του Θανάση Μουσόπουλου*
Η πεζογραφία της γενιάς του 1880 ταυτίζεται με την ηθογραφία, καθώς –όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κείμενο μιλώντας για τον Γεώργιο Βιζυηνό– «το ηθογραφικό διήγημα θα γεννιόταν με τη συμβολή μιας σειράς παραγόντων (λαογραφία, νατουραλισμός, εμπειρισμός, σημασιοδότηση της παρατήρησης και της μνήμης, στροφή προς το παρόν, αναζήτηση της εθνικής ιδιοτυπίας κ.λπ.)» (Π. Μουλλάς).
Στυλοβάτης της ηθογραφίας, μαζί με τον Βιζυηνό, είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, με το έργο του οποίου θα καταπιαστούμε σε δύο ενότητες. Διαβάζουμε σχετικά στο βιβλίο μας «Προσεγγίσεις στη Λογοτεχνία της Β΄ Ενιαίου Λυκείου» (Ξάνθη, 1999):
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο. Γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Γκιουλώς Μωραΐτη. Στη γενέτειρα παρακολούθησε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου (1856-1862). Με αρκετές διακοπές λόγω οικονομικών προβλημάτων, φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο Σκοπέλου, στο Γυμνάσιο Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας, απ’ όπου πήρε και το απολυτήριό του το 1874, αρκετά μεγάλος πια. Το 1872 μένει για μήνες στο Άγιο Όρος, ενώ το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, παρακολούθησε μαθήματα, αλλά δεν πήρε πτυχίο. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και μελέτησε ξένη λογοτεχνία.
Το 1879 δημοσιεύει το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η Μετανάστις» που δόθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης, ενώ στην Αθήνα το 1881 δημοσιεύει ποίημα στο περιοδικό «Σωτήρ». Ακολουθούν το 1882 σε εφημερίδα το ιστορικό ρομαντικό μυθιστόρημα «Οι Έμποροι των Εθνών» και το 1884 «Η Γυφτοπούλα». Με το ηθογραφικό διήγημα «Χρήστος Μηλιόνης» (1885) που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εστία» ο Παπαδιαμάντης περνά από τον ρομαντισμό στην ηθογραφία. Το 1882 προσλαμβάνεται ως μεταφραστής σε εφημερίδα, όπου στα 1887 δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα «Το Χριστόψωμο». Από τότε δημοσιεύθηκαν περίπου 170 μεγαλύτερα ή μικρότερα διηγήματά του σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες, σε ορισμένες από τις οποίες εργάστηκε ως τακτικός συνεργάτης και μεταφραστής.
Να σημειώσουμε ότι για βιοποριστικούς λόγους συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες, ενώ στον Παπαδιαμάντη αποδίδουμε τις μεταφράσεις έργων πολλών διάσημων συγγραφέων (όπως: Ντοστογιέφσκι, Αλ. Δουμά, Γκυ ντε Μωπασσάν, Τουργκένιεφ, Μαρκ Τουαίν, καθώς και των Βερν, Κίπλιγκ, Τσέχωφ και Ουέλς).
Από το 1887 ο Παπαδιαμάντης μένει στην Αθήνα, ενώ για μικρά διαστήματα πηγαίνει στη Σκιάθο, όπου έζησε από το 1908 ως το τέλος της ζωής του, 2 Ιανουαρίου του 1911, πεθαίνοντας πάμπτωχος από πνευμονία. Στην Αθήνα έζησε πτωχικά και ιδιόρρυθμα, μοιράζοντας τον χρόνο του στο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, σε φτωχικές συνοικίες και στην ψαλτική τέχνη. Το 1908 γιορτάστηκε στον «Παρνασσό» η 25ετηρίδα του έργου του, ο ίδιος όμως δεν παραβρέθηκε. Όσο ζούσε κανένα βιβλίο του δεν τυπώθηκε.
Την πλούσια παραγωγή του Παπαδιαμάντη ο καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας Κώστας Στεργιόπουλος (1926-2016) τη διαιρεί σε δύο περιόδους: 1) 1887-1896 και 2) 1899-1910. Στην πρώτη περίοδο επικρατεί η ηθογραφία, ενώ στη δεύτερη επικρατεί ένας κριτικός ρεαλισμός, που κορυφώνεται στη «Φόνισσα», καθώς και το αυτοβιογραφικό διήγημα.
Η κριτική ασχολήθηκε από νωρίς με τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. Κυρίως, όμως, προβλήθηκαν βιογραφικά στοιχεία ανεκδοτολογικής υφής και διατυπώθηκαν τυποποιημένες αποτιμήσεις. Μερικοί διατύπωσαν επιφυλάξεις για το έργο του, για τη μονότονη επανάληψη των ίδιων μοτίβων και την έλλειψη ποικιλίας στους χαρακτήρες του.
Ο Παπαδιαμάντης διακρίνεται για το γνήσιο αφηγηματικό του υλικό, την αίσθηση της φύσης, τη λαϊκή ορθόδοξη χριστιανική ευλάβεια, τη νοσταλγία του για την πατρίδα του και γενικότερα για τη ζωή που άρχισε να υποχωρεί με την αστικοποίηση της Αθήνας και των άλλων κέντρων.
Η γλώσσα του είναι ιδιότυπη ανάμειξη καθαρεύουσας, εκκλησιαστικών λέξεων και φράσεων, με λέξεις της δημοτικής και ιδιωματικές λέξεις και φράσεις της Σκιάθου στους διαλόγους του.
Η περιγραφή του Παπαδιαμάντη δηλώνει μια αγαπητική συμβίωση του ανθρώπου με τον κόσμο και τα πράγματα. Κατάφερε να συνδυάσει τον εμπειρικό ρεαλισμό με την ποίηση, και την καθημερινότητα μιας περιορισμένης ζωής με την αιωνιότητα της φύσης. Η μοναδικότητα, η γοητεία και η «διαρκής» επικαιρότητά του οφείλεται στη δύναμή του να εκφράσει με ελάχιστα κοινότοπα πράγματα τα μόνιμα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
***
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας αγαπητός πεζογράφος, που εκδίδονται τα έργα του ως τις μέρες μας. Όμως και η ποίησή του, λιγότερη μεν, αλλά σημαντική. Μου έκανε εντύπωση ότι έχουν μελοποιηθεί και τραγουδιούνται πολλοί στίχοι του. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στο κείμενό του «Παπαδιαμάντης ο μελωδός» αναφέρεται στη «θρυλική παραδοξολογία του Μιλτιάδη Μαλακάση ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ο μεγαλύτερος νεοέλληνας ποιητής». Σε πολλά πεζογραφήματά του επίσης παραθέτει και στίχους του.
Θα ολοκληρώσουμε τη σημερινή ενότητα με ποιήματα και στίχους του «Κοσμοκαλόγερου». Βρίσκουμε ποιήματα ποικίλα, άλλα σε καθαρεύουσα και άλλα σε ομιλούμενη γλώσσα.
Δέησις
(Ἐράνισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν)
Πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, πρὸς σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τὰ φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοὶ προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεὶ κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαγχνίσου, ὁ Θεός μου.
Εἶναι πολὺ τὸ πέλαγος, πολύ, τῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν φοιτᾷ τὸν ἅγιόν σου·
εἰς κρίσιν μὲ τὸν δοῦλόν σου μὴ θέλῃς νὰ εἰσέλθῃς,
πρὶν ἢ μὲ τὰ ἐλέη σου ἐπὶ τῆς γῆς κατέλθῃς.
Προς την μητέρα μου (1873)
Μάννα μου, ἐγώ ‘μαι τ’ ἄμοιρο, / τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, / βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι’ ἂν στραφῇ / κι’ ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, / κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, / βαρκούλ’ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, / σὲ θάλασσ’ ἀφρισμένη,
παλεύω μὲ τὰ κύματα / χωρὶς πανί, τιμόνι
κι’ ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα / πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, / μαννούλα μου, ν’ ἀράξω,
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο / αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω.
Σερενάτα
Τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ αἰθέριο στὴ γῆ νὰ μὴ λυγίσει
καὶ τὸ χαμόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ μὴ σβύσει·
νὰ μὴ φανῆ τὸ κάλλος σου πὼς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ χῶμα.
Ὤ, χαῖρε τοῦ θανάτου, ποὺ μ᾿ ἐπότισες τὸ πόμα.
Τό ὡραῖον φάσμα
Ἀγάπης καὶ χαρᾶς γλυκεῖα ὥρα·
σ’ ἐπόνεσ’ ἡ ψυχή μου, ὦ μαυροφόρα!
Μὴ μὲ κοιτάζεις πλειά, μὴ μὲ πειράζεις,
μὲ τὴ ματιά σου πάψε νὰ μὲ σφάζῃς.
Κάλλιο εἶχα σκλάβος νἄμουνα σιμά σου,
παρὰ νὰ ἐβασίλευα μακρυά σου,
δίπλα σου κάλλιο νἄπεφτα στὸ χῶμα,
παρὰ ν’ ἀνέβω στ’ οὐρανοῦ τὸ δῶμα.
Ἄχ! ναί, γλυκύ μου μαραμένο πλάσμα,
σ’ ἐπόνεσ’ ἡ ψυχή μου, ὡραῖο φάσμα.
Στο επόμενο φύλλο συνεχίζεται με τα πεζογραφήματα
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής