Στο ημιυπόγειο είναι ο Σύλλογος Αιγυπτίων Παγκρατίου, στην πραγματικότητα τόπος προσευχής…
Συνημμένη ήταν μια σειρά φωτογραφίες από το Ιράν. Ένα αυτοκίνητο περνάει σιγά-σιγά πάνω από το χέρι ενός δεκάχρονου παιδιού που έχει κλέψει μικροπράγματα από μια τοπική αγορά. Το χέρι πρέπει να κοπεί ως τιμωρία και ως παραδειγματισμός. Ίσως είναι αληθινές οι φωτογραφίες, ίσως φτιαχτές.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία γελοίου στη ρητορεία, τη δράση, τη μιμική της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Αυτό, όμως, που για την ακροδεξιά εμφανίζεται και ως κωμωδία, για την Αριστερά είναι και τραγωδία.
Γιατί αυτός ο συνταξιούχος, οικοδόμος μάλλον, γιατί αυτός ο πριν και τώρα σύντροφος, εναντίον μας; Ποτέ, μα ποτέ, όσες δεκαετίες γνωρίζω την Αριστερά, η ηγεμονία των ιδεών της δεν βρισκόταν σε τόσο απελπιστικά χαμηλό σημείο όπως σήμερα στο μεταναστευτικό, κεντρικό θέμα στην ατζέντα της ακροδεξιάς.
Ο Δημήτρης Ψαρράς με το «Κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη-Η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής Ακροδεξιάς» παρουσιάζει ένα βιβλίο τεκμηριωμένο και βαθυστόχαστο. Με σπαρακτικές στιγμές γέλιου. Με αστυνομική πλοκή –έτσι κι αλλιώς η λογική του «μπάτσου» συνδυάζεται πάντα με τη Δεξιά.
Το συγκλονιστικό για τον αναγνώστη είναι το ερώτημα με το οποίο καταλήγει στο Επίμετρο, στις τελευταίες σελίδες: «Και τώρα τι γίνεται; Τώρα που συγκλίναμε με την Ευρώπη, αποκτήσαμε δηλαδή και εμείς την ακροδεξιά μας, πως θα αντιδράσουν τα άλλα κόμματα, το εκλογικό σώμα, η κοινωνία».
Για μας: Πώς θα αντιδράσει η Αριστερά; Πώς θα επινοήσει ένα δύσκολο, κι ίσως μακρύ, δρόμο προς την ανάκτηση της ηγεμονίας της; Ποια είναι τα εμπόδια που πρέπει να υπερβεί.
Εδώ ακριβώς θέλω να σταθώ.
Η Αριστερά προσλαμβάνεται από μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως μια λεπτομέρεια και αυτή του συστήματος. Το «κανένα» αφορά και αυτήν. Με μια σταθερή θέση στον αντισυστημικό χώρο και με την ικανότητά της να πείσει ότι το εννοεί, η Αριστερά μπορεί να κάνει κατανοητό πόσο τα πυροτεχνήματα της ακροδεξιάς ενάντια στο σύστημα, την πλουτοκρατία, τους Εβραίους, τους Τούρκους είναι αρχαϊκά, αντιδραστικά, παράλογα και καθυστερημένα. Η λαϊκότητά της πρώτης μπορεί να κάνει στείρο το κοινωνικό χωράφι για τον λαϊκισμό της δεύτερης.
Η Chantal Μouffe κι ο Ernesto Laclau έχουν έντονα επισημάνει ότι η ενσωμάτωση της Αριστεράς σε συναινετικές διαδικασίες, η απάρνηση μιας συγκρουσιακής πολιτικής αφήνει ελεύθερο έδαφος για να φύεται η ακροδεξιά αλλά και η τρομοκρατία.
Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και πιο πέρα. Όταν για παράδειγμα στην Ελλάδα, ένα τμήμα της ιστορικής Αριστεράς, σε επώδυνες στιγμές καθολικής νεανικής αμφισβήτησης του συστήματος όπως το Δεκέμβρη, επιλέγει τη στήριξή του. Ή όταν άλλο τμήμα της έχει ως κοινό τόπο με τα κόμματα εξουσίας τον ευρωπαϊσμό, έστω και με μια αριστερή εκδοχή του.
Η πολιτική σύγκρουση, ως πεδίο αντιπαράθεσης ασυμφιλίωτων, αντιπάλων και διαφορετικών επιλογών, έχει ιδιαίτερη σημασία για το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής.
Και αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σήμερα που η ακροδεξιά είναι και στην κυβέρνηση. Με την έννοια ότι η θεματολογία, αλλά και επιλογές της ακροδεξιάς -άρνηση της δημοκρατίας, απολυταρχισμός- εφαρμόζονται από το κόμμα εξουσίας. Τι άλλο είναι η διακυβέρνηση της χώρας μέσα από τα επικαιροποιημένα μνημόνια της τρόικας ερήμην του ίδιου του Κοινοβουλίου.
Αλλά και η απάνθρωπη ακροδεξιά ιδεολογία γίνεται κυβερνητική προπαγάνδα. Βγήκε ο υπουργός Υγείας Λοβέρδος και ζήτησε τα έξοδα για την περίθαλψη των απεργών πείνας της Υπατίας να πληρωθούν από τους «αλληλέγγυους». Τι άλλο σημαίνει αυτό, με τους όρους της προπαγάνδας, παρά: «Ούτε ένα αράπης, ούτε ένας μαύρος στα νοσοκομεία του ΕΣΥ με τα λεφτά του γνήσιου Έλληνα»;
Ασφαλώς οφείλουμε να έχουμε μέτωπο απέναντι στην ακροδεξιά. Αλλά και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που είναι το θερμοκήπιό της, και με την έννοια της καθημερινής πρόσκλησης των εκπροσώπων της, αλλά κυρίως με το γεγονός ότι η ακροδεξιά είναι το πολιτικό ισοδύναμο της πολιτιστικής επίδοσης της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Αν, όμως, στις Πλατείες Αγίου Παντελεήμονα πριν από δέκα χρόνια ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή, νυχτερινοί τηλεκήρυκες ξενοφοβίας έσπερναν το μίσος, τώρα η βλάστηση αυτή έχει γίνει σχεδόν αυτοφυής. Τα σταφύλια της οργής θρέφονται από την παρακμή και τη διάλυση.
Η προτεραιότητα, επομένως, είναι να αντιπαρατεθούμε με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στις υποβαθμισμένες περιοχές, μαζί με τους ξένους, και οι δικοί μας. Στέγη, παιδικές χαρές, φωτισμός, θέσεις εργασίας αξιοπρέπεια, ασφάλεια. Και κυρίως να σταματήσουν εκτεταμένες αστικές περιοχές να είναι κάτεργο που στα μικρά κελιά τους στοιβάζονται πολλοί δυστυχισμένοι. Αν συνεχίσουμε εδώ να είμαστε ανεπαρκείς, το κακό θα είναι ανεπανόρθωτο.
Το περασμένο Σάββατο η Τηλεόραση της Βουλής έπαιξε τη Δίκη της Νυρεμβέργης. Ένα πολύ καλό πολιτικό έργο, αν και χολιγουντιανό, του Στάνλεϊ Κράμερ, του 1960. Ο Μαξιμίλιαν Σελ, δικηγόρος του Μπαρτ Λάνκαστερ, αρχιδικαστή των ναζιστών, ρωτάει με πάθος τον Σπένσερ Τρέισι, Αμερικανό πρόεδρο του διεθνούς δικαστηρίου: «Οι Γερμανοί ήταν μέσα στην εξαθλίωση, τη φτώχεια, την ανεργία, τη διάλυση, το αδιέξοδο. Ο Χίτλερ τους έδωσε ελπίδα. Τι έπρεπε να κάνουν οι δικαστές; Να μην πάνε με την ελπίδα;».
Ίσως αυτή η μετατόπιση λαών προς τον ολοκληρωτισμό, πριν από εβδομήντα χρόνια, με γιγαντιαίες συνέπειες καταστροφής να επαναλαμβάνεται σήμερα δίπλα μας σε μικροκλίμακα. Μέχρι τώρα μικροκλίμακα. Ο James Joyce γράφει, «η ιστορία είναι ένα εφιάλτης στον οποίο δεν υπάρχει ξύπνημα».
Είναι σωστή η παιδαγωγική της Αριστεράς, ώστε ο καθένας να γίνει αγωνιστικής σε παγκόσμια κλίμακα. Έχει ασφαλώς νόημα να λέμε: «Αν οι Αμερικανοί φύγουν από το Αφγανιστάν, αν οι Γάλλοι σταματήσουν το εμπόριο διαμαντιών από το Κογκό, αν η Διεθνής Τράπεζας βοηθήσει πραγματικά το Μπαγκλαντές, αν η Νιγηρία σταματήσει να είναι πεδίο ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, αν στην Αιθιοπία οι πλούσιες χώρες φέρουν τεχνητή βροχή, τότε θα λυθεί το πρόβλημα της μετανάστευσης».
Δεν αρκεί όμως. Αν μείνουμε μόνο εκεί, ο άλλος θα πει: «Τι μου λέτε; Ρίχτε τους στη θάλασσα». Αν μείνουμε μόνο εκεί, είναι σαν να στηρίζουμε το κεντρικό επιχείρημα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης: «Τίποτε απολύτως δεν μπορεί να αλλάξει το σημερινό κόσμο. Αυτό που ζείτε, είναι η μόνη λύση. Σκασμός, λοιπόν, και στα Πατήσια και την Κυψέλη».
Ο κάτοικος των περιοχών αυτών βλέπει ότι οι βασικές συντεταγμένες της ζωής του καθορίζονται χωρίς καμία δική του συμμετοχή. Μας ακούει να του λέμε ότι δεν εξαρτώνται καν από την κυβέρνηση στην Ελλάδα, αλλά το πώς θα ζει καθορίζεται μόνο από τις απόμακρες και ανεξέλεγκτες επιλογές του αμερικάνικου ή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Μέσα σε απόγνωση περιμένει κάποιος να του πει ότι μπορεί ο λαός να καθορίσει την τύχη του. Ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Ότι υπάρχει η «λαϊκή κυριαρχία», μια έννοια που μεγάλο μέρος της Αριστεράς τη θεωρεί βλασφημία, ακόμα και στην εποχή της τρόικας.
Περίμενε να ακούσει μια ανθρώπινη λύση. Αν δεν την ακούει, θα πάει στην απάνθρωπη.
Αξίζει να στοχασθούμε, με πικρία, ότι το πεδίο που η Αριστερά έχει χάσει εντελώς την ηγεμονία για τις ιδέες της, είναι αυτό του κόσμου της εργασίας. Οι εχθρικές αντιλήψεις εισβάλλουν θριαμβικά στον ιστορικό χώρο κοινωνικής αναφοράς της Αριστεράς. Απελπισμένοι ξένοι που ψάχνουν δουλειά. Απελπισμένοι Έλληνες που χάνουν τη δουλειά τους.
Δεν είναι τα βόρεια προάστια. Είναι ο βούρκος του κέντρου. Ένα εκρηκτικό τοπίο όπου γεννιέται ο φθόνος, το μίσος, η επικίνδυνη λογική του μετανάστη-μαύρου πρόβατου που πρέπει να θυσιασθεί.
Η Αριστερά δεν αρκεί να αισθάνεται μια δικαίωση για τη σταυροφορία της ενάντια στον ρατσισμό. Είναι ηρωική η παρουσία συντροφισσών και συντρόφων μέσα στους σκοτεινούς και έρημους δρόμους με τους μαχαιροβγάλτες του φασισμού.
Το ζητούμενο επειγόντως, όμως, είναι να ενοποιήσει τις δύο πλευρές – Έλληνες και ξένους. Θεωρητικά, το επιδιώκει από καρδιάς. Πρακτικά έχει αποτύχει σε μεγάλο βαθμό. Κι όμως μπορεί.
Με δύο τρόπους. Από τη μια, θέτοντας το μεταναστευτικό ως ένα οργανικό στοιχείο της μεγάλης πάλης ενάντια στην τρόικα, την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, για την αλλαγή. Κι όχι κατ’ αντιπαράθεση, ως προνομιακό σημείο σύγκρουσης λόγω της ηθικής της υπεροχής, με κίνδυνο η Αριστερά να ηττηθεί καίρια πρώτα από όλα στο ίδιο το μεταναστευτικό, όπου η κοινή γνώμη είναι συντριπτικά αυτή τη στιγμή αντίθετη με τις θέσεις μας κι όπου, όπως φάνηκε καθαρά, η κυβέρνηση θέλει αυτό το γήπεδο.
Από την άλλη, και κύρια, με το να βρει και να αναδείξει το αίτημα που δεν διχάζει, ενοποιεί ντόπιους και μετανάστες. Να καταργηθεί η ελληνική φυλακή. Να πέσουν τα κάγκελα. Να μπορέσουν να φύγουν όλοι αυτοί που θέλουν για την Ευρώπη ή αλλού. Να καταργηθεί το Δουβλίνο ΙΙ -όπως το έθεσε πανελλαδικά η Ελεύθερη Αττική με την περιπετειώδη επίσκεψή της στον Άγιο Παντελεήμονα.
Όταν κάποτε γίνει κατάληψη των γραφείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από πρόσφυγες και μετανάστες με το πανό να γράφει «Ελευθερία» τότε «αλληλέγγυοι» θα είναι οι γιαγιάδες και οι παππούδες του Αγίου Παντελεήμονα.
Έχουμε κάθε λόγο να έχουμε τη συνείδηση μας ήσυχη. Είμαστε, ως αριστεροί, συμπαραστάτες στους κολασμένους της εποχής μας, Αφγανούς, Πακιστανούς, Αφρικανούς. Είμαστε φορείς όχι μόνο των ουμανιστικών αξιών του μαρξισμού αλλά του παγκόσμιου πολιτισμού, μέχρι και του αντιρατσιστικού μηνύματος των Ευαγγελίων από τη συνάντηση του Ιησού με την καλή Σαμαρίτισσα.
Σε ένα σπουδαίο άρθρο του ανθρωπολόγου και θεμελιωτή της θεωρίας των συστημάτων στις κοινωνικές επιστήμες Gregory Bateson, το 1966 υπάρχει μια ενδιαφέρουσα και για μας μεταφορά. Εξηγεί γιατί η Συνθήκη των Βερσαλλιών που επέβαλαν ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία με τους ταπεινωτικούς και αβάσταχτους όρους για τον λαό της ηττημένης Γερμανίας οδήγησε τους γερμανούς στο ναζισμό και τον επιθετικό πόλεμο.
Υπόσχεσαι σε ένα παιδί μια αξιοπρεπή ζωή (η Αριστερά το έχει υποσχεθεί και στους εργαζόμενους της κάθε Αχαρνών). Μετά το αναιρείς αυτό (οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι η ευαισθησία της Αριστεράς για τους μετανάστες επιδεινώνει τη δική τους ζωή). Το παιδί θυμώνει πολύ μαζί σου (θυμός είναι το κύριο συναίσθημα πολλών οικογενειών της φτωχολογιάς με την Αριστερά). Εσύ του απαντάς με βάση υψηλές ηθικές αξίες (ακούει την Αριστερά να λέει ή να υπονοεί ότι είναι ρατσιστής). Το παιδί θεωρεί άδικο το ηθικό μαστίγωμα, αισθάνεται ενοχικά και αποηθικοποιείται πλήρως (τίμιοι άνθρωποι της δουλειάς, που ποτέ δεν το περίμεναν, γίνονται τομάρια ρατσιστές).
Αν στην τετραμελή οικογένεια με τα δύο κορίτσια που στο απέναντι διαμέρισμα μένουν στοιβαγμένοι είκοσι ξεκληρισμένοι πρόσφυγες η Αριστερά δεν μπορεί να βιώσει το άγχος της και να προτείνει λύση, αν είναι μόνο ιεροκήρυκας ηθικών αξιών, που εκ των πραγμάτων ενοχοποιούν την οικογένεια τότε τη σπρώχνουμε οι ίδιοι στον ρατσισμό. Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις.
Τι παράξενα που είναι όλα!
Οι Αφρικανοί, ο Μαροκινοί, οι Τυνήσιοι, οι Αιγύπτιοι, αυτοί που απαρτίζουν τους 300 της Υπατίας, είναι από τους πιο υποτιμημένους μετανάστες. Δεν είναι καν Πολωνοί ή Αλβανοί.
Κι όμως! Μέσα από τις πατρίδες αυτών των… καθυστερημένων ξεκίνησε η μεγάλη ελπίδα. Η επανάσταση του γιασεμιού στην Τυνησία. Ο ξεσηκωμός στο Μπαχρέιν. Οι διαδηλώσεις στην Αλγερία και το Μαρόκο. Ο πόλεμος στη Λιβύη. Και προπαντός η αξέχαστη Πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο. Αντιστράφηκε το δρομολόγιο της ελπίδας. Αυτή τη φορά από την Ανατολή προς τη Δύση.
Μέσα από τα μπλογκ, μέσα από εστίες της Αριστεράς ή κοινωνικών οργανώσεων ξεπήδησε ένα μεγάλο όνειρο. Κι εδώ, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, ένα ενωμένος λαός, μπορεί να συντρίψει, όχι τον Μουμπάρακ, αλλά την τρόικα και τον Παπανδρέου. Η Πλατεία Συντάγματος μπορεί να γίνει Πλατεία Ταχρίρ.
Νυχτερινά δελτία και κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν έκρυψαν το φόβο τους. Τι κρίμα όμως που από Μέσα Ενημέρωσης της Αριστεράς εκπορεύεται μια λογική ευνουχισμού του ονείρου. «Ταχρείοι» όσοι βρέθηκαν στο Σύνταγμα.
Για να τελειώσουμε, λοιπόν, όπως αρχίσαμε, με την Mouffe και τον Laclau, ένα από τα μεγάλα προβλήματα της Αριστεράς, που έχει οδηγήσει στην άνοδο της ακροδεξιάς, είναι η λογιστική της προσέγγιση στο πρόγραμμα και το εφικτό και η ανικανότητα να συμβάλλει σε συλλογικές ταυτότητες που στοιχείο είναι το πάθος, τα βιώματα, η ελπίδα.
Ο καθένας έχει πολλές ταυτότητες. Είναι πατέρας. Είναι από την Τήνο. Είναι Έλληνας. Είναι Ευρωπαίος. Είναι πολίτης του κόσμου.
Έχει δικαίωμα να ονειρεύεται τα παιδιά του να προκόβουν. Έχει δικαίωμα να ονειρεύεται το νησί του να συζεί με τη βενετσιάνικη κληρονομιά του. Έχει δικαίωμα να ονειρεύεται να ταξιδέψει στην Καταλωνία να δει την Μπαρτσελόνα Έχει δικαίωμα να ονειρεύεται έναν πλανήτη χωρίς πυρηνικά.
Έχει δικαίωμα να ονειρεύεται και τη χώρα του, τη γλώσσα του, το ταξίδι στην ιστορία. Να έχει και τον εθνικό του εαυτό, χώρο πολιτικής δράσης και πολιτισμού. Αν το αρνηθεί η Αριστερά, όπως συχνά το κάνει, αφήνει ελεύθερο το έδαφος σε άλλους, όπως στην ακροδεξιά, να ενσωματώσουν αυτά τα στοιχεία σε μια ταυτότητα μίσους, αντιπαράθεσης, ανταγωνισμού, σοβινισμού, βαρβαρότητας.
Δεν θα αργήσει η ώρα που η Αριστερά θα μπορεί να εμπεριέχει και τα τραγούδια του Μανώλη Ρασούλη, και το σαντούρι του Ιρανού πρόσφυγα στην Ερμού, και τη Μπιενάλε της Βενετίας, και την Πλατεία Ταχρίρ, και τα ευφυή συνθήματα του Δεκέμβρη, και το YouTube με τη διαδήλωση των μπλόγκερ στη Λισσαβώνα σε μια συλλογική ταυτότητα γεμάτη πάθος, υπόσχεση, συναισθήματα και δράση.