«alloglotta»: δηλώνει αυτόν που κατασκευάζει μιαν άλλη γλώσσα, τη δική του προσωπική γλώσσα

ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΝΗΣΟΥ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

.

[1] Νοσταλγούσε όλες εκείνες τις ωραίες μέρες,

τότε που οι άνθρωποι έπεφταν απ’ τις ταράτσες χαμογελώντας, που οι ζωγράφοι ξερίζωναν τα χέρια τους και οι μουσικοί έδιναν τη δυνατότητα στη σιωπή να ανθίσει, που οι λογοτέχνες κατάπιναν σαν σπασμένα γυαλιά ό,τι είχαν γράψει και οι πυγμάχοι δίδασκαν στα πανεπιστήμια, τότε που τα αγόρια συναγωνίζονταν ποιό θα ρίξει τη μεγαλύτερη ποσότητα σπέρματος στα στήθη της γειτόνισσας και οι ερωτευμένοι βίωναν την εκπλήρωση, τότε που οι φονιάδες δεν καμάρωναν ούτε μετανοούσαν και οι τυφλοί οδηγούσαν τα αστικά λεωφορεία·

νοσταλγούσε μιαν εποχή όπου τα εισιτήρια και η ζωή δεν ακυρώνονταν, όπου μπορούσες, απλώς, να ζεις.

[Δευτέρα, 26 Μαΐου 2014.]

.

[2] Δυστυχώς δεν είναι όλες οι σκέψεις μου τόσο χρήσιμες: υπάρχει –μόνο στη φαντασία, για να με αναστατώσει– η ελπίδα πως όλη μου η αρρώστια είναι μια ισχυρή αυθυποβολή· πως οι μηχανές δεν κάνουν κακό· πως η Φαουστίν ζει και πως σε λίγο θα πάω να την βρω· πως γελάμε μαζί γι’ αυτούς τους ψεύτικους εσπερινούς του θανάτου· πως φτάνουμε στη Βενεζουέλα· σε άλλη Βενεζουέλα, γιατί για μένα εσύ Πατρίδα είσαι οι κύριοι της κυβέρνησης, οι εθνοφρουροί με τις νοικιασμένες στολές και τα θανάσιμα βόλια, η ομόφωνη καταδίωξη στην εθνική οδό, στην Λα Γκουάιρα, στα τούνελ, στη χαρτοβιομηχανία του Μαρακάυ· όμως σ’ αγαπώ, και μέσα απ’ τη διάλυσή μου σε χαιρετώ πολλές φορές…

.

[3] Τα πιο σοβαρά, τα πιο πολιτικά προβλήματα –η ποινή του θανάτου, η επιβίωση ή η εξολόθρευση ενός λαού– ανατίθενταν πλέον, όχι στη διαιτησία των ιδεών, ούτε καν στο κύρος της ευφράδειας, αλλά μονάχα στις διακυμάνσεις ημιτονοειδών καμπυλών που έβγαιναν από μηχανήματα. Σ’ αυτήν τη χώρα, όπου ισχυρίζονταν πως υπηρετούν τα ανθρωπιστικά ζητήματα με τη βοήθεια των στατιστικών που γεννούν η μία την άλλη, όπου η ζωή και ο θάνατος, το καλό και το κακό, η τιμή και η ατιμία υπολογίζονταν σε τεμάχια αγοράς, δεν αναγνώριζα πια το έθνος που θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε, σε αλλοτινούς καιρούς μεγάλο και όπου παρ’ όλα αυτά το πνεύμα δεν είχε εκχωρήσει όλες του τις εξουσίες στις ταμειακές μηχανές των εμπόρων.

.

[4] Επειδή όμως η ουτοπία, αυτό που δεν υπάρχει ακόμη, το εισέτι μη ον, είναι σκεπασμένη με μαύρο πέπλο, παραμένει μέσα από όλη τη διαμεσολάβησή της ανάμνηση· θυμίζει το δυνατό έναντι του πραγματικού που το απώθησε, κάτι σαν τη φανταστική επανόρθωση της καταστροφής που λέγεται παγκόσμια ιστορία, η ελευθερία, που υπό τη μαγική επήρεια της αναγκαιότητας δεν πραγματοποιήθηκε και είναι αβέβαιο αν θα πραγματοποιηθεί. Στην ένταση μεταξύ της τέχνης και της διαρκούς καταστροφής εξυπακούεται και η αρνητικότητα της τέχνης, η μέθεξή της στο σκοτεινό. Κανένα υπαρκτό, φανερωμένο έργο τέχνης δεν έχει στο χέρι του το μη υπαρκτό ως κάτι θετικό. Αυτό διακρίνει τα έργα τέχνης από τα σύμβολα των θρησκειών, τα οποία αξιώνουν να πιστέψουμε ότι η εμφάνισή τους έχει εξασφαλίσει την υπέρβαση του άμεσου παρόντος. Στα έργα τέχνης το μη υπαρκτό είναι ένας αστερισμός υπαρκτών πραγμάτων. Τα έργα τέχνης είναι μια υπόσχεση μέσω της αρνητικότητάς τους, που φθάνει μέχρι την ολική άρνηση, όπως η εκφραστική χειρονομία με την οποία μπορούσε κάποτε να αρχίζει μια διήγηση ή ο πρώτος ήχος που παιζόταν σε ένα σιτάρ υπόσχονταν κάτι που οι ακροατές δεν είχαν ακούσει ή δεν είχαν δει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, ακόμη και αν επρόκειτο για το πιο φοβερό· και το εξώφυλλο και οπισθόφυλλο κάθε βιβλίου, ανάμεσα στα οποία το μάτι χάνεται μέσα στο κείμενο, είναι συγγενικά με την επαγγελία του σκοτεινού θαλάμου (cameraobscura). Το παράδοξο όλης της νεότερης τέχνης είναι ότι κερδίζει κάτι πετώντας το, ακριβώς όπως η αρχή της Αναζήτησης του χαμένου χρόνου του Προυστ με την περίτεχνη σκηνοθεσία εισάγει τον αναγνώστη στο βιβλίο χωρίς τον βόμβο του σκοτεινού θαλάμου, χωρίς το πανόραμα του παντογνώστη αφηγητή, παραιτούμενη από τη μαγεία ώστε έτσι, και μόνον έτσι, να την πραγματοποιήσει. Η αισθητική εμπειρία αναφέρεται σε κάτι πού το πνεύμα δεν το έχει ήδη ούτε από τον κόσμο ούτε από τον εαυτό του, μια δυνατότητα την οποία επαγγέλλεται η αδυνατότητά της. Τέχνη είναι η αθετούμενη υπόσχεση της ευτυχίας.

.

[5] …η ζωγραφική δεν αναπαριστά πλέον την πραγματικότητα, αλλά καθίσταται η ίδια πραγματική (δημιουργώντας τον εαυτό της). Και αργά ή γρήγορα η αξία αυτής της πραγματικότητας θα πρέπει να αμφισβητηθεί, προκειμένου να παραχθούν (ως συνήθως) εικόνες ενός καλύτερου κόσμου.

.

[6] …επιχείρησε να μιλήσει στους πρεσβύτερους που κάθονταν στο σκοτάδι της χώρας των τυφλών για τον απέραντο κόσμο από τον οποίο έπεσε, για τον ουρανό, για τα βουνά, για την όραση και γι’ άλλα παρόμοια θαύματα. Μα δεν ήθελαν να πιστέψουν, ούτε να καταλάβουν τίποτα απ’ όσα τους διηγιόταν, γεγονός που τον εξέπληξε. Υπήρχαν ένα σωρό λέξεις που αγνοούσαν. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν τυφλοί και αποκομμένοι, εδώ και δεκατέσσερις γενιές, από το προικισμένο με την αίσθηση της όρασης σύμπαν. Τα ονόματα των πραγμάτων που σχετίζονται με την όραση αχρηστεύτηκαν και άλλαξαν συν τω χρόνω. Η ανάμνηση του έξω κόσμου ξεθώριασε, μετατράπηκε σε παραμύθι για παιδιά και οι κάτοικοι έπαψαν να ενδιαφέρονται για ό,τι υπήρχε πέρα από τους βράχους που κρέμονταν πάνω από το περιτείχισμά τους. Ανάμεσά τους εμφανίστηκαν άνθρωποι τυφλοί αλλά ιδιοφυείς, οι οποίοι, αμφισβητώντας τα απομεινάρια των αντιλήψεων και της παράδοσης που κουβαλούσαν από την εποχή που έβλεπαν, τα απέρριψαν όλα χαρακτηρίζοντάς τα χιμαιρικά όνειρα και αντικαθιστώντας τα με καινούριες, πιο λογικές εξηγήσεις. Ένα μεγάλο κομμάτι της φαντασίας τους περιήλθε σε μαρασμό μαζί με τα μάτια τους, και επινόησαν νέα φαντασιοκοπήματα, περισσότερο προσαρμοσμένα στα ευαίσθητα αυτιά και τ’ ακροδάχτυλά τους.

.

[7]

7

.

1. Θανάσης Αποστόλου, Νοσταλγούσε μιαν εποχή, Αθήνα, 26 Μαΐου 2014. | 2. Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες, Η εφεύρεση του Μορέλ, μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1983. | 3. Ολιβιέ Ρολέν, Πορτ-Σουδάν, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1994. | 4. Τέοντορ Β. Αντόρνο, Αισθητική θεωρία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια (σειρά Κριτική θεωρία), Αθήνα 2000. | 5. Γκέρχαρντ Ρίχτερ, «Σημειώσεις 1990», μτφρ. Θ. Αποστόλου, στο “alloglotta”, τεύχος 2 — Το πράγμα, εκδ. “alloglotta”, Αθήνα 2014. | 6. Χ. Τζ. Ουέλς, Η χώρα των τυφλών, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα (σειρά Ο άτακτος λαγός – 7), Αθήνα 2011. | 7. Τζιουζέππε Πενόνε, Το να αναστρέφεις τα ίδια σου τα μάτια (φωτογραφία — ανακλαστικοί φακοί επαφής εμποδίζουν την όραση του καλλιτέχνη), 1970.

.

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Θανάσης Αποστόλου | Πασχάλης Ζέρβας | Σοφία Κανάκη

.

Η συνέχεια της ενότητας Ουτοπία — Σάββατο, 31 Ιανουαρίου 2015.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!