Αλήτης εγώ; Οικογενειάρχης άνθρωπος; Γονεύς χαριεστάτης θυγατρός, οφειλέτης ενήμερου στεγαστικού δανείου, συνεπής πληρωτής λογαριασμών ΔΕΚΟ; Και ρουφιάνος, από πάνω; Αυτό πάει πολύ… Εκτός αν το λέτε με την καλή έννοια. Ρουφιανεύω την εξουσία. Όσο περνάει απ’ το χέρι μου, τουλάχιστον. Αυτό να το δεχτώ. Αλλά και δημοσιογράφος… Ε, αυτό ξεπερνάει το όρια. Το παίρνω προσωπικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι δημοσιογράφος, με την κυριολεξία της λέξης. Δεν γράφω δημοσίως. Προτιμώ να δουλεύω κατά μόνας. Κυρίως μεταμεσονύχτια. Βίτσιο. Κατά καιρούς παραγωγικό. Δεν λένε πως οι νύχτες είναι γκαστρωμένες; Οι μέρες μας να δείτε πώς είναι…
Πώς βουτηχτήκαμε στην ανυποληψία; Πώς έγινε το επάγγελμα κακόφημο και οι χώροι δουλειάς μας οίκοι ανοχής και ενοχής; Κάποτε, απαντούσαμε με μια δόση αλαζονείας, ακόμη και οι πιο ταπεινοί εξ ημών, στο ερώτημα «τι δουλειά κάνετε;» Τώρα, τολμάς; Λες ένα «ιδιωτικός υπάλληλος» και ξεμπερδεύεις. Γιατί δεν ξέρεις σε ποιον θα πέσεις. Ίπτανται και γιαούρτια. Και οι πολιτικοί δεν είναι ο μόνος τους προορισμός.
Αλλά, μήπως πρέπει κάποια στιγμή να εξηγηθούμε; Εντάξει, «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι»… Καταλαβαίνω το θυμό σας όταν οι ομιλούσες κεφαλές των τηλε-παραθύρων σας φτύνουν κατάμουτρα κάθε βράδυ, από τις 8 μέχρι τις 9 παρά τέταρτο, πριν πέσουν τα διεθνή, τα αθλητικά, τα νέα του Μεγάρου, οι αγαθοεργίες της πρέσβειρας καλής θέλησης και των φιλενάδων της και ο καιρός. Αλλά, νιώστε μας κι εμάς. Αν ισχύει για σας το «δεν τα φάγαμε μαζί», ισχύει λίγο και για μας το «δεν είπαμε ψέματα μαζί». Μια δόση αλήθειας διασώθηκε στον χυλό της ενημεροδιασκέδασης. Και κάποιοι ρίσκαραν γι’ αυτήν. Θα μου πείτε, «ήταν για ξεκάρφωμα». Σωστό κι αυτό, δεν σε πληρώνει ο καπιταλιστής για να αλείψεις με σαπούνι το σκοινί που θα τον κρεμάσεις. Αλλά, το ίδιο μπορώ ν’ αναρωτηθώ κι εγώ για σας: «Μήπως σε σένα γι’ αυτό πουλάει το σκοινί;» Όχι. Για λόγους που ανάγονται στην ψυχοπαθολογία της απληστίας, πιστεύει ότι τελικά θα την γλιτώσει. Και ιστορικά μάλλον δικαιώνεται. Εσύ παράγεις το σκοινί, αυτός σ’ το πουλάει, εγώ βάζω το σαπούνι, μαζί αγοράζουμε και τα δύο, αλλά, δες τον, είναι εκεί, ακούνητος, με τον χοντρό του σβέρκο, χαμογελάει και στους δυο μας σαρκαστικά, λες κι έχει πάρει την εκδίκηση της ιστορίας.
Δεν θέλω να σας καλοπιάσω. Δεν θέλω να καταστείλω τον θυμό σας για τη μιντιακή δικτατορία. Δεν θέλω να μειώσω την αηδία σας για την ενημερωτική βία που υφίστασαι. Θέλω να προσθέσω και το δικό μου θυμό, τη δική μου αηδία. Βλέπεις, δεν φταίμε όλοι εμείς οι «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» για το γεγονός ότι η λεηλασία μεταφράζεται σε «σωτηρία», η διαμαρτυρία σε «παρανομία» και η ανυπακοή σε «επίθεση κατά της δημοκρατικής νομιμότητας». Δεν φταίμε όλοι μας αν πνίγεται η φωνή σας, αν διαστρεβλώνεται η βούλησή σας και αν στην ενημερωτική χάβρα επικρατεί η μνημονιακή μονοφωνία. Πνίγεται κι η δική μας φωνή, το δικό μας γραπτό, το δικό μας ρεπορτάζ κάθε φορά που προσκρούει στον νόμο της σιωπής, της λογοκρισίας, της αυτολογοκρισίας. Κι έτσι, το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης, από παράθυρο στο φως γίνεται βουτιά στο σκοτάδι.
Μήπως, όμως, βρίσκουν και τα κάνουν; Μήπως μας βρίσκουν, και μας και σας, πολύ μπόσικους; Μήπως βρίσκουν τ’ αφτιά και τα μάτια σας πάντα διάπλατα ανοιχτά να καταναλώσουν το ψεύδος τους, τα δικά μας πόδια, χέρια και στόματα διαθέσιμα για να το πουν και να το γράψουν;
Διάλειμμα, λοιπόν. Ας απολαύσουμε για λίγα 24ωρα τον ήχο της ενημερωτικής σιωπής. Στο τέλος μπορεί να βγούμε σοφότεροι.
Αλλά, μήπως πρέπει κάποια στιγμή να εξηγηθούμε; Εντάξει, «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι»… Καταλαβαίνω το θυμό σας όταν οι ομιλούσες κεφαλές των τηλε-παραθύρων σας φτύνουν κατάμουτρα κάθε βράδυ, από τις 8 μέχρι τις 9 παρά τέταρτο, πριν πέσουν τα διεθνή, τα αθλητικά, τα νέα του Μεγάρου, οι αγαθοεργίες της πρέσβειρας καλής θέλησης και των φιλενάδων της και ο καιρός. Αλλά, νιώστε μας κι εμάς. Αν ισχύει για σας το «δεν τα φάγαμε μαζί», ισχύει λίγο και για μας το «δεν είπαμε ψέματα μαζί». Μια δόση αλήθειας διασώθηκε στον χυλό της ενημεροδιασκέδασης. Και κάποιοι ρίσκαραν γι’ αυτήν. Θα μου πείτε, «ήταν για ξεκάρφωμα». Σωστό κι αυτό, δεν σε πληρώνει ο καπιταλιστής για να αλείψεις με σαπούνι το σκοινί που θα τον κρεμάσεις. Αλλά, το ίδιο μπορώ ν’ αναρωτηθώ κι εγώ για σας: «Μήπως σε σένα γι’ αυτό πουλάει το σκοινί;» Όχι. Για λόγους που ανάγονται στην ψυχοπαθολογία της απληστίας, πιστεύει ότι τελικά θα την γλιτώσει. Και ιστορικά μάλλον δικαιώνεται. Εσύ παράγεις το σκοινί, αυτός σ’ το πουλάει, εγώ βάζω το σαπούνι, μαζί αγοράζουμε και τα δύο, αλλά, δες τον, είναι εκεί, ακούνητος, με τον χοντρό του σβέρκο, χαμογελάει και στους δυο μας σαρκαστικά, λες κι έχει πάρει την εκδίκηση της ιστορίας.
Δεν θέλω να σας καλοπιάσω. Δεν θέλω να καταστείλω τον θυμό σας για τη μιντιακή δικτατορία. Δεν θέλω να μειώσω την αηδία σας για την ενημερωτική βία που υφίστασαι. Θέλω να προσθέσω και το δικό μου θυμό, τη δική μου αηδία. Βλέπεις, δεν φταίμε όλοι εμείς οι «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» για το γεγονός ότι η λεηλασία μεταφράζεται σε «σωτηρία», η διαμαρτυρία σε «παρανομία» και η ανυπακοή σε «επίθεση κατά της δημοκρατικής νομιμότητας». Δεν φταίμε όλοι μας αν πνίγεται η φωνή σας, αν διαστρεβλώνεται η βούλησή σας και αν στην ενημερωτική χάβρα επικρατεί η μνημονιακή μονοφωνία. Πνίγεται κι η δική μας φωνή, το δικό μας γραπτό, το δικό μας ρεπορτάζ κάθε φορά που προσκρούει στον νόμο της σιωπής, της λογοκρισίας, της αυτολογοκρισίας. Κι έτσι, το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης, από παράθυρο στο φως γίνεται βουτιά στο σκοτάδι.
Μήπως, όμως, βρίσκουν και τα κάνουν; Μήπως μας βρίσκουν, και μας και σας, πολύ μπόσικους; Μήπως βρίσκουν τ’ αφτιά και τα μάτια σας πάντα διάπλατα ανοιχτά να καταναλώσουν το ψεύδος τους, τα δικά μας πόδια, χέρια και στόματα διαθέσιμα για να το πουν και να το γράψουν;
Διάλειμμα, λοιπόν. Ας απολαύσουμε για λίγα 24ωρα τον ήχο της ενημερωτικής σιωπής. Στο τέλος μπορεί να βγούμε σοφότεροι.
ΚΙΜΠΙ
[email protected]
[email protected]
Σχόλια