάλλει στον κοινωνικό αποκλεισμό δημιουργώντας ανισότητες πέραν των όσων ήδη υπάρχουν για μαθητές χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης. Προφανής στόχος της θέσπισης ΕΒΕ είναι η μείωση των εισακτέων, η περαιτέρω μείωση του τακτικού προϋπολογισμού των Ιδρυμάτων από την πολιτεία –αφού ο αριθμός φοιτητών/τριών αποτελεί έναν από τους παράγοντες υπολογισμού του–, ο επανασχεδιασμός του πανεπιστημιακού χάρτη της χώρας με κατάργηση Τμημάτων και πιθανόν και Ιδρυμάτων.
Ταυτόχρονα, οι υποψήφιοι/ες που απέτυχαν να εισαχθούν στα Πανεπιστήμια, θα μπορούν –όσοι και όσες από αυτούς/ές έχουν την οικονομική ευχέρεια πληρωμής διδάκτρων– να εγγράφονται στα ιδιωτικά κολλέγια (τα οποία σημειωτέον δεν έχουν βάση εισαγωγής) και, αφού ολοκληρώσουν τις «σπουδές» τους, θα απολαμβάνουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με αυτά των αποφοίτων των δημόσιων πανεπιστημίων.
Αν το υπουργείο ενδιαφερόταν για την επανεξέταση του συστήματος εισαγωγής και τον αριθμό των εισακτέων, θα έπρεπε να ζητήσει και να λάβει υπόψη του τις προτάσεις των πανεπιστημίων και των τμημάτων, σε συνδυασμό με τη θέσπιση μέτρων για την ενίσχυση των πανεπιστημίων, ειδικά των περιφερειακών, των οποίων η επιλογή στα μηχανογραφικά των υποψηφίων δεν γίνεται μόνο με κριτήρια ακαδημαϊκής ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών, αλλά κυρίως με γεωγραφικά κριτήρια. Οι μέχρι τώρα όμως ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου το μόνο που ξεκάθαρα υποδηλώνουν είναι το ενδιαφέρον της για τα ιδιωτικά κολλέγια, και στον αντίποδα, τη συνεχή, συστηματική, πολύμορφη υπονόμευση των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων.
Ανακοίνωση της Συνόδου Προέδρων και Κοσμητόρων Παιδαγωγικών Τμημάτων και Σχολών