από τον Δημήτρη Ουλή

 

O εφιάλτης ήταν φριχτός. Έπαιρνα τον καθημερινό μου πρωινό καφέ μαζί με την αριστερή μου συνείδηση -αυτήν που φλέρταρα τόσον καιρό τώρα- και ήμουν, λέει, πλημμυρισμένος από ευφροσύνη και από καραδοκία για εκείνο που ήταν φως-φανάρι ότι έμελλε να συμβεί. Αλλά εκείνη, η μαγκούφα, αντί να πέσει υπνωτισμένη στην αγκαλιά μου, καθώς θα όφειλε, πήρε ξαφνικά το πρόσωπο τρομακτικής μέδουσας και άρχισε να με κατηγορεί ανηλεώς. Μου έλεγε ότι πρόδωσα την αγάπη μου για εκείνη, και ότι όλα μου τα ωραία λόγια δεν ήταν παρά γαλιφιές και εξυπνακισμοί για να τη ρίξω στο κρεβάτι μου. Μου έλεγε ότι με σιχάθηκε ώς τα τρίσβαθα της ψυχής της και ότι αν είχα την ελάχιστη τσίπα πάνω μου, θα έπρεπε να ζητήσω δημόσια συγγνώμη για το πώς την κατάντησα και το πώς την προσέβαλα μπροστά σε ολόκληρο τον κόσμο. Και μου έλεγε, επίσης, ότι θα πρέπει να παραιτηθώ εξ ορισμού από κάθε απαίτησή μου να «τα ξαναβρούμε». Ακόμα και ο Χριστός επιτρέπει το διαζύγιο για λόγους μοιχείας. Κι εσύ μοίχευσες με όλους και με όλα, φώναζε, σαν κακομαθημένος έφηβος που δεν μπορεί να δεσμευτεί παρά μονάχα στις ορέξεις των υπογαστρίων του. Κι έχεις το θράσος τώρα –συνέχισε- να μου ζητάς να σε εμπιστευτώ ξανά, να πιστέψω ότι είσαι εδώ για «τα δύσκολα»; Πόσο κάλπικος παράς μπορεί να είσαι, επιτέλους, αφού τα «δύσκολα» εσύ τα έφερες στη ζωή μου, με τη δειλία και τον κυνισμό σου, με την ανατριχιαστική προχειρότητα των χειρισμών σου, με τη χλιαρή αγάπη σου για μένα, που τόσο εύκολα ξεπούλησες στα αφεντικά και στους εταίρους σου.

Λαλιά και ανάσα δεν έβγαινε από το στόμα μου – όπως σε κάθε εφιάλτη. Ήθελα να της φωνάξω ότι με αδικεί, ότι προσπάθησα να της μείνω πιστός όσο μπορούσα, ότι δεν είχα περιθώρια επιλογής. Μα εκείνη, η σκρόφα, ήταν αποφασισμένη να μη με αφήσει σε χλωρό κλαρί. «Έτσι ισχυρίζονται πάντα όλοι οι επιβήτορες της οικουμένης», ούρλιαζε, «ότι “μου ασκήθηκαν πιέσεις” και λοιπά ηχηρά. Αλλά το ξέρεις και το ξέρω, μπαγαμπόντη, ότι πιέσεις σου ασκούνται μονάχα όταν θέλεις κατά βάθος να σου ασκηθούν, όταν έχεις φέρει τα πράγματα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί παρά να σου ασκηθούν. Το λοιπόν, μη μου το παίζεις εμένα θύμα και αθώα περιστερά: γνώριζες τα πάντα, είχες όλο το χρόνο να προετοιμαστείς για τις “πιέσεις” που επρόκειτο να σου ασκηθούν και όφειλες να τις περιμένεις σε κάθε σου βήμα. Να, λοιπόν, γιατί τελειώνουμε οριστικά εμείς οι δυο. Και να γιατί, από τώρα και στο εξής, θα με βρίσκεις πάντοτε απέναντί σου».

Πετάχτηκα από τον ύπνο μου κάθιδρος. Για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα μια απώλεια προσανατολισμού, ένα άγχος θανάτου. Μα γρήγορα επανήλθα στο κέντρο μου. Εφιάλτης ήταν, είπα. Και γύρισα πλευρό για να κοιμηθώ ήσυχος. Σαν πραγματικός Έλληνας ηγέτης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!