Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Παρασκευή απόγευμα και στις 5:30 χτυπούσα το κουδούνι. Συνάντηση με την Άλκη Ζέη, στο σπίτι της. Αφορμή το νέο της βιβλίο, Με Φάμπερ Νούμερο Δύο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ένα βιβλίο όπου γράφει για τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής της που συμπίπτουν και με μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας στην οποία η συγγραφέας είχε άμεση συμμετοχή. Μια συμμετοχή που πληρώθηκε με διωγμούς και εξορίες…
Με υποδέχεται με το ζεστό της χαμόγελο στο σπίτι κι εγώ νιώθω -παρά την ευγένειά της- αμήχανος. Ξεχνάω πως έχω περάσει τα πενήντα και γίνομαι πάλι παιδί. Μπροστά στην αγαπημένη του συγγραφέα που ντρέπεται να της ζητήσει μια αφιέρωση…
Ίσως να είναι που -κατά παράξενη σύμπτωση- στην ίδια αυτή πολυκατοικία, έναν όροφο πιο κάτω ήταν κάποτε ο παιδίατρός μου!
Αν η ιστορία έχει χιούμορ, έχει και μια αγάπη για τις συμπτώσεις. Το ίδιο κείνο βράδυ της Παρασκευής που στη συζήτησή με την Άλκη Ζέη μας απασχολούσε η αντιμετώπιση του φασισμού, στο Νέο Ηράκλειο γραφόταν μια νέα, σκοτεινή σελίδα με την εκτέλεση των μελών της Χρυσής Αυγής…
Όμως εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε τίποτε. Κι είχα μπροστά μου μια γυναίκα σπινθηροβόλα, με αστείρευτο χιούμορ, ταλέντο και κουράγιο. Να μου λέει για την παρέα από τα παλιά που συναντιούνται κάθε τόσο:
«Βρίσκομαι με τον Τίτο Πατρίκιο και με άλλους παλιούς φίλους και η κόρη μου βάζει τα γέλια, γιατί όταν μιλάμε λέει πως είναι σαν να ακούει το γιο της να συνεννοείται με τους φίλους του… Το τελευταίο βιβλίο του Τίτου Σε βρίσκει η ποίηση είναι εξαιρετικό, νομίζω το καλύτερό του».
Καθώς αρχίζω να νιώθω πιο… δημοσιογράφος σιγά- σιγά, κάνω και τις ερωτήσεις μου ξεκινώντας κάπως έτσι:
Πώς αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο με ένα μέρος από την ιστορία της ζωής σας;
Αποφάσισα να γράψω για τη ζωή μου, γιατί τα χρόνια τώρα περνούν πολύ γρήγορα και δεν θα ήθελα να γράψει για μένα κάποιος άλλος. Κι ύστερα νομίζω ότι αυτά τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής μου ήταν πολύ σημαντικά -όχι μόνο για μένα- αλλά και για τον τόπο μας. Ήταν ξεχωριστοί και οι άνθρωποι που γνώρισα και ήθελα να τους γνωρίσω και στους σημερινούς -όχι όπως τους ξέρουν ως διάσημους, αλλά στην καθημερινότητά τους…
Πώς ήταν το γράψιμο αυτού του βιβλίου, σε σχέση με ό,τι είχατε γράψει στο παρελθόν;
Μου ήταν πολύ δύσκολο να γράψω αυτό το βιβλίο. Ανακάλυψα ότι είναι πολύ πιο εύκολο να γράφεις ένα μυθιστόρημα. Αισθάνεσαι ελεύθερος και ξένοιαστος. Τους ήρωές σου μπορείς να τους κάνεις ό,τι θες. Ενώ αν είναι άνθρωποι που υπήρξαν στην πραγματικότητα -και δεν υπάρχουν πια, για να σου πουν αν τα είπες σωστά- έχεις μεγάλη ευθύνη πως θα τους παρουσιάσεις και τι θα πεις. Να μη ξεφύγεις ούτε λίγο. Κι εγώ δεν έχω ούτε ημερολόγιο, ούτε σημειώσεις. Ό,τι υπήρχε στη μνήμη μου. Κι ευτυχώς που έχω την αδερφή μου -που έχει μνήμη ελέφαντα- και μου έλεγε «σωστά είναι, έτσι έγινε».
Το βιβλίο το έγραψα στις Βρυξέλλες. Εκεί είναι ο ιδανικός τόπος για να γράφεις. Βγαίνεις έξω, αλλά δεν σε νοιάζει τι γίνεται. Εδώ μόνο αν δεις ειδήσεις δυο φορές τη μέρα χάνεις κάθε διάθεση… Έχω ησυχία, ό,τι ώρα θέλω γράφω, ό,τι ώρα θέλω ξεκουράζομαι…
Εγώ δεν είμαι από αυτούς που θα σηκωθούν να γράψουν στις 6, μετά θα κάνουν διάλειμμα, θα γράψουν ξανά στις τρεις κι ύστερα θα βγουν το βράδυ. Εγώ όταν γράφω θέλω να κάνω μόνο αυτό.
Όταν έγραφα και ήταν τα παιδιά μικρά και έγραφα και μαγείρευα και έβγαινα και όλα τα έκανα. Τα πιο πολλά βιβλία τα έχω γράψει στη κουζίνα: Το Καπλάνι της Βιτρίνας στη κουζίνα στη Μόσχα. Το Μεγάλο περίπατο του Πέτρου στη κουζίνα στη Γαλλία. Είχαμε μικρά σπίτια… Να έχω εγώ το γραφείο μου; Ούτε κατά διάνοια!
Μου αρέσει ότι γράφετε, όχι με τη γνώση του τι συνέβη εκ των υστέρων, αλλά με τα μάτια του κοριτσιού εκείνης της εποχής…
Όπως στα παιδικά βιβλία, όταν γράφω πώς αντιδρά ένα παιδί 10 ετών, το βλέπω μέσα από τα μάτια ενός παιδιού 10 ετών. Όταν γράφω για εκείνη την εποχή, γράφω με τα μάτια που τα έβλεπα τότε. Δεν θα είχε καμιά αξία να γράψω όπως τα βλέπω σήμερα.
Γράφοντας, μεγάλωνα σιγά- σιγά μαζί με το βιβλίο. Άρχισα με τη παιδική ηλικία και μετά μεγάλωνα. Έμπαινα στη θέση που ήμουνα τότε. Είχα αφαιρέσει το σημερινό εαυτό μου εντελώς.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις για το βιβλίο σας από παλιούς γνωστούς;
Με παίρνουν παλιές συμμαθήτριες που είχα να τις ακούσω χρόνια… Με πήρε και μια που αναγνώρισε τον εαυτό της σε μια φωτογραφία. Έπαθα όμως κι ένα… σοκ στην εκδήλωση. Ήρθε μια γυναίκα γριά -αλλά πολύ γριά- και μου λέει: Άλκη δεν με θυμάσαι; Ήμουνα στη Σχολή Αηδονοπούλου, αλλά ήμουνα δυο τάξεις κάτω από σένα!
Κι όπως καταλαβαίνετε έπαθα σοκ! (γέλια)
Όσο για την αδερφή μου: Το… «ρέκβιεμ» χαρακτήρισε το βιβλίο. Αλλά ήρθε εκείνη τη μέρα στην παρουσίαση και υπέγραψε τριάντα βιβλία «Η αδερφή της Άλκης». Δεν αισθάνεται, όμως, καμία ζήλια. Ξέρετε τι είπε μόλις είδε το εξώφυλλο του βιβλίου;
«-Α! Ξέρεις πόσο το ζήλευα αυτό το μπλουζάκι;» (γέλια)
Στο βιβλίο έντονη είναι η παρουσία της Ζωρζ Σαρρή. Συμμαθήτριας και κολλητής σας φίλης…
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες… Η αλήθεια είναι ότι μεγαλώνοντας χάνεις πολλούς φίλους. Η ίδια ταλαιπωρήθηκε πολύ τα τελευταία δυο χρόνια πριν «φύγει». Πήγαινα και καθόμουνα ώρες κοντά της. Ήταν πάντοτε πολύ θαρραλέα. Κάποτε ήθελε να γράψουμε μαζί ένα βιβλίο. Το Ε.Π. που μιλά για τα χρόνια μας στο σχολείο. Τελικά το έγραψε μόνη της κι εγώ το προλόγισα. Είχε θυμώσει τότε μαζί μου…
Θα γράφατε τη συνέχεια του βιβλίου, των αναμνήσεών σας;
Έχω γράψει τη συνέχεια της ιστορίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα ιστορικά γεγονότα στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και δεν θέλω να το γράψω τώρα σε πρώτο πρόσωπο, αυτοβιογραφικά. Δεν μου μένουν και πολλά ακόμη βιβλία να γράψω. Ένα μου μένει και αυτό θα είναι παιδικό, σίγουρα…
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περνάνε από τις σελίδες σας, ξεχωριστοί όπως λέτε, δεν είχαν διστάσει να στρατευθούν σε δύσκολους καιρούς. Να ρισκάρουν πολλά. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά με αυτό που συμβαίνει σήμερα;
Τότε υπήρχε μια σύμπνοια σε όλα γιατί τότε ήταν κοινό το όραμα, κοινός ο εχθρός. Ήταν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα. Σήμερα είναι διαφορετικά, ίσως γιατί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης παντού -όχι μόνο σε μας- η Αριστερά δεν μπόρεσε να βρει τον καινούργιο βηματισμό της: Ή στέκεται κολλημένη στα παλιά ή κάνει κάτι αβέβαια βήματα.
Για τη συνέχεια πώς βλέπετε τα πράγματα; Είστε αισιόδοξη;
Αυτά που θέλουμε να συμβούν -αν πάρουμε την Ιστορία- συμβαίνουν μέσα σε αιώνες, όχι σε 4-5 χρόνια, όπως θέλουμε εμείς σήμερα. Είμαι, όμως, αισιόδοξη ότι κάποτε θα συμβούν. Πιστεύω ότι θα πάνε καλύτερα τα πράγματα. Αυτή τη στιγμή η Αριστερά δεν είναι έτοιμη ακόμη να κυβερνήσει, αλλά θέλω να ελπίζω ότι θα τον βρει το βηματισμό της. Πού θα πάει;
Αν και τώρα μπήκαν και πολλοί άσχετοι μέσα και πετάν … κοτσάνες και τα φέρνουν όλα άνω/κάτω, πιστεύω ότι σιγά-σιγά θα μπει κόσκινο και θα μείνουν όλοι αυτοί που πραγματικά θέλουν να πάμε μπροστά. Από το μολύβι φάμπερ περάσαμε στον υπολογιστή. Κι αυτό συχνά το ξεχνάνε. Πολλές φορές εκνευρίζομαι όταν τους ακούω να μιλάνε. Τώρα λέω, νέα παιδιά, γιατί να μιλάνε με αυτή τη γλώσσα. Ας πούνε κάτι καινούργιο. Με καινούργιο ύφος… Αυτό χρειάζεται.
Για εσάς που ζήσατε την Κατοχή και το φασισμό τι σημαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν με τη Χρυσή Αυγή;
Με έχει ταράξει πραγματικά, γιατί δεν πίστευα ποτέ στη ζωή μου ότι θα ξαναδώ αγκυλωτό σταυρό… Και πώς ήμασταν τόσο ξένοιαστοι; Σκότωσαν το Πακιστανό, κάναν αυτό, κάναν εκείνο. Και δεν κάναμε κάτι όλοι μαζί. Δεν κάναμε μια διαδήλωση κατά της Χρυσής Αυγής. Τους κοιτάζαμε…
Κι έπρεπε να γίνει το φονικό για να ξυπνήσουμε. Αν το κακό δεν κοπεί από τη ρίζα, δεν ξέρω τι θα γίνει. Στη Γερμανία έχει απαγορευτεί το χιτλερικό κόμμα. Άλλο να είναι κανείς ό,τι θέλει, δεξιός ή εθνικιστής και άλλο ο χιτλερισμός. Το να απαγορέψεις το χιτλερισμό είναι σαν να απαγορεύεις σε έναν εγκληματία να κυκλοφορεί.
Έχουν επιρροή και σε νέους ανθρώπους, ακόμη και στα σχολεία…
Πιστεύω ότι στο σχολείο θα έπρεπε να κάνουν την προσευχή πέντε λεπτά μικρότερη και να μιλάνε στα παιδιά -έστω και πέντε λεπτά κάθε μέρα- για το τι ήταν ο χιτλερισμός και τι είναι ο φασισμός. Γιατί τα παιδιά δεν ξέρουν καλά- καλά. Βλέπουν σήματα, χρυσά κουμπιά -ό,τι βλέπουν και στα κινούμενα σχέδια και στα κόμικς- κάνουν σήμερα και πολεμικές τέχνες και μπορεί να τους παίρνουν και για ήρωες! Πρέπει να μιλάνε κάθε μέρα στο σχολείο γι’ αυτό και δεν το βλέπω να γίνεται.
Νομίζω ότι ένα καλό μάθημα θα ήταν να διάβαζαν τα παιδιά τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου στο σχολείο ή να παρακολουθούσαν την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου που ήταν εξαιρετική…
Έμεινα κι εγώ πολύ ευχαριστημένη από τη θεατρική παράσταση. Οι ηθοποιοί έπαιξαν πραγματικά με την καρδιά τους. Κι αυτός που έκανε τον Πέτρο, ένα ψηλό παιδί σε έπειθε ότι είναι ένα δεκάχρονο αγόρι. Είναι κρίμα που δεν έγινε περιοδεία. Το είχαν ζητήσει και από την Κύπρο. Εκεί ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου, ήταν επί τριάντα χρόνια στα σχολεία σαν αναγνωστικό…
Τα παιδιά στενοχωριούνται σε κάποια σημεία του βιβλίου;
Στενοχωριούνται τα παιδιά. Ειδικά με το θάνατο του Σωτήρη. Και μου λέει κάποτε ένα παιδάκι:
-Εγώ κυρία έχω φτιάξει ένα άλλο τέλος.
-Για πες μου, του λέω.
-…Βγάζει ο Γερμανός το πιστόλι να σκοτώσει τον Σωτήρη κι εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό του. Απαντάει ο Γερμανός στο κινητό και τότε το σκάει ο Σωτήρης.
-Καλά, του λέω, είχε ο Γερμανός κινητό;
-Εμ, αν δεν έχει ο Γερμανός κινητό κυρία Ζέη, ποιος θα ’χει;
Κλείνω με δυο σκηνές όπου τα βιβλία συναντούν την πραγματικότητα:
Το σπίτι όπου ζούσε το Καπλάνι στη Βιτρίνα
Σάμος: Το σπίτι της εξοχής του παππού στο Μαλαγάρι είναι γκρεμισμένο και έχουνε κάνει και το μέρος χάλια… Το σπίτι στο Βαθύ το είχαμε πουλήσει για να μπορέσω να φύγω εγώ στο εξωτερικό. Εκεί έζησα μια πολύ συγκινητική στιγμή: Ήμουνα πριν από μερικά χρόνια από κάτω και το κοίταζα και βγήκε μια κυρία στο μπαλκόνι:
-Θέλετε τίποτα; μου λέει.
-Όχι, απλώς το κοιτάζω γιατί ήταν το σπίτι του παππού μου.
Μου είπε αν ανέβω επάνω κι ύστερα από λίγο ο άντρας της έφυγε και πήγε στο ξενοδοχείο να φέρει τη βαλίτσα μου για να μείνω στο σπίτι.
Ήταν πολύ συγκινητικό … Στο σπίτι είχαν κρατήσει και την πόρτα με το μανταλάκι, όπως ήταν παλιά και θυμήθηκα που όταν ήμουνα μικρή είχα συνεχώς αγωνία αν θα μπορέσω να ανοίξω την πόρτα με αυτό το μανταλάκι.
Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της
Ήμουνα χρόνια στο Συμβούλιο του ΚΕΘΕΑ και μίλησα με πολλούς γονείς και πολλά παιδιά. Αλλιώς είναι να τα ζεις από κοντά κι αλλιώς να τα έχεις απλώς ακούσει. Οπότε ήθελα να είμαι εγώ αυτό το παιδί με όλα αυτά που περνάει. Και τόσο πολύ αυτό το κοριτσάκι το αγάπησα, που όταν πριν δυο χρόνια πήγα στο Άαχεν, αυτή την πόλη της Γερμανίας όπου ζούσε η Κωνσταντίνα, όταν σουρούπωσε και άναψαν τα φώτα, ένιωσα πως την έβλεπα να έρχεται από το δρόμο.
Φεύγω κι εγώ από το σπίτι της Άλκης Ζέη καθώς σουρουπώνει. Με καλεί να ξαναπάω με τη κόρη μου. Ελπίζω να γίνει κι αυτό. Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου. Μήπως οι ήρωές της κυκλοφορούν ανάμεσά μας;